Πόσο γνώριζε ο Γκούσταβ Κλιμτ το έργο του Ανρί Ματίς ή του Ογκίστ Ροντέν, πόσο είχε επηρεαστεί από τους πίνακες του Τζέιμς Γουίσλερ; Εχει λίγο καθιερωθεί η ευγενής παρεξήγηση ότι επρόκειτο για έναν ιδιοφυή καλλιτέχνη, έναν ζωγράφο που ανέτρεχε εντός του για να βγάλει στην επιφάνεια ένα εντυπωσιακό δημιουργικό απόθεμα, ο οποίος από τη μια θεωρήθηκε κομβική φιγούρα του βιεννέζικου μοντερνισμού, της «τοπικής» αρ νουβό που ονομάστηκε Ζετσεσιονισμός, από την άλλη ήδη από τότε είχε υποτιμηθεί και ως ένας επιφανειακός «διακοσμητής», ιδιαίτερα από τους δυτικοευρωπαίους κριτικούς και ιστορικούς τέχνης, ακόμα και ως τα τέλη του 20ού αιώνα, όταν δηλαδή τα πλήθη ήδη συνέρρεαν για να δουν εκθέσεις με έργα του. Ενας από τους λόγους αυτής της αντιμετώπισης ήταν ότι ο ίδιος δεν είχε ιδιαίτερη επαφή με τη δυτικοευρωπαϊκή πρωτοπορία της εποχής του και ούτε είχε επηρεάσει με τη σειρά του τις καλλιτεχνικές εξελίξεις στο Παρίσι. Η έκθεση με τίτλο «Klimt. Inspired by Van Gogh, Rodin, Matisse…» στο Lower Belvedere της Βιέννης, στο πρώην παλάτι δηλαδή όπου παρουσιάζονται οι περιοδικές εκθέσεις του Μουσείου Belvedere, αποπειράται να αναδείξει τους δημιουργικούς δεσμούς του με τους πρωτοπόρους ομοτέχνους της εποχής του. Περίπου ενενήντα πίνακες και σχέδια αλλά και γλυπτά, έργα φιλοτεχνηµένα από τον Γκούσταβ Κλιμτ και τους σύγχρονούς του παρουσιάζονται για να αναδείξουν πώς ο αυστριακός ζωγράφος βρισκόταν σε διάλογο με το έργο καλλιτεχνών όπως οι Εντουάρ Μανέ, Ζορζ Σερά, Τζέιμς Γουίσλερ, Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ, Ομπρεϊ Μπίρντσλεϊ, Εντβαρντ Μουνκ, Χανς Μάκαρτ, Ανρι ντε Τουλούζ-Λοτρέκ και βεβαίως οι Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Ογκίστ Ροντέν και Ανρί Ματίς του τίτλου. Μάλιστα, τα έργα συχνά αντιπαραβάλλονται για να επιδείξουν πώς αφομοίωσε ο Κλιμτ τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα της εποχής του και κράτησε μόνο τα στοιχεία εκείνα που εξυπηρετούσαν τους δημιουργικούς του στόχους προκειμένου να αναπτύξει το δικό του ιδίωμα. Αυτή η σύγκριση προσφέρει μια νέα εμπειρία ως προς την καλλιτεχνική του εξέλιξη και είναι συχνά εντυπωσιακή. Οπως για παράδειγμα στην περίπτωση του πορτρέτου του Tζον Σίνγκερ Σάρτζεντ «Study of Mme Gautreau» (π. 1884) που αντιπαραβάλλεται µε τη µαυροντυµένη γυναίκα στον πίνακα «Portrait of a Lady» (π. 1894) του Κλιµτ ή στον καμβά του Ανρί Ματίς «The Girl with Green Eyes» (1908) που θυμίζει την προσωπογραφία «Johanna Staude» (1917-18) του αυστριακού ζωγράφου, αλλά και τα έργα του εικονογράφου Ομπρεϊ Μπίρντσλεϊ, όπως το διάσημο «The Climax» από την τραγωδία «Σαλώμη» του Οσκαρ Ουάιλντ, που χρονολογούνται το 1893 και θυμίζουν πολύ έντονα τις Νύμφες στον πίνακα «Water Nymphs (Silverfish)» (π. 1899). Η δε επιρροή του Βαν Γκογκ είναι εμφανής σε τοπιογραφίες όπως το «Avenue of Schloss Kammer Park» (1912) του Κλιμτ.

«Johanna Staude» (1917/18), του Γκούσταβ Κλιμτ.
© Belvedere, Wien, Foto Johannes Stoll

Πρόκειται για μια έκθεση που διοργανώνεται με αφορμή την επέτειο των 300 χρόνων από τη δημιουργία του Μουσείου Belvedere, το οποίο ειδικεύεται τρόπον τινά στην τέχνη του Κλιμτ και του βιεννέζικου μοντερνισμού, σε συνεργασία με το Μουσείο Van Gogh στο Αμστερνταμ, που με τη σειρά του είναι ένας κορυφαίος θεσμός όσον αφορά τον τομέα του δυτικοευρωπαϊκού μοντερνισμού (και γιορτάζει επίσης τα πενήντα χρόνια από την ίδρυση του μουσείου στην ολλανδική πρωτεύουσα). Είναι μια έκθεση στο πνεύμα προηγούμενων πρότζεκτ με στόχο τη σύνδεση πόλεων-καλλιτεχνικών κέντρων ή και προσωπικοτήτων, όπως η «Βιέννη – Παρίσι: Βαν Γκογκ, Σεζάν και οι μοντερνιστές της Αυστρίας, 1880-1960» και «Βιέννη – Βερολίνο: Η τέχνη δύο πόλεων», που διοργανώθηκαν στο Belvedere το 2007 και 2014 αντίστοιχα, και η «Μουνκ – Βαν Γκογκ» στα Μουσεία Μουνκ και Βαν Γκογκ σε Οσλο και Αμστερνταμ αντίστοιχα, το 2015. Την έχει επιμεληθεί ο Μάρκους Φέλινγκερ από την πλευρά του Belvedere και οι Εντουιν Μπέκερ και Ρένσκε Σουάιβερ από το Μουσείο Van Gogh στο Αμστερνταμ. Τα δε έργα προέρχονται και από άλλα μουσεία του εξωτερικού αλλά και από ιδιωτικές συλλογές. Μια επιπλέον ιδιαιτερότητα της έκθεσης είναι ότι σε αυτή παρουσιάζονται έργα που συνήθως δεν εκτίθενται εξαιτίας της εύθραυστης κατάστασής τους ή που δεν έχουν βρεθεί στη Βιέννη για δεκαετίες. Αξιομνημόνευτο παράδειγμα το έργο «Water Serpents II» που ανήκει σε ιδιωτική συλλογή και η τελευταία φορά που εθεάθη στην Αυστρία ήταν τη δεκαετία του ’60.

Γενική άποψη της έκθεσης στο Belvedere της Βιέννης.
©Belvedere, Wien, Foto Johannes Stoll

Μια νέα έρευνα

Θα περίμενε κανείς ότι η δημιουργική συνδιαλλαγή του Κλιμτ με την πρωτοπορία της εποχής του θα ήταν ένα γνωστό, διασαφηνισμένο ζήτημα. Οπως θα πει στο BHΜΑgazino ο επιμελητής Μάρκους Φέλινγκερ: «Ο Κλιμτ επηρεάστηκε από όλα τα είδη τέχνης. Εχουν ήδη γίνει εκθέσεις και δημοσιεύσεις σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους αντιλήφθηκε την τέχνη της αρχαιότητας αλλά και την ασιατική τέχνη, ενώ έχει γίνει συχνά αναφορά στο ενδιαφέρον του για τα βυζαντινά μωσαϊκά, τη μεσαιωνική τέχνη και τους πίνακες των Old Masters. Οι επιρροές από τους σύγχρονους μοντέρνους καλλιτέχνες έχουν επίσης συχνά επισημανθεί από τους ιστορικούς τέχνης, ειδικά τους συγγραφείς του αναλυτικού καταλόγου του έργου του. Ωστόσο, αυτή η συγκεκριμένη πτυχή δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά.

«The Girl with Green Eyes» (1908), του Ανρί Ματίς.
© Ben Blackell/ Succession H. Matisse Bildrecht_

Για πολύ καιρό ο Κλιμτ και ο βιεννέζικος μοντερνισμός αντιμετωπίζονταν ως ένα ιδιαίτερο φαινόμενο, το οποίο συνδέθηκε μόνο χαλαρά με τις εξελίξεις του κλασικού μοντερνισμού στο Παρίσι και στη Δυτική Ευρώπη. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι η τέχνη του Κλιμτ δεν άσκησε ιδιαίτερη επιρροή στους δυτικοευρωπαίους συναδέλφους του, όμως από την άλλη ο ίδιος προσπάθησε να πάρει όσο περισσότερες πληροφορίες για τη δουλειά τους, ενώ κατανοούσε βαθιά τη δημιουργικότητά τους». Διότι το επιστημονικό υπόβαθρο της έκθεσης βασίζεται σε ένα εκτενές ερευνητικό πρόγραμμα, το οποίο ξεκίνησε το 2015 από το Belvedere και το Μουσείο Van Gogh και περιλάμβανε το «ξεσκόνισμα» αρχείων, βιβλιοθηκών και προσωπικών μηνυμάτων για να διερευνήσει το ερώτημα ποια έργα θα μπορούσε να είχε δει ο Κλιμτ είτε σε εκθέσεις είτε σε συλλογές στη Βιέννη είτε στα ταξίδια του στο Μόναχο, στη Βενετία ή στο Παρίσι ή χάρη σε δημοσιευμένες αναπαραγωγές τους.

«Avenue in the Park of Schloss Kammer» (1912), του Γκούσταβ Κλιμτ.
©Belvedere, Wien, Foto Johannes Stoll

Εγινε διεξοδική έρευνα σε αρχεία του Secession, του κτιρίου στη Βιέννη όπου φιλοξενούνταν εκθέσεις του κινήματος των Ζετσεσιονιστών, ή της Galerie Miethke στην πόλη, η οποία ανήκε στον Ζετσεσιονιστή και φίλο του Κλιμτ, Καρλ Μολ, και αμφότερα παρουσίαζαν ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών. Ερευνήθηκαν επίσης λιγότερο γνωστά ινστιτούτα και χώροι τέχνης, αλλά και αυστριακές ιδιωτικές συλλογές, όπως εκείνη του συλλέκτη Καρλ Ράινινγκχαους. Οπως θα πει στο BHΜΑgazino ο Φέλινγκερ: «Οπως αποκάλυψε η προπαρασκευαστική έρευνα για την έκθεση, πριν από την ίδρυση της Secession η διεθνής μοντέρνα τέχνη ήταν, με λίγες εξαιρέσεις, άγνωστη στη Βιέννη. Σε μια εποχή που η πρόσβαση σε εικόνες είναι άμεση χάρη στο Διαδίκτυο, τα βιβλία και τα περιοδικά, είναι δύσκολο να φανταστούμε τις ημέρες της νιότης του Κλιμτ, όταν καλλιτέχνες όπως οι ιμπρεσιονιστές ήταν γνωστοί μόνο μέσα από φήμες, από μια σειρά έργων που ήταν μη αντιπροσωπευτικά τους και από ασπρόμαυρες αναπαραγωγές τους.

«Orchard in blossom» (1889), του Βαν Γκογκ.                                                                                                                                                                                                                ©VAN GOGH MUSEUM AMSTERDAM


«Field with Irises near Aries» (1888), έργο του Βαν Γκογκ.
©VAN GOGH MUSUM AMSTERDAM

Το γεγονός ότι η δυτικοευρωπαϊκή τέχνη ήταν ένα σπάνιο θέαμα στη Βιέννη μέχρι τα τέλη του 1890 ήταν ιδιαίτερα περιοριστικό για τον Κλιμτ, γιατί ταξίδευε σπάνια στο εξωτερικό. Το 1905 πήγε στο Βερολίνο, το 1906 στο Λονδίνο και στις Βρυξέλλες και το 1909 ταξίδεψε στο Παρίσι». Γενικά ο Κλιμτ χρησιμοποιούσε στο έργο του την εκάστοτε νέα επιρροή που πρωτοσυναντούσε, αλλά βέβαια η δημιουργική διαδικασία ήταν πολύ πιο περίπλοκη. «Για παράδειγμα, ανταποκρίθηκε άμεσα στον πουαντιγισμό όταν είδε σχετικά έργα πρώτη φορά το 1899 και το 1900 και προσάρμοσε ανάλογα το στυλ του. Aπό την άλλη, γνώριζε πολύ το έργο του Βαν Γκογκ, του Γκογκέν και του Σεζάν περίπου από το 1905-07 και μετά, όμως εξακολουθούσε να καλλιεργεί το δικό του, εντελώς διαφορετικό, στυλ της «Χρυσής Περιόδου». Η σαφής στροφή του σε αυτά τα δυτικοευρωπαϊκά μοντέλα τέχνης έγινε μετά το 1909. Μπορούμε να πούμε ότι είχε πολύ περιορισμένες γνώσεις για τη δυτική, πρωτοποριακή ευρωπαϊκή τέχνη μέχρι το 1898, αλλά στη συνέχεια ήρθε σε επαφή με πολλά διαφορετικά πράγματα μέσα σε λίγα χρόνια, όπως με τον συμβολισμό, τον ιμπρεσιονισμό, τον νεο-ιμπρεσιονισμό, διαφορετικά είδη αρ νουβό, τους Ναμπί, και όλα αυτά τα στυλ είχαν άμεσο αντίκτυπο στη δουλειά του. Από το 1909 και μετά πολύ συνειδητά στράφηκε προς πιο εκφραστικά στυλ όπως ο μετα-ιμπρεσιονισμός (Βαν Γκογκ, Γκογκέν, Σεζάν) και τον φωβισμό (Ματίς, Ντερέν, Bαν Ντόνγκεν κ.ά.)».

«Study of Mme Gautreau» (π. 1884), του Τζον Σίνγκερ Σάρτζεντ.
©Tate London

«Portrait of a Lady» (π.1894) του Γκούσταβ Κλιμτ
©Belvedere, Wien, Foto Johannes Stoll

Τελικά, αυτό που εντυπωσίασε περισσότερο όσους συμμετείχαν στην έρευνα ήταν ότι ανακαλύψαν την επιρροή που είχε στην ανάπτυξη του ιδιώματός του το έργο της σκωτσέζας καλλιτέχνιδας Μάργκαρετ Μακ Ντόναλντ Μάκιντος (1864-1933), εκπροσώπου του «Στυλ της Γλασκώβης» και συζύγου του «πρεσβευτή» του είδους Τσαρλς Ρένι Μάκιντος, συγκεκριμένα όσον αφορά τη «Χρυσή Περίοδο» του Κλιμτ. «Οι μεγάλες ζωφόροι της ίδιας και του συζύγου της, που βρίσκονται σήμερα στην Πινακοθήκη και Μουσείο Κέλβινγκροουβ στη Γλασκώβη, ήταν τα άμεσα πρότυπα για τη «Ζωφόρο Μπετόβεν» του Κλιμτ στη Βιέννη, που σχεδιάστηκε σε λιγότερο από έναν χρόνο από όταν πρωτοείδε τα έργα της σε έκθεση στο Secession της Βιέννης. Επίσης οι διαστημικές και διαχρονικές αρ νουβό φιγούρες της άσκησαν καθοριστική επιρροή σε πολλά από τα διάσημα έργα του Κλιμτ, όπως τα «Water Serpents II» ή το «Hope I»».

INFO

«Klimt: Inspired by Van Gogh, Rodin, Matisse»: Lower Belvedere, Βιέννη, έως τις 29 Μαΐου.