Η ζωγραφική του είναι αναπαραστατική, αλλά μοιάζει να μην είναι βγαλμένη από τον κόσμο μας. Είναι υπαινικτική και αλληγορική και χαράσσεται στο μυαλό ακόμα και αν το όνομα του δημιουργού της δεν δημιουργεί συνειρμικά ρίγη αναγνώρισης. Παρεμπιπτόντως, ο τοίχος ενός κτιρίου σε ένα parking στου Ψυρρή έφερε ένα δικό του έργο, απότοκο της συμμετοχής του στην έκθεση «Until the End of the World» στην AMP Gallery το 2009, τη φορμαλιστική απόδοση στίχων death metal τραγουδιών.
Ο καναδός εικαστικός Στίβεν Σίρερ έχει μερίδιο ευθύνης για τη (σχετική) αφάνεια του έργου του, καθώς προτιμά σταθερά την ησυχία του εργαστηρίου του στο Βανκούβερ από ό,τι τα ανάλαφρα χτυπήματα των φτερών των social butterflies του εικαστικού κόσμου. Εχει μια δουλειά στην οποία είναι αφοσιωμένος, οι περίπου εκατό πίνακες ζωγραφικής που έχει φιλοτεχνήσει σε περισσότερα από είκοσι χρόνια καριέρας απαιτούν τη χρονοβόρα προσήλωση και προσοχή του. Ορισμένους από αυτούς, διαλεγμένους από τη «σοδειά» των τελευταίων σχεδόν 20 χρόνων, μαζί με έργα σε χαρτί, θα δούμε στην έκθεση με τίτλο «Sleep, Death’s Own Brother» στη Συλλογή Οικονόμου στο Μαρούσι (Λεωφ. Κηφισίας 80, έως τον Μάρτιο του 2024), με τη φροντίδα του Ντίτερ Ρολστρέτε, επιμελητή του Neubauer Collegium for Culture and Society στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, όπου επίσης διδάσκει (και γνώριμου σε εμάς από τη συμμετοχή του στην επιμελητική ομάδα της documenta 14 σε Αθήνα και Κάσελ) σε στενή συνεργασία με τον καλλιτέχνη και τη Σκάρλετ Σματάνα, διευθύντρια της Συλλογής Γιώργου Οικονόμου.
Μολονότι αυτή είναι κατά βάση μια έκθεση με έργα ζωγραφικής (κυρίως από τη Συλλογή Οικονόμου), στο επίκεντρο του επιμελητικού επιχειρήματός της δεν βρίσκεται ένας πίνακας, αλλά ένα ψηφιακό κολάζ με τίτλο «Sleep ΙΙ» (2015). Δανείζει μάλιστα την αφορμή για την εύρεση του τίτλου στην έκθεση που τελικά απαντάται σε στίχο από το ποίημα «Θεογονία» του Ησίοδου («Επιβλαβής Νύχτα, καλυμμένη σε ένα πέπλο ομίχλης, κουβαλά στην αγκαλιά της τον Υπνο, τον αδερφό του Θανάτου»). Πρόκειται για ένα γιγάντιο μωσαϊκό τρίπτυχο από found images, χιλιάδες αρχεία jpg που ο καλλιτέχνης βρήκε online μέσα στα χρόνια με εικόνες ανθρώπων να κοιμούνται εκφράζοντας ερήμην τους «από την ξεκούραση και την ηρεμία, την κωμική ελαφρότητα έως την έκσταση και το εντελώς μακάβριο».
Ολοι και όλες έχουν βυθιστεί στο κάλεσμα του Μορφέα, όμως δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο αν «ο ύπνος έχει καταρρεύσει προς την πλευρά του θανάτου ή κάτι άψυχο ανασαλεύει» όπως θα πει στο BHΜΑgazino ο Ρολστρέτε, περιγράφοντας την αμφισημία που χαρακτηρίζει το έργο του Σίρερ τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. «Κάποια στιγμή μέσα στο 2021 κλήθηκε να συμμετάσχει σε ένα Φεστιβάλ Φωτογραφίας του Βανκούβερ στο πλαίσιο του οποίου τού παραχωρήθηκαν ορισμένα billboards μέσα στην πόλη. Εκείνος επέλεξε να παρουσιάσει τεράστιες μεγεθύνσεις φωτογραφιών με ανθρώπους που κοιμούνται. Οι διαμαρτυρίες ήταν τόσο πολλές προς τη διοργάνωση ώστε αναγκάστηκαν να «αποκαθηλώσουν» τα έργα γιατί ο κόσμος τα έβρισκε νοσηρά, σαν να επρόκειτο για εικόνες νεκρών ανθρώπων. Η αντίδραση ήταν υπερβολική και συνιστούσε βεβαίως λογοκρισία, όμως ορισμένες από αυτές τις εικόνες όντως προκαλούν σύγχυση, καθώς δεν μπορείς να διαχωρίσεις αν οι άνθρωποι σε αυτές κοιμούνται ή έχουν αποβιώσει. Αυτή η νοσηρή ασάφεια είναι παρούσα στη δουλειά του και στη ζωγραφική του, ειδικά στο πρώιμο έργο του όπου επιδίδεται στη ζωγραφική αναπαράσταση νέων ανδρών, μουσικών σε διάσημα death metal συγκροτήματα. Η έλξη που του ασκεί αυτός ο υπόγειος κόσμος συνδέεται με αυτή τη νοσηρή αισθητική και την αμφισημία και αμφιθυμία τις οποίες φέρνει τελικά στα έργα του».
Gender Trouble και η περίπτωση του Λιφ Γκάρετ
Αμφισημία και αμφιθυμία, λέξεις «κλισέ», όπως θα τις χαρακτηρίσει ο Ρολστρέτε, που ωστόσο βοηθούν στην κατανόηση της δουλειάς του 55χρονου σήμερα Σίρερ. «Οι υποκουλτούρες της underground metal μουσικής σκηνής είναι αγορίστικοι, ανδρικοί κόσμοι, παντού στην υφήλιο. Η σεξουαλικότητα σε αυτούς τους κόσμους δεν είναι διφορούμενη, έχει ξεκάθαρα μάτσο αποχρώσεις, μάλιστα πολλές από αυτές τις υποκουλτούρες ενισχύουν αυτή τη στερεοτυπική εικόνα του ανδρισμού. Αλλά βέβαια οι εικόνες που ενδιαφέρουν περισσότερο τον Σίρερ είναι εκείνες των ανδρόγυνων μορφών. Οχι μόνο επειδή οι άνδρες έχουν μακριά μαλλιά, αλλά επειδή (συνήθως) ασυνείδητα η στάση του σώματός τους είναι πιο χαλαρή, πιο «θηλυκή», εμπίπτει στην κατηγορία του «gender trouble», αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι, με αναφορά στο αντίστοιχο βιβλίο της Τζούντιθ Μπάτλερ.
O Σίρερ διερευνά τη συντηρητική οπτική περί αρρενωπότητας, όπως και τη λεπτή ισορροπία που χωρίζει το αγόρι από τον άνδρα, το παιδί από τον ενήλικα, όλες αυτές τις κατηγορίες που μπλέκονται η μία με την άλλη, άλλωστε μια άλλη πολύ σημαντική πηγή έμπνευσης είναι η εφηβική λατρεία για καρδιοκατακτητές όπως ο αμερικανός τραγουδιστής Λιφ Γκάρετ, οι αφίσες του οποίου γέμιζαν τα δωμάτια των κοριτσιών. Και το κάνει όλο αυτά μέσα από το πρίσμα των διδαγμάτων 500 χρόνων Ιστορίας της τέχνης. Βρίσκει την εικόνα ενός περίεργου τύπου από ένα συγκρότημα thrash metal της δεκαετίας του ’80 που κανείς δεν έχει ακούσει ποτέ και βλέπει σε αυτόν μια μορφή από τον Εντβαρντ Μουνκ ή τον Ελ Γκρέκο».
Ο Ντίτερ Ρολστρέτε γνωρίζει το έργο του Σίρερ κοντά είκοσι χρόνια, από όταν δούλευε στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αμβέρσας και επέλεγε να επιμεληθεί μια έκθεση για τη σκηνή του Βανκούβερ («Intertidal: Vancouver Art & Artists», 2005-2006), μιας πόλης από την οποία έχουν αναδειχθεί καλλιτέχνες του βεληνεκούς των Τζεφ Γουόλ, Σταν Ντάγκλας, Ιαν Γουάλας κ.τ.λ. Μέσα στα χρόνια έχει καταστεί ένας μελετητής του έργου του Σίρερ ο οποίος προσεγγίζει τη δουλειά του υπό το πρίσμα ενός μεγάλου θαυμαστή του. «Ανέκαθεν στο έργο του υπήρχαν ποπ αρτ υπαινιγμοί από την άποψη ότι πολλές από τις οπτικές θεματικές που διέπουν τη δουλειά του είναι δανεισμένες από διάφορες υποκουλτούρες. Μία κυρίαρχη ανάμεσά τους είναι η κουλτούρα της underground metal μουσικής σκηνής των 70s, 80s, 90s με την οποία είχα μεγαλώσει κι εγώ, oπότε συνδεθήκαμε μέσω αυτού του κοινού πάθους. Αλλά φυσικά με είχαν εντυπωσιάσει και οι τεχνικές του ικανότητες και η μαεστρία της ζωγραφικής του».
Διότι η δουλειά του Στίβεν Σίρερ έχει εξελιχθεί με τέτοιον τρόπο ώστε το θέμα που απεικονίζει να είναι λιγότερο σημαντικό από τη φύση της ζωγραφικής διαχείρισής του. Οπότε η ήπια προσέγγιση που μαλακώνει τις τραχιές γωνίες της πρωταρχικής εικονογραφίας του επιτυγχάνεται χάρη στην ευρεία γκάμα τεχνικών που έχει κατακτήσει. Οπως θα πει ο Ρολστρέτε: «Yπάρχουν χιλιάδες ζωγράφοι εκεί έξω και πολλοί από αυτούς ξέρουν πώς να ζωγραφίζουν, αλλά ακόμα και σε αυτό το πυκνοκατοικημένο τοπίο μπορείς να ξεχωρίσεις έναν πίνακα του Σίρερ από μακριά. Νομίζω ότι μέρος της μαγείας στη δουλειά του προέρχεται από αυτές τις σκληρές εντάσεις ανάμεσα στη θεματική του και την απόδοσή της, ανάμεσα στην εικόνα ενός μουσικού από τα 80s και τον απόηχο μιας κάποιας θηλυπρέπειας που μοιάζει βγαλμένη από την Belle Epoque ή το Jugendstil ή από έναν πίνακα του Πιερ Μπονάρ. Αλλά βέβαια ο Μπονάρ δεν ζωγράφιζε μουσικούς της underground metal σκηνής ή χίπηδες».