Είναι μια σειρά διαφορετικών ταχυτήτων. Αναμετρώνται ο 1ος της Δύσης με τον 8ο της Ανατολής. Μια «Σταχτοπούτα» των τελικών με μια ομάδα που έχει κερδίσει τρία τρόπαια. Ενας 28χρονος αστέρας της νέας γενιάς με έναν μπαρουτοκαπνισμένο βετεράνο τέτοιων αγώνων. Δυο πενηντάρηδες προπονητές, ο ένας δις πρωταθλητής, ο άλλος άκαπνος σε αυτό το επίπεδο. Η εφετινή σύγκρουση για τον τίτλο του ΝΒΑ μεταξύ των Ντένβερ Νάγκετς και των Μαϊάμι Χιτ δεν διακρίνεται ομολογουμένως από τη λάμψη παρελθόντων ετών, δεν έχει εκ πρώτης όψεως την απήχηση που θα της έδινε η παρουσία του Λεμπρόν Τζέιμς, του Στέφεν Κάρι ή του Γιάννη Αντετοκούνμπο, διαθέτει όμως αναμφίβολα θελκτικά μπασκετικά χαρακτηριστικά και ένα σαγηνευτικό αθλητικό στόρι. Από τη μια το απόλυτο φαβορί Ντένβερ του 28χρονου Νίκολα Γιόκιτς που έφτασε ως εδώ επιδεικνύοντας άνετη υπεροχή στη Δύση, από την άλλη το τέλειο αουτσάιντερ Μαϊάμι του 33χρονου Τζίμι Μπάτλερ που ξεκίνησε από τον πυθμένα της Ανατολής αποκλείοντας κατά σειρά με μειονέκτημα έδρας (και περίσσευμα καρδιάς) Μιλγουόκι Μπακς, Νιου Γιορκ Νικς και Μπόστον Σέλτικς. Στη θεωρία οι τελικοί δεν είναι αμφίρροποι. Στην πράξη κανείς δεν τολμά να αποκλείσει τίποτα. Γιατί στο ΝΒΑ ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει το τελικό αποτέλεσμα.

Ο προπονητής των Χιτ, Έρικ Σπόλστρα, πρωταθλητής με το Μαϊάμι το 2012 και το 2013.
©David Butler II/USA TODAY Sports

Τζόκερ Vs Big Face

Οι Νάγκετς του Μάικλ Μαλόουν δεν είναι μια παραδοσιακή δύναμη του αμερικανικού πρωταθλήματος καλαθοσφαίρισης. Με βάση τους την πρωτεύουσα του Κολοράντο στα Βραχώδη Ορη, είναι πιο γνωστοί για το γεγονός ότι το υψόμετρο της «Mile High City», χτισμένης στα 1.609 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, δυσκολεύει την προσπάθεια των αντιπάλων. Το μοναδικό τους παράσημο είναι η συμμετοχή στους τελικούς του 1976, όχι όμως του ΝΒΑ, αλλά του ΑΒΑ, αυτής της εναλλακτικής λίγκας που αποπειράθηκε για μερικά χρόνια να υποκαταστήσει την original ποντάροντας στην πολύχρωμη μπάλα, στον ταχύτερο ρυθμό και στη γραμμή του τριπόντου. Πέραν εκείνης της ήττας τους από τους Νιου Γιορκ Νετς του μεγάλου Τζούλιους Ερβινγκ, δεν έχουν και πολλά να προβάλουν εκτός από τη χαμένη ευκαιρία των ετών 2003-2011, όταν ο άρτι συνταξιοδοτηθείς χαρισματικός σκόρερ Καρμέλο Αντονι έδειχνε ότι θα μπορούσε να τους βοηθήσει να κάνουν το επόμενο βήμα μόνο και μόνο για να σκοντάψει πάντοτε την τελευταία στιγμή. Η τωρινή ομάδα μεγάλωσε μαζί με τον προπονητή της Μάικλ Μαλόουν, έναν σκληρό Νεοϋoρκέζο που την ανέλαβε τo 2015, έπειτα από ένα αποτυχημένο πέρασμα από τους Σακραμέντο Κινγκς, και αγαπημένη του ασχολία είναι να γκρινιάζει διαρκώς για την έλλειψη σεβασμού των media έναντι του συλλόγου. Ωστόσο, η δική του ανταγωνιστική αύρα έχει περάσει σε μια φουρνιά παικτών με προεξάρχοντα τον Σέρβο Νίκολα Γιόκιτς. Με ύψος 2,11 μ., βάρος 129 κιλά και ανυπολόγιστο μπασκετικό IQ, ο Γιόκιτς είναι ο ιδανικός ψηλός τού σήμερα – και με μέσο όρο καριέρας 20,2 πόντων, 10,5 ριμπάουντ και 6,6 ασίστ ο πρώτος σέντερ που κέρδισε το 2021 και το 2022 το βραβείο του MVP της κανονικής περιόδου από την εποχή του Τιμ Ντάνκαν το μακρινό 2003. Οι αριθμοί βέβαια δεν λένε και πολλά αν δεν είναι κανείς προσηλωμένος στον στόχο του. Ο «Τζόκερ» είναι – σε βαθμό παρεξήγησης. Στις 7 Μαΐου, στη διάρκεια του εκτός έδρας τέταρτου ημιτελικού της Δύσης με τους Φίνιξ Σανς, δεν δίστασε να σπρώξει τον ιδιοκτήτη της ομάδας της Αριζόνα, στα χέρια του οποίου είχε καταλήξει η μπάλα έπειτα από μια διεκδίκηση, προκειμένου να την πάρει για να συνεχιστεί χωρίς καθυστέρηση ο αγώνας. «Ναι, το ξέρω ότι είναι ο ιδιοκτήτης τους. Είναι όμως και φίλαθλος. Και οι φίλαθλοι δεν έχουν δικαίωμα να παρεμποδίζουν τη διεξαγωγή του αγώνα κρατώντας την μπάλα» δήλωνε μετά ο Γιόκιτς. (Αλλά δύο ημέρες αργότερα, πριν από το επόμενο παιχνίδι στο Ντένβερ, φρόντισε να κλείσει το ζήτημα πλησιάζοντας χαμογελαστός τον Ματ Ισμπια και δίνοντάς του χάριν αστεϊσμού την μπάλα με την οποία προπονούνταν.) Προσθέστε σε αυτόν τον 26χρονο ανερχόμενο γκαρντ Τζαμάλ Μάρεϊ, τους ευέλικτους φόργουορντ Ααρον Γκόρντον και Μάικλ Πόρτερ και έχετε μια ομάδα που απέδωσε όλη τη σεζόν μπάσκετ υψηλών οκτανίων και απέκλεισε με συνοπτικές διαδικασίες στους τελικούς της Δύσης τους Λέικερς του Λεμπρόν Τζέιμς, οι οποίοι έρχονταν με κεκτημένη ταχύτητα έχοντας αποκαθηλώσει τους περυσινούς πρωταθλητές Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς.

Νίκολα Γιόκιτς και Τζίμι Μπάτλερ εκπροσωπούν δύο διαφορετικές ηλικιακές ομάδες: την Generation Z του NBA και τη γενιά των τριαντάρηδων που κυριάρχησε την περασμένη δεκαετία αντίστοιχα.
©Kyle Terada/USA TODAY Sports

Πρωταθλητές έχουν απέναντί τους οι Νάγκετς και τώρα, των μακρινών 2012 και 2013 όμως, όταν το Μαϊάμι οδηγούσε ο Λεμπρόν Τζέιμς της νεότητας. Τη συνέχεια την εκπροσωπεί στον πάγκο ο Ερικ Σπόλστρα, αρχιτέκτονας των Χιτ από το 2008 και, για πολλούς, ο καλύτερος προπονητής του ΝΒΑ (αν και αυτό ίσως αποτελεί ύβρη έναντι του αειθαλούς Γκρεγκ Πόποβιτς των Σαν Αντόνιο Σπερς). Μεθοδικός, εγκεφαλικός, βαθύς γνώστης της τακτικής του αθλήματος και της αλληλεπίδρασης των παικτών εντός του γηπέδου, ο Σπόλστρα μπόρεσε μετά την αποχώρηση του Τζέιμς το 2014 να αναδημιουργήσει γρήγορα και χωρίς πανάκριβα υλικά ένα ανταγωνιστικό σύνολο που το 2019 βρήκε νέο ηγέτη στο πρόσωπο του υποτιθέμενα ιδιόρρυθμου Τζίμι Μπάτλερ. Λάτρης του εσπρέσο, ο 6 φορές All-Star είχε κουβαλήσει τη μηχανή του το 2020 στη φούσκα του Ορλάντο, όπου λόγω της πανδημίας είχαν διεξαχθεί σε απομόνωση τα πλέι οφ. Μπορεί οι Χιτ να έχασαν σε εκείνους τους τελικούς από τους Λέικερς του Λεμπρόν Τζέιμς, ο Μπάτλερ όμως κατόρθωσε να αποκομίσει υλικά κέρδη: «Kαθόμουν στο δωμάτιό μου στο Ορλάντο και το μόνο που σκεπτόμουν ήταν πώς να ξαλαφρώσω αυτούς τους τύπους από τα λεφτά τους. (…) Ηξερα ότι είχαν μετρητά, αλλά κανένας δεν τα ξόδευε λόγω COVID-19, έτσι αποφάσισα να δέχομαι μετρητά». Τα 20 δολάρια που χρέωνε συμπαίκτες και αντιπάλους για κάθε φλιτζάνι ήταν η αρχή μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας η οποία έχει πλέον καταλήξει στο brand καφέ Big Face. Εντός των τεσσάρων γραμμών, η απόδοση του Μπάτλερ μοιάζει πράγματι φορτισμένη με καφεΐνη. Πρωταγωνιστής στη φρενήρη εφετινή πορεία των Χιτ (η μόνη ομάδα από το 1999 που έφτασε σε τελικούς με αφετηρία την όγδοη θέση της κανονικής περιόδου), έριξε στο καναβάτσο το αδιαφιλονίκητο φαβορί, τους Μπακς του Γιάννη Αντετοκούνμπο, αφού πρώτα έστειλε τον πέμπτο αγώνα στην παράταση με ένα καλάθι εκτός κάθε ισορροπίας, κάνοντας τη μεγαλύτερη έκπληξη εδώ και πολλά χρόνια, και εν συνεχεία σόκαρε 19.000 Βοστωνέζους κερδίζοντας τον έβδομο αγώνα με 19 πόντους διαφορά. Επιπλέον, πέτυχε τους παραπάνω άθλους με τη βοήθεια μόνο του σκληροτράχηλου σέντερ Μπαμ Αντεμπάγιο, καθώς οι πολύτιμοι συμπαραστάτες γκαρντ Τάιλερ Χέροου και Βίκτορ Ολαντίπο παρέμειναν τραυματίες από τον πρώτο γύρο των πλέι οφ. Το ερώτημα πλέον είναι αν η ομάδα αυτή που διέψευσε τους πάντες είναι έτοιμη για ακόμη μια υπέρβαση – να γίνει η μοναδική που θα κατακτήσει το τρόπαιο του ΝΒΑ παίζοντας από την αρχή ως το τέλος με μειονέκτημα έδρας.

Ο προπονητής των Νάγκετς, Μάικλ Μαλόουν, σε χαρακτηριστική πόζα διαμαρτυρίας.
©Isaiah J. Downing/USA TODAY Sports

Αλλαγή σκυτάλης και Δαβίδ εναντίον Γολιάθ

Ισως όμως η βαθύτερη σημασία των τελικών αυτών να είναι άλλη. Στο ΝΒΑ, αργά αλλά σταθερά, διαμορφώνεται την τελευταία πενταετία ένα κίνημα διαδόχων της χρυσής γενιάς των Λεμπρόν Τζέιμς, Στέφεν Κάρι, Κέβιν Ντουράντ, Τζέιμς Χάρντεν. Με την εξαίρεση του Γιάννη Αντετοκούνμπο το 2021 δεν έχει μεταφραστεί ακόμη σε τίτλους, είναι όμως εμφανές στο MVP, το βραβείο του καλύτερου παίκτη της κανονικής περιόδου: δύο φορές ο Γιάννης των Μπακς, δύο φορές ο Νίκολα Γιόκιτς των Νάγκετς και εφέτος ο Τζόελ Εμπίντ των Σίξερς υποσκέλισαν την παλιά φρουρά – και επιστροφή δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι πίσω από τους νέους έρχονται οι ακόμη νεότεροι, διψασμένοι για διακρίσεις Τζέισον Τέιτουμ (Σέλτικς), Ντέβιν Μπούκερ (Σανς), Τρέι Γιανγκ (Χοκς), Ντόνοβαν Μίτσελ (Καβαλίερς). Πολλοί προετοιμάζονταν από εφέτος για τους τελικούς του νέου κύματος, η Βοστώνη του Τέιτουμ όμως απέτυχε παταγωδώς μπροστά στο κοινό της στην Ανατολή, τη στιγμή μάλιστα που έχοντας πάρει τρεις διαδοχικούς αγώνες φαινόταν έτοιμη να πετύχει το ως τώρα ακατόρθωτο στο ΝΒΑ σε 150 παρόμοιες περιστάσεις στο παρελθόν, να κερδίσει μια σειρά η ομάδα η οποία είχε βρεθεί να χάνει με 3-0. Ως αποτέλεσµα, η µάχη µεταξύ Ντένβερ και Μαϊάµι ενσαρκώνει την αναµέτρηση του παλιού µε το νέο: στο πρόσωπο του 33χρονου Μπάτλερ η γενιά που µεσουράνησε την προηγούµενη δεκαετία βλέπει ίσως την τελευταία µεγάλη ευκαιρία της να κρατήσει τα σκήπτρα έναντι του οµίλου των διεκδικητών των οποίων ηγείται ο 28χρονος Γιόκιτς.

Η ολική αλλαγή σκυτάλης μπορεί επομένως να πήρε αναβολή, ωστόσο ο «Τζόκερ» ήδη εκπροσωπεί επάξια την Generation Z του πρωταθλήματος. Χάρη στη δική του κυριαρχική εμφάνιση (27 πόντοι, 10 ριμπάουντ, 14 ασίστ) οι Νάγκετς κέρδισαν τον εναρκτήριο αγώνα της 1ης Ιουνίου με 104-93. Την περασμένη Κυριακή σκόραρε 41 πόντους στον δεύτερο τελικό, αυτή τη φορά όμως δεν ήταν αρκετοί: με 21 πόντους και 9 ασίστ ο Μπάτλερ δεν ήταν καν ο πρώτος σκόρερ της ομάδας του, αλλά δεν χρειαζόταν, καθώς οι Χιτ ευστόχησαν συνολικά σε 17 από τα 35 τρίποντα που δοκίμασαν αποσπώντας τη νίκη με 111-108 και μαζί το πλεονέκτημα έδρας. Εφόσον έχει κατορθώσει να υπερασπιστεί το Κασέια Σέντερ στα δύο επόμενα παιχνίδια φτάνοντας στο 3-1, το Μαϊάμι θέτει σοβαρή υποψηφιότητα να γίνει ο ιδανικός Δαβίδ του ΝΒΑ: πλην των Χιούστον Ρόκετς το 1995, καμία ομάδα στα 76 χρόνια του θεσμού δεν κατάφερε να στεφθεί πρωταθλήτρια έχοντας ξεκινήσει τα πλέι οφ κάτω από την 6η θέση. Αλλά ο Γολιάθ καραδοκεί. Γιατί, πράγματι, οι παραδόσεις υπάρχουν για να σπάνε, οι έδρες όμως δεν είναι πια τα απόρθητα φρούρια της δεκαετίας του ’80. Και αυτή ακριβώς, πέρα ακόμη και από τα μεγάλα ονόματα, την ποιότητα, το θέαμα, είναι η γοητεία του αμερικανικού πρωταθλήματος – η απουσία βεβαιοτήτων. Γεγονός που εξασφαλίζει στον φίλαθλο την ιδεατή αθλητική συνθήκη: ό,τι κι αν συμβεί στο τέλος, είτε οι Ντένβερ Νάγκετς κατακτήσουν τον πρώτο τους τίτλο είτε οι Μαϊάμι Χιτ τον τέταρτο, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα γραφτεί Ιστορία. Οπως κάθε χρονιά στην καλύτερη μπασκετική λίγκα του κόσμου.

Κεντρική φωτογραφία: Kyle Terada/ USATODAY SPORTS/ REUTERS