Δεν έχει περάσει ούτε ένα δίμηνο από την περίφημη «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια, και τα μαύρα σύννεφα για την Ελλάδα δείχνουν να πυκνώνουν. Δεδομένου μάλιστα του πολιτικο-οικονομικού σκηνικού που έχει διαμορφωθεί, των συνεχιζόμενων προβλημάτων του αδύναμου τραπεζικού συστήματος αλλά και των διεθνών αναταράξεων, υπάρχει κίνδυνος ενός παρατεταμένου αποκλεισμού της χώρας από τις αγορές, με απρόβλεπτες συνέπειες.

Το «μαξιλάρι» που έχει δημιουργηθεί, γύρω στα 30 δισ. ευρώ, επαρκεί για μια 2ετία, αλλά όσο η Ελλάδα δεν βγαίνει στις αγορές η αξία του ως «ασφάλειας» μειώνεται.
Οι κάτοχοι ομολόγων και οι αγορές θα αρχίσουν να αναρωτιούνται τι θα γίνει όταν τελειώσουν τα ρευστά διαθέσιμα, ιδιαίτερα αν μέρος του χρησιμοποιηθεί για σκοπούς άλλους από την αποπληρωμή χρεολυσίων, όπως για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος. Το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς ομολόγου εκτινάχθηκε στην περιοχή τού 4,5% από το χαμηλό των 3,5% που είχε βρεθεί τους προηγούμενους μήνες, το τραπεζικό σύστημα παραμένει αδύναμο με τις μετοχές των τραπεζών να χάνουν 3 δισ. ευρώ τις τελευταίες 5 εβδομάδες, ενώ οι μετοχές συνολικά στο Χρηματιστήριο σημειώνουν απώλειες από την αρχή του έτους πάνω από 8 δισ. ευρώ.

Τα δεδομένα

Το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης και η άνοδος των επιτοκίων και των αποδόσεων των ομολόγων δυσκολεύουν τα δεδομένα. Η πρόσφατη άνοδος των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων εξάλλου που εκτινάχθηκε προς την περιοχή του 3,3% κατέστησε τις μετοχές λιγότερο ελκυστικές, την ώρα που αναλυτές αναμένουν ότι οι αυξήσεις επιτοκίων θα συνεχιστούν.
Ο δομικός πληθωρισμός στην ευρωζώνη θα αυξηθεί επίσης σταδιακά τα επόμενα χρόνια, την ώρα που οι αναλυτές εκτιμούν ότι η ΕΚΤ θα αυξήσει νωρίτερα το 2019 τα επιτόκια. Με τις αποδόσεις των ομολόγων όμως στις ΗΠΑ στο 3,5%-4%, το ερώτημα είναι με τι επιτόκιο θα δανείζεται η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.

Ανησυχίες

Την ίδια στιγμή, η ιταλική κρίση έρχεται σε μια δύσκολη στιγμή, εντείνει τις ανησυχίες για την ευρύτερη περιοχή και η άνοδος των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων έχει παρασύρει και τα ελληνικά, με αποτέλεσμα το spread να είναι στα ίδια επίπεδα με αυτά που είχαμε προτού ενταχθούμε στο πρώτο Μνημόνιο. Οι εξελίξεις στη γείτονα αναμένεται να συνεχίσουν να επηρεάζουν και την Ελλάδα, καθώς έρχονται οσονούπω και οι νέες αξιολογήσεις για το ιταλικό αξιόχρεο από τους μεγάλους οίκους.

Η ευρωσκεπτικιστική ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε πριν από δύο εβδομάδες ότι στοχεύει σε έλλειμμα 2,4% του ΑΕΠ για το 2018 και το 2019, αψηφώντας τις Βρυξέλλες. Καθώς η σύγκρουση με τις Βρυξέλλες δεν αναμένεται να λυθεί σύντομα, οι κραδασμοί της κρίσης θα φθάνουν και στην Ελλάδα, η οποία παραμένει ευάλωτη στις διεθνείς αναταράξεις.

Για ορισμένους οικονομολόγους επίσης η Ελλάδα βγήκε από το 3ο Μνημόνιο χωρίς να έχει εφαρμόσει μια κρίσιμη μάζα μεταρρυθμίσεων για να βελτιώσει το επιχειρηματικό κλίμα και να προσελκύσει επενδύσεις οι οποίες είναι απαραίτητες για να «γυρίσει» η οικονομία σε διατηρήσιμους και ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Παράλληλα, το πολιτικό ρίσκο στη χώρα μας έχει αυξηθεί. Διαφαίνεται μια μακρά προεκλογική περίοδος μέχρι τις επόμενες εκλογές, και στη συνέχεια δεν είναι ξεκάθαρο αν η χώρα θα έχει ισχυρή κυβέρνηση ή θα γίνουν πολλαπλές εκλογές με αφορμή την προεδρική εκλογή του Ιανουαρίου 2020, λόγω της απλής αναλογικής που επέβαλε η παρούσα κυβέρνηση για τις μεθεπόμενες εκλογές.

Ο έλεγχος του χρέους

Για τη Fitch η κόπωση της λιτότητας, οι δημογραφικές τάσεις και η υποστήριξη λαϊκιστικών πολιτικών θα καταστήσουν ακόμη πιο δύσκολο τον έλεγχο του χρέους της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια. Δεδομένου μάλιστα ότι ο επιχειρηματικός κύκλος παγκοσμίως ωριμάζει, η επόμενη κρίση θα προκαλέσει σοβαρούς εκτροχιασμούς σε χώρες που στη δεκαετία της ανάπτυξης που προηγήθηκε δεν κατάφεραν να διορθώσουν τις ανισορροπίες στα δημόσια οικονομικά τους.

Η Ελλάδα είναι εξάλλου η χώρα με τις μεγαλύτερες περιόδους ύφεσης (επτά) από το 1980, με τη μεγαλύτερη εξ αυτών να εκτείνεται για 23 τρίμηνα που οδήγησε σε σωρευτική συρρίκνωση 31% του ΑΕΠ.

Πολλές χώρες στην ευρωζώνη δεν αξιοποιούν την οικονομική ανάπτυξη που υπάρχει σήμερα για να μειώσουν το χρέος και να προετοιμαστούν για την επόμενη ύφεση, δήλωσε ο επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) για την Ευρώπη Πόουλ Τόμσεν, υπονοώντας πάντως περισσότερο την Ιταλία. «Πρέπει να μειώσουν το χρέος στους καλούς καιρούς, ώστε να έχουν χώρο στους κακούς» ανέφερε.

Οι ζημιές της κρίσης για τις τράπεζες

Σύμφωνα με τη Moody’s, μεταξύ Δεκεμβρίου 2011 και Ιουλίου 2018 το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών μειώθηκε με ετήσιο ρυθμό 7%, απόρροια κυρίως της μεγάλης μείωσης των συνολικών πιστώσεων, η οποία αντανακλά επίσης και τα μέτρα απομόχλευσης και του υψηλού όγκου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.

Το τραπεζικό σύστημα παρουσίασε συνολικά στοιχεία ενεργητικού ύψους 301 δισ. ευρώ στις 31 Δεκεμβρίου 2017, δηλαδή μειώθηκε σε 169% του ΑΕΠ από 230% του ΑΕΠ το 2011. Το δανειακό χαρτοφυλάκιο των τραπεζών μειώθηκε κατά περίπου 19% μεταξύ του τέλους του 2012 και του Δεκεμβρίου του 2017.

Εν τω μεταξύ με απώλειες άνω των 4 δισ. ευρώ εφέτος οι τραπεζικές μετοχές βρέθηκαν στη δίνη του κυκλώνα.

Η αγορά δεν δείχνει μάλιστα να πείθεται από τη σχεδιαζόμενη στήριξη των ελληνικών τραπεζών μέσω της δημιουργίας εταιρειών ειδικού σκοπού (SPVs), όπου θα μεταφερθούν «κόκκινα» δάνεια αξίας πολλών δισ. ευρώ για να επιταχυνθεί η εκκαθάριση των ισολογισμών τους, ενώ τα ομόλογα που θα εκδίδουν (οι εταιρείες) θα μπορούν να διαπραγματεύονται σε μια δευτερογενή αγορά NPLs.

Ποιος θα βάλει τα λεφτά

Το βασικό ερώτημα είναι εάν ένα τέτοιο σχέδιο θα λάβει το πράσινο φως από την Αρχή Ανταγωνισμού της ΕΕ (DG Competition) ή αν θα απορριφθεί ως μορφή κρατικής ενίσχυσης, ενώ εξετάζεται να κινηθεί κατά τα πρότυπα ανάλογου ιταλικού σχεδίου.

Στην αγορά τα ερωτήματα αφορούν το ποιος θα βάλει τα λεφτά, αφού οι ιδιώτες δεν αντιμετωπίζουν σήμερα την Ελλάδα ως επενδυτικό προορισμό. Επίσης ερώτημα αποτελεί και το ποιος θα διοικεί το ταμείο, ποιος θα αναλάβει την αποτίμηση των δανείων και σε τι τιμή και με ποια έκπτωση θα πουληθούν. Παράλληλα πώς θα αποκλειστούν πολιτικές παρεμβάσεις από το παράθυρο και κυρίως πώς μπορεί να λυθεί το πρόβλημα αν π.χ. μέσω της λύσης αυτής οι τράπεζες με την εγγύηση των φορολογουμένων «ξεφορτωθούν» 15-20 δισ. ευρώ δάνεια την ώρα που στο σύστημα σήμερα τα «κόκκινα» δάνεια των συστημικών τραπεζών είναι συνολικά 88,6 δισ. ευρώ.

Επιπρόσθετα, ακόμη και αν επιλεγεί η λύση αυτή, θα μπορούσε πραγματικά να δουλέψει μετά από ένα-δυο χρόνια, δηλαδή μετά τις εκλογές.