«Κύριε Γουάτσον, ελάτε εδώ. Θέλω να σας δω». Αυτά τα απλά λόγια ειπώθηκαν στις 10 Μαρτίου 1876. Ο λόγος που τα κάνει τόσο αξιομνημόνευτα ώστε να τα διαβάζετε σχεδόν 150 χρόνια μετά είναι ότι ήταν τα πρώτα που ακούστηκαν μέσω τηλεφώνου. Τα είπε ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, εφευρέτης της γνωστής συσκευής, στον βοηθό του (όλοι και όλες φαντάζεστε πώς τον έλεγαν) που στεκόταν σε ένα διπλανό δωμάτιο. Μάλιστα, ο Μπελ είχε τόση εμπιστοσύνη στην αξία της εφεύρεσής του και έβαλε τόσο ψηλά τον πήχη της επιτυχίας της, που φέρεται να είχε πει ότι «μια μέρα κάθε μεγάλη πόλη της Αμερικής θα έχει ένα τηλέφωνο».

Το αστείο

Ναι, με την άνεση της χρονικής απόστασης που μας χωρίζει από αυτή την ατάκα, ακούγεται πολύ αστεία. Μοιάζει με μια πρόβλεψη που υποτίμησε τόσο πολύ τις δυνατότητες του νέου μέσου, που θα μας έκανε να σκεφτούμε ότι ο εφευρέτης του τηλεφώνου μπορεί να τα πήγε πολύ καλά στο μηχανικό κομμάτι, αλλά υστερούσε σαφώς σε διορατικότητα. Αυτό θα μπορούσε να είναι αλήθεια, αν ο Μπελ δεν πιστωνόταν και τη δήλωση ότι «θα έρθει κάποτε εκείνη η μέρα που ο άνθρωπος στο τηλέφωνο θα μπορεί να βλέπει αυτόν με τον οποίο συνομιλεί».

Σίγουρα ο Μπελ δεν είδε τον άνθρωπο με τον οποίο συνομιλούσε (εκτός ίσως από όταν ο Γουάτσον ήρθε πανηγυρίζοντας από το διπλανό δωμάτιο), αλλά η συσκευή του άλλαξε τον κόσμο με τρόπους που δεν τους φανταζόταν. Συν τω χρόνω, και με τα συνεχή τεχνολογικά επιτεύγματα (δίκτυα, δορυφόρους κ.λπ.), το τηλέφωνο εκμηδένισε τις αποστάσεις, ενίσχυσε την οικονομία και σιγά-σιγά αλλά σταθερά μας έκανε ομήρους του.

Αν εξαιρέσουμε όσους γεννήθηκαν μετά το 1985, πόσοι και πόσες δεν έχουν μείνει στο σπίτι τους κοιτώντας τη σιωπηλή καταραμένη συσκευή, περιμένοντας να χτυπήσει, ώστε να μιλήσουν με ένα φλερτ ή να πάρουν μια απάντηση για μια δουλειά;

Και βέβαια αυτή η ομηρεία πέρασε σε άλλα επίπεδα με την έλευση του κινητού τηλεφώνου (όπου πλέον μπορούν να νιώσουν τον καημό και όσοι γεννήθηκαν μετά το 1985) και ιδιαίτερα μετά τη δυνατότητα σύνδεσής του και με το Ιnternet. Η ειρωνεία είναι ότι εδώ το πρόβλημα αντιστράφηκε. Ξαφνικά, το ζήτημα είναι η υπερβολική προσβασιμότητα. Μπορείς πια να βρίσκεσαι χιλιόμετρα από το σπίτι σου, αλλά δεν μπορείς να γλιτώσεις από το (ανεπιθύμητο πλέον) φλερτ, από το αφεντικό (στη δουλειά που τελικά πήρες) που αισθάνεται ότι το απόγευμα της Κυριακής είναι καλή ώρα να σου μιλήσει για ένα εκπληκτικό πρότζεκτ, από τους εκπροσώπους των εισπρακτικών… Ε, και αυτοί τη δουλειά τους κάνουν, αλλά αν τελικά υπάρχει Θεός, χάσω το στοίχημα του Πασκάλ και βρεθώ στην κόλαση, θα περιμένω αυτοί να είναι ένα κλικ χειρότερα από εμένα.

Λάθος προτεραιότητα

Βέβαια, η χειρότερη ομηρεία είναι ο εθισμός. Το να βρίσκεσαι σε ένα τραπέζι με την οικογένειά σου, να βολτάρεις σε ένα πάρκο, να πίνεις ένα ποτό στο μπαρ με φίλες και φίλους και το μυαλό σου να βρίσκεται σε αυτό το αντικείμενο. Το οποίο όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι περιέχει όλη τη γνώση του κόσμου, αλλά εσύ θες να το χρησιμοποιείς για να δεις κάτι πολύ ταπεινότερο από έναν μεζέ, ένα ηλιοβασίλεμα ή ένα αστείο με την παρέα σου.

Τελικά όσο διορατικός και να ήταν ο Μπελ, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί ότι η πιο χρήσιμη προσθήκη στη συσκευή του δεν θα ήταν μια οθόνη για να βλέπεις τον συνομιλητή σου, αλλά ένα κουμπί που θα αφαιρεί την εξάρτησή σου από αυτή. Προς το παρόν ας αρκεστούμε (και ας χρησιμοποιούμε ενίοτε) το κουμπί της απενενεργοποίησης.