Μπαίνοντας, μυρίζει ελληνικός καφές που ψήνεται στο μπρίκι. Από τα πίσω τραπεζάκια ακούγεται ο ήχος των ζαριών. Ενα τάβλι κλείνει άγαρμπα «Δεν ξαναπαίζω μαζί σου» λέει ένας κύριος με πυκνό σκουρόχρωμο μουστάκι, ο φίλος του γελάει με ικανοποίηση, πήρε και αυτή την παρτίδα… Ψηλά κρεμασμένη παίζει μία μικρή τηλεόραση. Η συζήτηση φουντώνει με αφορμή τα πολιτικά. Ενας πιτσιρικάς μπαίνει στο καφενείο, ψάχνει τον παππού του να τον βοηθήσει με το ποδήλατο.

Οι τόνοι κατεβαίνουν για να ανέβουν και πάλι μετά από λίγο με αφορμή τα αθλητικά. Ξύλινες καρέκλες, ξύλινα τραπεζάκια, λευκά σεμεδάκια στον πάγκο, κρεμασμένα κάδρα στους τοίχους, ένα ρολόι. Μεσημέριασε, τα καφεδάκια δίνουν τη θέση τους στα τσιπουράκια και η διάθεση αμέσως ανεβαίνει. Το σταθερό τηλέφωνο στο καφενείο αρχίζει να χτυπάει, το μεσημεριανό φαγητό είναι έτοιμο και οι γυναίκες γκρινιάζουν και ψάχνουν τους άντρες τους. Το καφενείο θα αδειάσει για λίγο για να γεμίσει και πάλι το απογευματάκι.

Εικόνες από το παρελθόν, από το καφενείο του χωριού, εικόνες που φθίνουν στο πέρασμα του χρόνου. Τα εγγόνια μεγαλώνουν και οι γονείς αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το χωριό για ένα διαμέρισμα στην πόλη. «Ποιος θα αφήσει το παιδί του σε ένα μονοθέσιο, σε ένα διθέσιο, σε ένα τριθέσιο σχολείο;». Οι νέοι φεύγουν, πηγαίνουν στις πόλεις να σπουδάσουν, από αυτούς που θα φύγουν ελάχιστοι θα γυρίσουν πίσω. Δεν υπάρχουν κίνητρα, δεν υπάρχουν δουλειές. Τα χωριά γερνάνε, ερημώνουν, τα καφενεία κλείνουν…

«Δεν υπάρχει πια χωριό»

«Οταν κλείνει ένα καφενείο, είναι σαν να σταματά να χτυπά η καρδιά του χωριού» λέει ο Γιάννης Χατζίνας από τον Λοφίσκο Θεσσαλίας, ένα μικρό χωριό, 24 χιλιόμετρα από τη Λάρισα. Το καφενείο έκλεισε το 2015. Το χωριό ερήμωσε και θαμώνες δεν υπήρχαν πια. «Κάποτε έρχονταν εδώ και από τα διπλανά χωριά, ειδικά όταν έμπαινε η άνοιξη. Υστερα το χωριό άρχισε να γερνάει και να αδειάζει. Πριν κλείσει το καφενείο, είχε κλείσει και το σχολείο» θυμάται. «Οταν κλείνει το σχολείο, το φαρμακείο και το καφενείο, δεν υπάρχει πια χωριό» λέει ο Γιώργος Κανάκης. Στο χωριό του, το Κουλούρι της Λάρισας, από τους 280 κατοίκους έμειναν οι 80. Οσοι έφυγαν δεν γύρισαν πίσω, το καφενείο του χωριού έκλεισε και πλέον δεν υπάρχει τόπος συνάντησης.«Οταν ξεκινούσαν οι αγροτικές εργασίες μαζευόμασταν όλοι μετά τη δουλειά στο καφενείο, λέγαμε τα νέα μας, λέγαμε πώς πηγαίνουν οι δουλειές, μοιραζόμασταν τα προβλήματά μας, τις απορίες μας και βρίσκαμε λύσεις» θυμάται ο κ. Κανάκης. «Λέγαμε και τα κουτσομπολιά μας» συμπληρώνει γελώντας, «χρειάζεται και αυτό». «Στο Πετρωτό ο μέσος όρος ηλικίας ξεπέρασε τα 75 χρόνια, το καφενείο έκλεισε και στη θέση του μπήκε ένα κοντέινερ» λέει ο Ηλίας Γαλάρας. Το μοναδικό καφενείο που λειτουργεί στην περιοχή είναι αυτό του κ. Σταύρου στη Φαρμάκη. «Ενα καφενείο με 2 πελάτες» συμπληρώνει. «Τα καφενεία όλα κλειστά και οι φίλοι μου ξενιτεμένοι» θυμάται έναν στίχο του Σαββόπουλου πίσω στο 1972. «Η καφετέρια σερβίρει καφέ, το καφενείο ήταν κάτι παραπάνω από αυτό, ήταν χώρος συνάντησης, ένωνε τους κατοίκους» λέει ο κ. Αλεξούλης.

Οπως εξηγεί ο κ. Χατζίνας, τα λειτουργικά έξοδα ανέβηκαν πολύ και οι θαμώνες πλέον δεν φτάνουν για να βγει ο μήνας. Οι κάτοικοι μου απαριθμούν τα χωριά χωρίς καφενεία: Λοφίσκος, Κουλούρι, Κραννώνα, Μόδεστο, Νάματα, Αναγέννηση και Μέλισσα, εκεί το καφενείο έκλεισε με το που μπήκε ο νέος χρόνος.

Το τέλος μιας εποχής

«Να ‘σουνα, φιλάρα, στον καφενέ του Κόττα, τη δεκαετία του ’80, να δεις μεγαλεία… Να έβλεπες λιμουζίνες, κούρσες εξάπορτες να στριμώχνονται μέσα στα Γύφτικα, ανάμεσα στα χαμόσπιτα. Να ‘βλεπες τον Ιόλα, με το γουνάκι του να καθαρίζει το χώμα του δαπέδου για να χορέψει ο Τσαρούχης ζεϊμπέκικο. Κι όταν έβρεχε, το έδαφος λάσπωνε και ρίχναμε πριονίδι. Τα μπατζάκια τους γέμιζαν πριονίδι, οπόταν, αν πήγαιναν μετά από δω σε άλλα κέντρα, το πριονίδι τούς πρόδιδε – είχαν περάσει από του Κόττα…». Ετσι ξεκινάει η αφήγηση του συγγραφέα Γιώργου Πίττα για τον καφενέ του Κόττα στην Πάτρα, στο βιβλίο του «Τα Καφενεία της Ελλάδας», γραμμένο το 2013.

Τα καφενεία κλείνουν και μαζί τους τελειώνει μία εποχή. Στο καφενείο πήγαιναν τα γράμματα, στο καφενείο χτυπούσε το τηλέφωνο, στο καφενείο έφτασε το πρώτο ραδιόφωνο, το πρώτο τζουκμπόξ, εκεί είδαν για πρώτη φορά τηλεόραση. Δεν ήταν μόνο ένας χώρος διασκέδασης για τους άντρες – αφού μέχρι τη δεκαετία του ’80 ήταν ανδροκρατούμενος – αλλά ένας χώρος ζυμώσεων. Κοινωνικών και πολιτικών. Αλλωστε, στο καφενείο του χωριού έφταναν και οι υποψήφιοι βουλευτές των κομμάτων να ακούσουν τα προβλήματα, να μοιράσουν υποσχέσεις και να μαζέψουν ψήφους. Αλλες εποχές. Τα καφενεία κλείνουν και οι κάτοικοι ζητούν στήριξη για να μείνουν ανοιχτά και κίνητρα για να επιστρέψουν οι νέοι στα χωριά, να επιστρέψουν οι οικογένειες και οι μαθητές. Φαντάζει όμως σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Στην Κραννώνα έχουν μείνει 12 συνταξιούχοι και μία οικογένεια. Ο Γιάννης Αλεξούλης, συνταξιούχος καθηγητής ηλεκτρονικών υπολογιστών, μετρά τους κατοίκους στα δάχτυλα των χεριών του. Το καφενείο έκλεισε πριν από μερικά χρόνια. Μια κοπέλα αποπειράθηκε πέρυσι να το ανοίξει και πάλι έναν χρόνο άντεξε και έκλεισε ξανά. «Και πού πίνετε καφέ;» τον ρωτάω. «Στο σπίτι μου!» μου απαντά. «Τον καλύτερο καφέ τον σερβίρω στο σπίτι μου αλλά δεν βάζω ζάχαρη» λέει γελώντας.

«Τραπεζάκια έξω» στο Δοτσικό Γρεβενών

Στο Δοτσικό των Γρεβενών, μια τολμηρή γυναίκα, η 30χρονη Ευαγγελία Σανιδά, κάνει τη διαφορά. Οσο τα καφενεία βάζουν λουκέτα το ένα μετά το άλλο, εκείνη άνοιξε το δικό της παραδοσιακό καφενείο στο χωριό της, στον τόπο καταγωγής της, στο Δοτσικό. Ορεινό χωριό, σε υψόμετρο 1.060 μέτρα. «Θυμάμαι 6 Ιουλίου το ανοίξαμε» λέει η Ευαγγελία, χαρούμενη για το εγχείρημά της, που μέχρι τώρα δείχνει να πηγαίνει καλά. Πόσοι είναι οι κάτοικοι στο Δοτσικό; «Ηταν 6 μαζί με εμένα. Τρεις γυναίκες και 3 άντρες» μου απαντά η Ευαγγελία. Την ώρα που μιλάμε στο χωριό χιονίζει. Το χωριό βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα από το χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας και οι επισκέπτες το αναζητούν. Η Ευαγγελία άφησε τη Σαντορίνη και τα ξενοδοχείο όπου δούλευε για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα. «Είναι ιστορικό καφενείο. Εδώ γυρίστηκε η ταινία “Μεγαλέξαντρος”» λέει με καμάρι. «Είμαστε κοντά στη γέφυρα που ενώνει τον πάνω με τον κάτω μαχαλά» λέει. «Ποιο είναι το κίνητρο να γυρίσουν οι νέοι στα χωριά τους; Να κάνουν αυτό που έκανες εσύ;» τη ρωτάω. «Μόνο η αγάπη» μου απαντάει, «η αγάπη για τον τόπο τους». Κλείνουμε βιαστικά γιατί στο καφενείο μπαίνουν πελάτες, λίγα λεπτά αργότερα μου στέλνει φωτογραφίες από το καφενείο που κάποτε έγινε σκηνικό του Θόδωρου Αγγελόπουλου…