Αδειες αίθουσες, γεμάτες σκηνές

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Ηθελα να δω από περιέργεια τις προάλλες πόσες ελληνικές ταινίες προβάλλονται αυτές τις ημέρες στις αθηναϊκές αίθουσες: μέτρησα επτά – δεν έχουν σημασία οι τίτλοι τους. Πόσα εισιτήρια έχουν κόψει όλες μαζί το βράδυ του περασμένου Σαββατόβραδου; Ενας καλός φίλος, ιδιοκτήτης μιας από τις πιο παλιές αθηναϊκές αίθουσες, μου είπε ότι αν έχουν κόψει, στην τελευταία προβολή, 300 εισιτήρια «μιλάμε για θαύμα». Μου φάνηκαν λίγα. Αλλά δύσκολα μπορώ να φανταστώ ότι θα έκοψαν και τα διπλά. Στην πορεία τους στις αίθουσες θα μου έκανε μεγάλη εντύπωση αν μάθαινα πως έφτασαν συνολικά τα 3.000 εισιτήρια. Και το τρομερό είναι πως δεν μιλάμε για κάτι παράξενο: πολύ δύσκολα κάθε χρόνο συναντάς τρεις ελληνικές ταινίες, καλές ή κακές, που να έχουν κόψει πάνω από 25.000 εισιτήρια η καθεμία. Είτε έχουν γυριστεί με στόχο να κόψουν εισιτήρια είτε προβάλλονται για τα «μπράβο» της κριτικής, τις παρακολουθούν λίγοι – ολοένα και λιγότεροι. Είναι παράδοξο αν σκεφθείς ότι εφέτος όλος ο πλανήτης συζήτησε για έναν έλληνα κινηματογραφικό σκηνοθέτη: τον Γιώργο Λάνθιμο.
Στην ίδια πόλη, στην Αθήνα, οι περισσότερες θεατρικές παραστάσεις της τρέχουσας σεζόν γνώρισαν τρομερή επιτυχία. Σε μια σειρά από θέατρα για να βρεις εισιτήριο χρειαζόσουν μέσο, είτε το έργο που ανέβαινε ήταν κλασικό είτε καινούργιο είτε δύσκολο. Στο Θέατρο Αθηνών, όπου για δεύτερη χρονιά παρουσιαζόταν ο «Φάρος» (σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη), δεν έπεφτε καρφίτσα. Στο Θέατρο Τζένη Καρέζη πέρασε η μισή Αθήνα για να δει, Δευτέρα ή Τρίτη, το «Στέλλα κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη. Με το «Art», που ανέβασε ο Θοδωρής Αθερίδης, διασκέδασε και προβληματίστηκε πολύς κόσμος. Χαμός έγινε και στις γιγάντιες παραγωγές του θεάτρου Παλλάς, αλλά και στις λιτές παραστάσεις του Θεάτρου του Νέου Κόσμου: ο «Αρίστος» π.χ. ήταν sold out πάρα πολλά βράδια. Στο θέατρο μοιάζει ξαφνικά να υπάρχει κόσμος για κάθε παράσταση: η αναβίωση των επιτυχιών της Φίνος Φιλμ («Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες», «Μαριχουάνα, stop!» ή το περυσινό «Γοργόνες και μάγκες» κ.τ.λ.) αποδείχθηκε μια, εμπορικά τουλάχιστον, έξυπνη επιλογή – οι σκηνοθέτες αντιμετώπισαν με προσοχή τις γνωστές σε όλους (και) από την τηλεόραση κωμωδίες. Την ίδια στιγμή χιλιάδες θεατές έτρεξαν να δουν τη Μαρία Ναυπλιώτου ως Μαρία Κάλλας στο «Mater Class» και άλλοι τόσοι γέμισαν θέατρα και για να χαρούν τη νέα προσέγγιση του Αρη Μπινιάρη σε θεατρικά έργα γνωστά (όπως το «Ξύπνα Βασίλη»), αλλά και για να χειροκροτήσουν τον Δημήτρη Μαυρίκιο που ξαναδιάβασε τον αγαπημένο του Λουίτζι Πιραντέλο. Στα θέατρα υπάρχουν παραστάσεις που πιστεύεις πως δεν θα κατεβούν ποτέ και θα βρίσκουν πάντα κοινό – το «Πέτρες στις τσέπες τους» (με τον Μάκη Παπαδημητρίου και τον Γιώργο Χρυσοστόμου) ή οι «Ηρωες» (με τους Γιάννη Φέρτη, Δημήτρη Πιατά και Ιεροκλή Μιχαηλίδη) αποτελούν χαρακτηριστικές περιπτώσεις. Στα σινεμά, αντιθέτως, για την ελληνική ταινία δεν υπάρχει ενδιαφέρον και ας χρησιμοποιούν οι σκηνοθέτες ως πρωταγωνιστές τους καλούς θεατρικούς ηθοποιούς μας: αν οι μισοί από όσους είδαν τον Γιάννη Στάνκογλου στον «Γιούγκερμαν» πήγαιναν στο σινεμά για να τον δουν στο «Τhe Waiter», η ταινία εισπρακτικά θα έσκιζε. Αλλά δυσκολεύομαι να το φανταστώ κι ας είναι μια ταινία καλούτσικη.
Τι συμβαίνει; Δεν μπορώ παρά να έχω κάποιες υποψίες και καμία βεβαιότητα. Η πιο μεγάλη μου υποψία είναι ότι στο θέατρο ο κόσμος νιώθει ότι οι παραστάσεις γίνονται για αυτόν, ενώ στο σινεμά αυτό δεν το αισθάνεται. Οι εφετινές θεατρικές επιτυχίες έχουν ένα κοινό: πρόκειται για έργα που απευθύνονται σε κάποιο κοινό – δεν απευθύνονται όλες στο ίδιο κοινό, αλλά κάποιο κοινό αναζητούν. Ακόμα και όσες δεν εντυπωσίασαν με την καλλιτεχνική αρτιότητά τους (γιατί ο σκηνοθέτης πρόδωσε το κείμενο ή γιατί οι ηθοποιοί δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες) σου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι έγιναν για εσένα – διέκρινες την πρόθεση όσων επέλεξαν το έργο να σε γοητεύσουν, να σε προβληματίσουν ή απλώς να σε κάνουν να γελάσεις ή να κλάψεις. Οι πιο πολλές ήταν παραστάσεις ξεκάθαρων προθέσεων: προτάσεις για μια βραδινή έξοδο, για μια γλυκιά βραδιά. Κάποιες ήταν κραυγαλέα φτιαγμένες για να αρέσουν – αλλά πού είναι το κακό; Ο δημιουργός δικαιούται να μη σκέφτεται τα εύκολα «θέλω» του θεατή – αλλά δεν θα τον μαστιγώσουμε κι αν τον σκέφτεται και λίγο. Αντίθετα, στο ελληνικό σινεμά το να σκέφτεσαι τον θεατή μοιάζει να έχει γίνει ποινικό αδίκημα.
Μετά τον ερχομό της ιδιωτικής τηλεόρασης είχαμε για περίπου μία δεκαπενταετία και μια μεγάλη επιστροφή του κοινού στις αίθουσες για να χαρεί ελληνικές ταινίες. Η δεκαετία 2000-2010 είναι γεμάτη από πολλά τηλεοπτικά σουξέ που απλώς μεταπήδησαν στο σινεμά βρίσκοντας αίθουσες προβολής στα Village. Υπήρξαν σεξοκωμωδίες που βασισμένες σε μια ελεγχόμενη χυδαιότητα έκαναν πλούσιους τους παραγωγούς τους, τους σκηνοθέτες και τους σεναριογράφους τους. Φτηνοδουλειές γεμάτες από αστεία των καψιμί έκοψαν χιλιάδες εισιτήρια. Αλλοι δημιουργοί, πιο αρτίστες και πιο έξυπνοι, πακετάρισαν τη νοσταλγία και την πρόσφεραν σε γενναίες δόσεις: το κοινό που λατρεύει να θυμάται τα παιδικά του χρόνια έσπευσε στις αίθουσες. Μετά ήρθε η κρίση και όλα αυτά σταμάτησαν, αλλά το ελληνικό σινεμά έχει χάσει στο μεταξύ την τέχνη τού να διηγείται μικρές μοντέρνες ιστορίες οι οποίες αγγίζουν τους θεατές γιατί αυτοί βλέπουν σε αυτές κάτι δικό τους. Χάθηκαν από τις αίθουσες οι οικείες εικόνες, οι φωτογραφίες της στιγμής, οι ιστορίες που σε κάνουν να θες να μάθεις κάθε λεπτομέρεια για τους εμπλεκόμενους πρωταγωνιστές τους. Χάθηκαν τα γλυκά μελό, οι ερωτικές ιστορίες, οι περιπέτειες που βασίζονται σε πάθη, τα δράματα τα βασισμένα σε αληθινά περιστατικά. Εχουμε γεμίσει ξανά από σκηνοθέτες που επιθυμούν να μας πείσουν για την ικανότητά τους να βλέπουν τον κόσμο με τρόπο πολύ ιδιαίτερο. Αλλά αυτή η παράξενη επίδειξη των προσωπικών τους βλεμμάτων δεν είναι γοητευτική. Σχεδόν όλοι όσοι κάνουν σινεμά στην Ελλάδα πιστεύουν πως υπάρχει ένας θεατής που τους ψάχνει. Δεν είναι έτσι. Ο θεατής δεν σε ψάχνει. Θέλει να τον φλερτάρεις. Αν δεν το κάνεις, απομακρύνεται.
Δεν μας λείπουν οι περίφημες εμπορικές παραγωγές, δηλαδή τα, σε συσκευασία σινεμά, ιλαροτραγικά σίριαλ. Μας λείπουν οι δικές μας ιστορίες. Οι ήρωες του Σταύρου Τσιώλη στο «Ας περιμένουν οι γυναίκες». Ο Ηλίας που πληρώνεται για το γκρέμισμα του σκυλάδικου. Ο Καφετζόπουλος στην «Ακαδημία Πλάτωνος» και οι τυχοδιώκτες του «Βαλκανιζατέr». Οι φαντάροι του Περάκη που λούφαραν, ο ηδονοβλεψίας του «Μ’ αγαπάς» κι εκείνος ο τρομερός πιτσιρίκος που ο Τσεμπερόπουλος είχε βρει στην «Πίσω πόρτα». Μας λείπει το ελληνικό σινεμά. Και πάμε θέατρο…

