Εχοντας στο πλευρό του τον ρώσο υπουργό Αμυνας Σεργκέι Σοϊγκού αλλά και κινέζους αξιωματούχους, ο Βλαντιμίρ Πούτιν επιθεώρησε την εξέλιξη των κολοσσιαίων στρατιωτικών ασκήσεων που διοργανώνουν από κοινού αυτές τις μέρες Μόσχα και Πεκίνο στην Ανατολική Σιβηρία και στη ρωσική Απω Ανατολή, με την κωδική ονομασία «Vostok 2018», οι οποίες ολοκληρώνονται αύριο.
Ο αριθμός των στρατιωτών ξεπερνά τις 300.000, πάνω από 36.000 μηχανοκίνητα μέσα, 1.000 πολεμικά αεροσκάφη και 900 άρματα έχουν κάνει την περιοχή να θυμίζει πεδίο πραγματικής μάχης, ενώ λέγεται ότι δοκιμάζονται όλα τα σύγχρονα όπλα που διαθέτει η Ρωσία: από πυραύλους εδάφους-εδάφους Ισκαντέρ μέχρι μαχητικά Su-34 και Su-35.
Δεν είναι μόνο η αριθμητική υπεροχή αυτών των εντυπωσιακών σχηματισμών – πρόκειται για τα μεγαλύτερα στρατιωτικά γυμνάσια από την εποχή της Σοβιετικής Ενωσης – που εύλογα προκαλούν δέος. Είναι το γεγονός ότι για πρώτη φορά στα χρονικά δύο αλλοτινοί εχθροί της περιοχής, η Ρωσία και η Κίνα, εμβαθύνουν τις δυνάμεις τους ακόμα περισσότερο στον τομέα της άμυνας, δημιουργώντας φόβους σε Ηνωμένες Πολιτείες και ΝΑΤΟ.
Σε Ευρώπη και Αμερική, έμπειροι αναλυτές αναφέρουν πως οι εν λόγω στρατιωτικοί ελιγμοί μεταξύ των δύο αναδυόμενων υπερδυνάμεων δεν είναι άλλο από την προετοιμασία ενός μελλοντικού πολέμου, ο οποίος είτε θα αφορά περιφερειακές συρράξεις είτε θα είναι παγκόσμιος, με εχθρό την Ουάσιγκτον και τους δυτικούς συμμάχους της.
Επισήμως η Μόσχα αρνείται το σενάριο ενός πιθανού πολέμου ευρείας κλίμακας, όμως τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια έρχονται σε μια χρονική συγκυρία που η ένταση με τον «κοινό αντίπαλο» κλιμακώνεται. Η Ουάσιγκτον εντείνει τις κυρώσεις προς τη Μόσχα και επιβάλλει εμπορικούς δασμούς στο Πεκίνο.
Η υπό διαμόρφωση σχέση Μόσχας – Πεκίνου προσεγγίζεται σήμερα από στρατιωτικούς και πολιτικούς αναλυτές ως ένας στρατηγικός – πρωτίστως οικονομικός – συνεταιρισμός που μελλοντικά θα αποτελέσει ένα αντίπαλο δέος στη Δύση και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα τελευταία χρόνια το διμερές εμπόριο εκτοξεύθηκε, οι επενδύσεις στην ενέργεια και σε έργα υποδομής διευρύνθηκαν (βλ. το κινεζικό σχέδιο για τον νέο Δρόμο του Μεταξιού ή την κατασκευή του αγωγού μεταφοράς φυσικού αερίου «Δύναμη της Σιβηρίας»), ενώ έγιναν συμφωνίες για το Διάστημα και συνεργασίες σε νέα πολυεθνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων Υποδομών.
Καθώς η Ρωσία παραμένει η κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη στην Κεντρική Ασία και το Πεκίνο αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στις οικονομικές δραστηριότητες, η εμπέδωση αυτής της συμμαχίας παρέχει τη βάση για την κοινή διαχείριση των απειλών της περιοχής και την περαιτέρω συνεργασία σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο.
Tα γυμνάσια «Vostok 2018» διεξάγονται το ίδιο ακριβώς χρονικό διάστημα που λαμβάνει χώρα το 4ο Ανατολικό Οικονομικό Φόρουμ στο Βλαδιβοστόκ, με τη συμμετοχή Κίνας, Ρωσίας, Ιαπωνίας σε σύνολο 60 αντιπροσωπειών, το οποίο έχει καθιερωθεί από τη ρωσική κυβέρνηση από το 2015 και φιλοδοξεί να γίνει ένα «Νταβός της Ανατολής» στη μεγάλη περιοχή της Ασίας και του
Ειρηνικού.
Η χρονική συγκυρία δεν είναι τυχαία, αναφέρουν παρατηρητές που τονίζουν ότι οι ασκήσεις έρχονται να στείλουν μήνυμα πως όλα τα υπό εξέλιξη και υπό επεξεργασία έργα μεταξύ των δύο γιγάντων μπορούν να υποστηριχθούν στρατιωτικά, να παράσχουν ένα ασφαλές περιβάλλον ώστε να προχωρήσει απρόσκοπτα η αμοιβαία επωφελής συνεργασία, να επιτευχθούν όλοι οι κοινοί αναπτυξιακοί στόχοι.
«Τόσο το Πεκίνο όσο και η Μόσχα επιχειρούν να αποδείξουν ότι ο εμπορικός πόλεμος και οι κυρώσεις θα τους ωθήσουν στην ανάπτυξη νέων συμμαχιών. Εφόσον η επικρατούσα κοσμοθεωρία τους διαμορφώνεται από μια εχθρότητα προς μια διεθνή τάξη υπό την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, η συνεργασία σε όλα τα επίπεδα μεταξύ Μόσχας και Πεκίνου πιθανόν θα είναι πιο έντονη απ’ ό,τι ο ανταγωνισμός μεταξύ τους» αναφέρει στους «Financial Times» η Φλόρενς Καχίλ, πολιτική αναλύτρια της συμβουλευτικής εταιρείας GPW με έδρα το Λονδίνο.

Συμμαχία σε μια ευάλωτη γειτονιά

Η ασφάλεια της Κεντρικής Ασίας είναι πρωταρχικής σημασίας τόσο για τη Ρωσία όσο και για την Κίνα, με δεδομένο ότι πρόκειται για μια γεωγραφική ζώνη που κατά τη μετασοβιετική εποχή έχει βιώσει σημαντικές αναταραχές: έναν εμφύλιο στο Τατζικιστάν, δύο επαναστάσεις στην Κιργιζία, βίαιες διαδηλώσεις στο Καζακστάν.
Η περιοχή είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στον ισλαμικό εξτρεμισμό. Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές του 2000 το Ισλαμικό Κίνημα του Ουζμπεκιστάν διεξήγαγε επιθέσεις σε ολόκληρη την Κεντρική Ασία και πιστεύεται ότι χιλιάδες μαχητές από την περιοχή εντάχθηκαν στους κόλπους του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία. Αλλοι πολίτες από τις χώρες αυτές έχουν επανειλημμένα οργανώσει τρομοκρατικά χτυπήματα στο εξωτερικό σε μέρη όπως η Αγία Πετρούπολη, η Στοκχόλμη, η Κωνσταντινούπολη και η Νέα Υόρκη.
Η Κίνα, η οποία έχει συμμετάσχει και σε άλλους στρατιωτικούς ελιγμούς με τη Ρωσία πέραν των σημερινών, έχει αναγάγει τη σταθερότητα της Κεντρικής Ασίας σε ζήτημα υψίστης εθνικής ασφάλειας. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα διεξάγει ολοένα και περισσότερες στρατιωτικές και αντιτρομοκρατικές ασκήσεις και με άλλα γειτονικά κράτη. Στην περιοχή εξάλλου ζουν σημαντικές κοινότητες Ουιγούρων που θεωρούνται από το Πεκίνο μία από τις σημαντικότερες απειλές, εξ ου και η χρηματοδότηση για την κατασκευή σημείων ελέγχου σε σύνορα των εκεί χωρών.

Σχέσεις από χίλια κύματα

Για δεκαετίες η Κίνα θεωρούνταν από τη Ρωσία ως μία από τις μεγαλύτερες απειλές, και τα ρωσικά γυμνάσια είχαν κάποτε ως πρωταρχικό στόχο την προετοιμασία του Κόκκινου Στρατού για μια πιθανή κινεζική επίθεση. Τα 4.200 χιλιόμετρα στα σύνορά τους άλλωστε αποτελούσαν πηγή τριβών, γεννούσαν ουκ ολίγες φορές μεθοριακές συρράξεις.
Η Μόσχα είχε καταγγείλει συστηματικό εποικισμό αραιοκατοικημένων ρωσικών εδαφών από τους Κινέζους ενώ το Πεκίνο προς τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ήγειρε εδαφικά ζητήματα προς τη Σοβιετική Ενωση, επικαλούμενη τις άνισες συνθήκες της τσαρικής Ρωσίας, δηλαδή τα χιλιάδες τετραγωνικά μίλια της κινεζικής επικράτειας που είχαν προσαρτήσει οι Ρώσοι, στη δυναστεία των Τσινγκ κατά τον 17ο και 18ο αιώνα.
Τον Μάρτιο του 1969 ξέσπασαν σοβαρές μεθοριακές μάχες μεταξύ Κίνας και Σοβιετικής Ενωσης, που άφησαν πίσω τους δεκάδες νεκρούς και οδήγησαν σε συγκέντρωση ισχυρών σοβιετικών δυνάμεων στα σύνορα. Με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης οι σχέσεις των δύο χωρών άρχισαν να ομαλοποιούνται.
Η καχυποψία και ο ανταγωνισμός έδωσαν σταδιακά τη θέση τους στην ειρηνική συνύπαρξη ενώ κατάφεραν να λύσουν το 2008 οριστικά το ζήτημα των συνόρων, το οποίο αποτελούσε τη μεγαλύτερη εστία συγκρούσεων, εξαιρετικά σπάνιο επίτευγμα για δύο μεγάλες χώρες. Μέσω των σημερινών στρατιωτικών ασκήσεων οι δύο αυτοί γίγαντες προτάσσουν τη συνεργασία και ταυτόχρονα τον αμοιβαίο σεβασμό της εθνικής κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας.