Ο «Χορός των μεταμφιεσμένων» αποτελεί μια από τις πιο γνωστές όπερες του περίφημου Τζουζέπε Βέρντι που πρωτοπαρουσιάστηκε στο θέατρο Απόλο της Ρώμης, στις 17 Φεβρουαρίου 1859. Κι αυτό, γιατί το θέμα της το εμπνέεται από το πραγματικό γεγονός της δολοφονίας του βασιλιά της Σουηδίας λίγα χρόνια νωρίτερα και τις συνέπειες που την ακολούθησαν.

Μιας δολοφονίας ωστόσο που έγινε στη διάρκεια ενός «χορού μεταμφιεσμένων». Με τη «Μασκαράτα» λοιπόν στο μυαλό μας και τις προσωπικές ιστορίες που ιστορικά κρύβονται πίσω από τις ονειρικές φορεσιές της, πλησιάζουμε στην εκπνοή του δικού μας εφετινού (πρώτου μετά την τριετία της πανδημίας) «ανοιχτού» καρναβαλιού. Πώς όμως η πραγματική ιστορία πίσω από την συγγραφή του περίφημου οπερατικού έργου του Βέρντι οδήγησε σε… πολιτειακές περιπλοκές φτάνοντας μέχρι και την Ελλάδα και την τότε βασιλική της οικογένεια;

Προμετωπίδα της παρτιτούρας του «Χορού των Μεταμφιεσμένων» του Τζουζέπε Βέρντι, όπου απεικονίζεται η τελευταία σκηνή της όπερας

Από τη Στοκχόλμη σε Λισαβόνα και Αθήνα

Ο Γιάννος Δημητριάδης, δερματολόγος και υποψήφιος διδάκτορας στο Εργαστήριο Ιστορίας της Ιατρικής και Ιατρικής Ηθικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ξεκινά την αφήγησή του λέγοντας ότι «ο «χορός μεταμφιεσμένων» υπήρξε πρακτική καρναβαλικής διασκέδασης στην Ιταλία της Αναγέννησης, για να διαχυθεί στη συνέχεια σε πληθώρα ευρωπαϊκών αυλών του 18ου – 19ου αι. με τη διοργάνωση εσπερίδων, όπου οι μετέχοντες φορούσαν κοστούμια (ντόμινο) και με την απαραίτητη συνοδεία μάσκας ξεχύνονταν σε μια νευρώδη διασκέδαση».

Μια τέτοια χοροεσπερίδα, που έλαβε χώρα στα 1792, έφτασε τα επόμενα χρόνια να επηρεάσει τις τύχες και την πορεία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. «Η διαδρομή που ακολουθούμε ξεκινά από τη Στοκχόλμη του Γουσταύειου Διαφωτισμού, διέρχεται από τη Νάπολι του Βασιλείου των Δύο Σικελιών και τη Λισαβόνα, για να καταλήξει στην Αθήνα της Μεσοβασιλείας» λέει ο κ. Δημητριάδης μιλώντας στο «Βήμα».

«Ο Γουσταύος Γ’ της Σουηδίας που έζησε από το 1746 ως το 1792, βασίλευσε περιορίζοντας τη δύναμη των αριστοκρατών και μεγάλων γαιοκτημόνων, εισήγαγε μέτρα όπως η προστασία των μειονοτήτων, κ.ά. Ηταν γνωστός για την αγάπη του για τις τέχνες και τα γράμματα, που άλλωστε εκδηλώθηκε μέσα από τη θεμελίωση της πρώτης Οπερας της Στοκχόλμης και της φημισμένης Σουηδικής Ακαδημίας» αναφέρει.

Και πώς ξετυλίγεται η ιστορία μας; «Από τη Βασιλική Οπερα της Στοκχόλμης δεν θα μπορούσε να λείψει η παράδοση των bals masqués, των χορών μεταμφιεσμένων» συνεχίζει ο συνομιλητής μας. Ο συγκεκριμένος χορός πραγματοποιήθηκε στις 16 Μαρτίου 1792 και ο βασιλιάς Γουσταύος Γ’ συμμετείχε αψηφώντας προειδοποίηση για επικείμενη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Εκεί πυροβολήθηκε θανάσιμα. «»Μόλις πληγώθηκα από μια μεγάλη μαύρη μάσκα» φέρεται μάλιστα να αναφώνησε ο βασιλιάς, που κατέληξε δώδεκα ημέρες μετά από το τραύμα του» λέει ο κ. Δημητριάδης.

Το ντόμινο (κοστούμι) που φορούσε ο Γουσταύος Γ’ της Σουηδίας στον μοιραίο χορό

Η δολοφονία που ενέπνευσε τον Βέρντι

«Με τον καιρό, το γεγονός της δολοφονίας του σουηδού μονάρχη εν τω μέσω ενός χορού μασκαρεμένων, έγινε θρυλικό αφήγημα που ενέπνευσε σειρά γάλλων και ιταλών δραματουργών του 19ου αιώνα» συνεχίζει. «Ενας εξ αυτών, ο ιταλός ποιητής Αntonio Somma, συνέθεσε το λιμπρέτο «Le Bal masqué» ή «Γουσταύος Γ'», που αποτέλεσε τη βάση της όπερας «Ο χορός των μεταμφιεσμένων» του  Βέρντι. O ίδιος ο Βέρντι δούλεψε περίπου έναν χρόνο για αυτό ύστερα από τρικυμιώδεις αντεγκλήσεις με τη ναπολιτάνικη αρχή λογοκρισίας που απαγόρευε τη δραματοποίηση και λυρική απόδοση της δολοφονίας ενός αρχηγού κράτους».

Εναν χρόνο μετά, στις 15 Απριλίου 1860, η ίδια όπερα έκανε πρεμιέρα στο Βασιλικό Εθνικό Θέατρο του Αγίου Καρόλου, στη Λισαβόνα. «Εκεί θα βρεθεί ο Φερδινάνδος Β’, βασιλιάς της Πορτογαλίας, ένας γερμανικής καταγωγής πρίγκιπας που έφερε καταχρηστικά (τιμής ένεκεν) τον τίτλο του βασιλέα της χώρας του» λέει ο κ. Δημητριάδης.

Ο Φερδινάνδος Β’ της Πορτογαλίας με τη σύζυγό του, γερμανοελβετή ηθοποιό και υψίφωνο Ελίζα, χάριν της οποίας απέρριψε την πρόταση να γίνει βασιλιάς της Ελλάδας

Και μια στάση στην Ελλάδα

Εδώ η κουβέντα μας στρέφεται αλλού και γυρνάμε στην ελληνική ιστορία και «στα συμβάντα των συζητήσεων περί του κενωθέντος ελληνικού θρόνου της εποχής». «Τον Δεκέμβριο του 1862, δύο μήνες μετά την έξωση του Οθωνα και ο ελληνικός θρόνος εξακολουθεί να παραμένει κενός» λέει ο κ. Δημητριάδης. Αναζητείται έτσι εκείνη την περίοδο ο νέος μονάρχης της χώρας στο πρόσωπο του πρίγκιπα Αλφρέδου του Ηνωμένου Βασιλείου, κάτι που δεν ευδοκιμεί για πολιτικούς και άλλους λόγους, οπότε η βασίλισσα Βικτώρια που επιδιώκει να βρίσκεται ο μονάρχης της Ελλάδας υπό βρετανική επιρροή, στρέφεται προς «τον εξάδελφό της Φερδινάνδο Β’ της Πορτογαλίας, ζητώντας του να ανέβει εκείνος στον ελληνικό θρόνο».

Ο Φερδινάνδος από την πλευρά του, εξαιτίας του περίφημου επί σκηνής «Χορού των μεταμφιεσμένων» του Βέρντι που είδε στις Απριλίου του 1860, δεν φτάνει ποτέ στην Ελλάδα καθώς εκεί γνωρίζει τη νεαρή γερμανοελβετή ηθοποιό και υψίφωνο Elisa Friedericke Hensler, την ερωτεύεται, μένει μαζί της της και αρνείται κατηγορηματικά να δεχθεί τον θρόνο της Ελλάδας.

Και έτσι τον θρόνο της Ελλάδας αναλαμβάνει τελικά ο δανός πρίγκηπας Γουλιέλμος-Γεώργιος ο Α’, για να συνεχίσει η Ιστορία την πορεία της…

Η μακάβρια προέλευση της αποκριάτικης μάσκας

Ο Charles Delorme (1584-1678), απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Μονπελιέ και ιατρός του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄ της Γαλλίας, επινόησε την περίφημη στολή της πανώλης

Ποιος θυμάται ότι οι μάσκες της αποκριάς ιστορικά συνδέονται με την ιατρική επιστήμη και μάλιστα την περίφημη επιδημία της πανώλης, τη γνωστή ως «μαύρο θάνατο», που ξέσπασε τον Μεσαίωνα (1347), αφάνισε περίπου το ένα τρίτο του ευρωπαϊκού πληθυσμού, επέδρασε αρνητικά στις οικονομίες των χωρών, στον ψυχισμό των ανθρώπων και στα στρατιωτικά γεγονότα;
Η καθηγήτρια Επιστημολογίας, Ιστορίας και Ηθικής της Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κυρία Μαριάννα Καραμάνου, την οποία αναζήτησε «Το Βήμα» για να μάθει περισσότερα, εξηγεί ότι «το 1619 στην επιδημία πανώλης που έπληξε το Παρίσι ο Charles Delorme (1584-1678), απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Μονπελιέ και ιατρός του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ΄ της Γαλλίας, επινόησε την περίφημη στολή της πανώλης».

«Φαίνεται δε πως πηγή έμπνευσής του ήταν οι στρατιωτικές στολές» συνεχίζει. «Το σώμα του ιατρού καλυπτόταν από έναν μακρύ μανδύα, στα χέρια φορούσε δερμάτινα γάντια, στο κεφάλι καπέλο, στα μάτια γυαλιά και το πρόσωπο ήταν όλο καλυμμένο από μια μάσκα που στο σημείο της μύτης έφερε ένα ρύγχος ως ράμφος πουλιού. Στο χέρι καθώς περπατούσε κρατούσε ραβδί που το χρησιμοποιούσε για να εξετάσει από απόσταση τους ασθενείς, χωρίς να αγγίξει τα ρούχα και το σώμα τους. Μέσα στο ράμφος ήταν τοποθετημένα αρωματικά φυτά όπως λεβάντα, θυμάρι, φύλλα μέντας καθώς και μύρο, σκόρδο και σφουγγάρια εμποτισμένα με ξίδι. Η δυνατή μυρωδιά όλων των παραπάνω ήταν ικανή να προστατεύσει τον ιατρό και να εξουδετερώσει το νοσηρό στοιχείο του μιάσματος. Γρήγορα η στολή έγινε δημοφιλής και τη χρησιμοποιούσαν όλο και περισσότεροι ιατροί για να προστατευθούν από την πανώλη και να επισκεφθούν τους ασθενείς. Ωστόσο για τους απλούς ανθρώπους το συγκεκριμένο ένδυμα συνδέθηκε με τον θάνατο» λέει η κυρία Καραμάνου.

«Μέσα στον χρόνο, η στολή συνδέθηκε με έναν χαρακτήρα της commedia dell’ arte, τον ιατρό της πανώλης (Il Medico della Peste). Αυτός ο χαρακτήρας φοράει μια τυπική βενετσιάνικη μάσκα της οποίας η μορφή μοιάζει με τη μάσκα που επινόησε ο Delorme. Η βενετσιάνικη μάσκα, που απαντάται και στο καρναβάλι, ήταν συνήθως λευκή, αποτελούμενη από ένα κοίλο ράμφος και δύο οπές στην περιοχή των ματιών που προορίζονταν να καλυφθούν με προστατευτικά γυαλιά» εξηγεί η καθηγήτρια της Ιατρικής Σχολής.
Οπως λέει ακόμη η κυρία Καραμάνου, πέραν των εθίμων που εξελίχθηκαν στην πορεία των χρόνων ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα του καρναβαλιού, την περίοδο του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, οι μεγάλες επιδημίες της εποχής ανέδειξαν μέσα από τις εξάρσεις τους και την περίοδο εκείνη την ανεπάρκεια του ιατρικού σώματος και του τότε υγειονομικού συστήματος.