Με τους δικούς του, ξεχωριστούς, όρους έχει μπει στην ενδημική φάση ο SARS-CoV-2, αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά πως ο (όχι πια και τόσο) νέος κορωνοϊός είναι συνώνυμο των ανατροπών. Η επιστημονική κοινότητα μοιραία καλείται να ξεχάσει όσα ήξερε για τη συμπεριφορά των αναπνευστικών ιών, διαπιστώνοντας πως ακόμη και στην προκειμένη φάση, κατά την οποία η υγειονομική κρίση βρίσκεται στο παρελθόν, δεν υπάρχουν κανόνες.

«Ο πανδημικός ιός συμπεριφέρεται τελείως διαφορετικά από τους υπόλοιπους αναπνευστικούς ιούς που γνωρίζουμε και έχουμε παρατηρήσει έως και σήμερα, αναφορικά με τα επιδημιολογικά χαρακτηριστικά. Ποια είναι αυτά; Η εποχικότητα, η απόλυτη ύφεση και η ενδημία, ενώ παράλληλα διαφοροποιείται και ως προς την πρόκληση συμβαμάτων, τουλάχιστον στον ευάλωτο πληθυσμό» διευκρινίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο καθηγητής Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Κρήτης και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας Νίκος Τζανάκης.

Παντός καιρού

Ενα στοιχείο που αποδεικνύει τη νέα… κουλτούρα που έχει εισαγάγει ο SARS-CoV-2 είναι πως κυκλοφορεί παντός καιρού – δηλαδή, με κρύο αλλά και με ζέστη. «Φαίνεται να υποβόσκει στην κοινότητα προκαλώντας πολλές λοιμώξεις. Στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι ήπιες και με καλοήθη διαδρομή, αλλά μεμονωμένα σε ορισμένους ανθρώπους, ανάμεσά τους και νέα άτομα αλλά κυρίως ηλικιωμένοι και ευάλωτοι, ενίοτε προκαλεί σοβαρά προβλήματα. Συνεπώς, συντηρεί μία δυναμική σχετική επιβάρυνση στο υγειονομικό σύστημα τόσο όσον αφορά τις εισαγωγές στις απλές κλίνες όσο και στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας» προσθέτει ο ίδιος.

Τα δεδομένα άλλωστε μαρτυρούν πως ο SARS-CoV-2 είναι πολύ σκληρός για να… πεθάνει. Κατά μέσο όρο κάθε εβδομάδα χάνουν τη ζωή τους 35-40 άτομα, ενώ καθημερινά καταγράφονται 50-100 νέες εισαγωγές στο ΕΣΥ. Μοιραία τα αποτύπωμα του SARS-CoV-2 στα νοσοκομεία της χώρας την περασμένη εβδομάδα είχε ως εξής: 698 ασθενείς νοσηλεύονταν σε απλές κλίνες και 227 σε ειδικές Μονάδες, εκ των οποίων οι 76 χρειάζονταν αναπνευστική υποστήριξη σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

Ολα αυτά δε λαμβάνουν χώρα σε μία εποχή όπου ο ιός της γρίπης και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός (RSV) ακολουθούν μια πτωτική πορεία που υποδηλώνει πως το κεφάλαιο της εποχικής κυκλοφορίας τους έχει κλείσει.

Χωρίς τάση υποχώρησης

Ο SARS-CoV-2 εν τούτοις δεν φαίνεται να αναγνωρίζει ημερολογιακούς φραγμούς. «Θα περιμέναμε το καλοκαίρι να έχουμε μία πλήρη ύφεση με σπάνια ή καθόλου κρούσματα, όπως συμβαίνει με τη γρίπη. Παρ’ όλα αυτά, ο κορωνοϊός δεν δείχνει τάσεις υποχώρησης, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως θα συνεχίσει να προκαλεί προβλήματα» συνεχίζει ο κ. Τζανάκης.

Ενα ακόμη μοναδικό χαρακτηριστικό του νέου κορωνοϊού είναι πως δεν χάνει ευκαιρία ανεκμετάλλευτη για περισσότερες μεταδόσεις, καραδοκώντας όλες τις εποχές του χρόνου. Ετσι, οι περασμένες δύο εβδομάδες κατά τις οποίες φίλοι και συγγενείς συναντήθηκαν στην πόλη ή στο χωριό με αφορμή τον εορτασμό του Πάσχα, δεν αποτέλεσε εξαίρεση. «Πριν από το Πάσχα εγκρίνονταν κατά μέσο όρο 200 χορηγήσεις αντι-ιικών φαρμάκων. Τις τελευταίες ημέρες όμως ο αριθμός των αιτημάτων σταδιακά αυξάνεται, με αποτέλεσμα την τρέχουσα εβδομάδα να δίνουμε πλέον διπλάσιο αριθμό – δηλαδή 400 αντι-ιικά», σημειώνει στο «Βήμα» ο πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας και καθηγητής Πνευμονολογίας στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ Στέλιος Λουκίδης.

Εν τω μεταξύ, η έντονη κινητικότητα της πασχαλινής περιόδου σε συνδυασμό με την απουσία ατομικών μέτρων ευνόησε και άλλες ιώσεις τόσο στον παιδικό πληθυσμό (γαστρεντερίτιδες, ουλοστοματίτιδες κ.ά.) όσο και στον ενήλικο (π.χ. αδενοϊοί και ρινοϊοί).

Διαχειρίσιμη μεν, αλλά…

Οι γιατροί του ΕΣΥ κάνουν λόγο για μία διαχειρίσιμη κατάσταση όσον αφορά την COVID-19, επιμένοντας εν τούτοις πως ο πανδημικός ιός δεν είναι πάντα αθώος. «Παρότι φαίνεται να είναι πάρα πολύ μακρινή και ελάχιστη η πιθανότητα να ανοίξει ένας νέος κύκλος υγειονομικής κρίσης που θα οδηγούσε στην ανάγκη λήψης σοβαρών περιοριστικών μέτρων, καθίσταται σαφές πως αυτοί οι ειδικοί όροι που έχει επιβάλει ο ιός θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επιπτώσεις κυρίως στα ευάλωτα άτομα. Η συνεχής του μεταμόρφωση σε διαφορετικά, πιο λοιμογόνα στελέχη, με τελευταίο στη λίστα τον «Αρκτούρο», δείχνει ακριβώς τη δυναμική της κινητικότητάς του μέσα στη κοινότητα» τονίζει ο κ. Τζανάκης.

Εξ ου, όπως ο ίδιος συμπληρώνει, είναι απαραίτητο τα υγειονομικά συστήματα των προηγμένων χωρών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, να χρησιμοποιούν τα «διαθέσιμα όπλα, δηλαδή τον αναμνηστικό εμβολιασμό σε εκείνες τις πληθυσμιακές ομάδες που διατρέχουν και τον υψηλότερο κίνδυνο. Αντίστοιχα, είναι εξίσου σημαντικό να χορηγούνται εγκαίρως τα αντι-ιικά φάρμακα σε όσους τα έχουν ανάγκη».

Αδημοσίευτη μελέτη

Τα αντι-ιικά μειώνουν σημαντικά νοσηλείες και θανάτους

Ο καθηγητής Πνευμονολογίας κ. Τζανάκης εκφράζει προβληματισμό για το γεγονός πως παρατηρείται «ένας εφησυχασμός από την ιατρική κοινότητα στη χρήση των αντι-ιικών, τα οποία πέραν πάσης αμφιβολίας μειώνουν πολλές δεκάδες φορές την πιθανότητα κακής έκβασης».

Και δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Ορισμένοι εκτιμούν πως ένας ασθενής με σοβαρή συνοσηρότητα (όπως λ.χ. διαβήτη, υπέρταση, καρδιοπάθεια ή άλλο νόσημα), ο οποίος έχει εμβολιαστεί πλήρως ή/και έχει αρρωστήσει κάποια στιγμή στο παρελθόν, στην περίπτωση καινούργιας μόλυνσης θα έχει καλοήθη πορεία. Ομως αυτό δεν είναι καθόλου σίγουρο και κάθε καινούργια μόλυνση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με περίσκεψη. Είναι σημαντικό να σημειώσουμε δε πως όσο απομακρυνόμαστε από την ημερομηνία του αναμνηστικού εμβολιασμού ή την ημερομηνία φυσικής νόσησης, το ανοσοποιητικό γίνεται σταδιακά όλο και πιο ευάλωτο σε μια νέα μόλυνση – ιδίως όταν πρόκειται για ένα ηλικιωμένο ή ευάλωτο άτομο».

Τα οφέλη, άλλωστε, της αντι-ιικής θεραπείας όπως αυτά αποτυπώνονται σε μία νέα ελληνική (αδημοσίευτη) μελέτη είναι αδιαμφισβήτητα σύμφωνα με τον καθηγητή Πνευμονολογίας κ. Λουκίδη (ο οποίος συνυπογράφει τη συγκεκριμένη μελέτη με μία ομάδα επιφανών επιστημόνων, μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας).

«Τα δεδομένα δείχνουν μείωση κατά 70% στις νοσηλείες και στους θανάτους. Μάλιστα, η έρευνα έχει σχεδιαστεί ώστε τα συμπεράσματα να συγκρίνονται με μια ομάδα ελέγχου που απαρτίζεται από ασθενείς που δεν έλαβαν θεραπεία. Επιπλέον, φάνηκε ότι το ποσοστό ανταπόκρισης ήταν υψηλότερο σε αυτούς που είχαν εμβολιαστεί».