Κάθε Παρασκευή και Σάββατο στο Hotel Ermou η Ελεωνόρα Ζουγανέλη εμφανίζεται σε ένα χορταστικό, εξωστρεφές πρόγραμμα που αφήνει χώρο και για την ανάδειξη της αισθαντικότητάς της ως ερμηνεύτριας. Η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου αποτέλεσε βεβαίως έκπληξη για κάποιους, καθώς έχει συνηθίσει να εμφανίζεται σε μεγαλύτερα μαγαζιά. «Το καλοκαίρι μου ήταν πολύ δημιουργικό και ζεστό όσον αφορά την επικοινωνία και την αποδοχή από τον κόσμο και μου προκάλεσε την ανάγκη να κάνω κάτι διαφορετικό. Ηθελα να βρεθώ σε έναν μικρότερο χώρο, κι ας ακούγεται παράξενο» εξηγεί η ταλαντούχα τραγουδίστρια. «Λίγο μαγικά και με πολύ φυσικό τρόπο όλα προχώρησαν, η μπάντα μου δέχτηκε να με ακολουθήσει, μπήκε στο παιχνίδι και ο μουσικός Γιάννης Χριστοδουλόπουλος και είμαι πολύ χαρούμενη με το αποτέλεσμα, κυρίως γιατί προκαλείται γρήγορα μια αίσθηση οικειότητας, αμεσότητας, αυτά που ευνοεί η μικρότερη απόσταση από τους θεατές. Αισθάνομαι πολύ δικές μου αυτές τις εμφανίσεις. Εμπεριέχουν τα πάντα, όπως η καρδιά και το μυαλό μου».
Η Βίσση και ο πιο πρόσφατος δίσκος
Το Hotel Ermou είχε ταυτιστεί τα προηγούμενα χρόνια με την Αννα Βίσση. Φοβήθηκε ότι αυτό ίσως να αποξένωνε μερίδα του δικού της κοινού; «Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν σκέφτομαι έτσι. Η Αννα είναι, ούτως ή άλλως, μια καλλιτέχνιδα την οποία εκτιμώ και θαυμάζω πολύ. Αγαπάμε πολύ και οι δύο αυτό που κάνουμε, αλλά δεν παρουσιάζουμε το ίδιο πράγμα. Αυτός ο ζεστός, νεανικός χώρος μπορεί να φιλοξενήσει πολλών ειδών παραστάσεις». Πριν από λίγους μήνες η Ζουγανέλη κυκλοφόρησε τον τελευταίο της δίσκο με τίτλο «Πού με φτάσανε οι έρωτες». Είναι ευχαριστημένη από την πορεία του έως τώρα; «Τον έχω αγαπήσει αυτόν τον δίσκο. Τα τραγούδια δοκιμάστηκαν ξανά και ξανά στο στούντιο, αλλάχτηκαν ώστε να υπάρχει μια ενιαία αισθητική και μια ομοιογένεια στον ήχο, παρότι πρόκειται για τόσο πολυσυλλεκτική δουλειά. Είχα όμως την ωριμότητα της προηγούμενης συνεργασίας μου με δύο δημιουργούς και μπόρεσα να το διαχειριστώ. Μου έχει κάνει εντύπωση όμως ότι ακόμη και τα πιο δύσκολα κομμάτια βρήκαν τους αποδέκτες τους, μου θύμισε αυτό μια διαδικασία που συνέβαινε παλιότερα, τότε που δεν παίζονταν στα ραδιόφωνα μόνο τα singles, αλλά ο κάθε παραγωγός διάλεγε το δικό του αγαπημένο».
Την ενοχλεί το πόσο δύσκολη είναι αυτή η εποχή για τους καλλιτέχνες; «Δεν μου αρέσει να γκρινιάζω, γιατί για τους νεότερους από εμένα καλλιτέχνες το ξεκίνημα είναι πλέον πραγματικός Γολγοθάς. Ολοι αναγκαζόμαστε να προσαρμοστούμε ακόμη και σε πράγματα που μπορεί να μην ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μας. Δεν κατέχω, ας πούμε, το θέμα Διαδίκτυο και social media, κι όμως προσπαθώ να  προωθήσω τα τραγούδια μου με οποιοδήποτε μέσο, αναλαμβάνοντας το όποιο κόστος και με πολλή προσωπική δουλειά. Κάνω φυσικά λάθη και αστοχίες, αλλά κι αυτά στο πρόγραμμα είναι».
Ψήφος εμπιστοσύνης σε νέους καλλιτέχνες
Επαφή με την καλλιτεχνική παραγωγή της πόλης κρατάει πάντως σε μόνιμη βάση: «Εχω ανάγκη να ξέρω τι γίνεται. Πηγαίνω σε πολλές παραστάσεις, θεατρικές και μουσικές. Δεν σε αποσπά κάτι τέτοιο από τις δικές σου δραστηριότητες, ίσα-ίσα που μπορεί να σε εμπνεύσει. Διαπιστώνεις ότι κάτι συμβαίνει και μπορείς να αφήσεις τη δημιουργικότητά σου ελεύθερη και όπου σε βγάλει». Από τα ονόματα που έχουν ξεχωρίσει τελευταία σε ποιους δίνει ψήφο εμπιστοσύνης;  «Σε αρκετούς. Αγαπάω και εκτιμώ πολύ την Παυλίνα Βουλγαράκη. Μου αρέσουν η Βιολέτα Ικαρη, ο Θοδωρής Μαυρογιώργης, η Κατερίνα Πολέμη, η ιδιοσυγκρασιακή Αγγελική Τουμπανάκη. Μου αρέσουν όσοι κουβαλούν έναν δικό τους προσωπικό κόσμο». Από τον δικό της προσωπικό κόσμο είναι πια ευχαριστημένη. «Μέχρι πριν από λίγο καιρό τρωγόμουν με τα ρούχα μου. Γκρίνιαζα ακόμη και για ασήμαντες λεπτομέρειες. Μπήκαν όμως στη ζωή μου κάποιοι άνθρωποι και μου επέστησαν την προσοχή σε αυτό το κουσούρι χωρίς να με εγκαταλείψουν και έχω ξαναβρεί χαρά και ηρεμία. Είναι ωραίο να εντοπίζεις τα ελαττώματά σου. Μόνο έτσι εξελίσσεσαι. Νιώθω τυχερή για όσα μου έχει φέρει η ζωή».