Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι πριν από μερικές ημέρες η AstraZeneca και η Ρωσία ανακοίνωσαν κοινές κλινικές δοκιμές, στις οποίες θα συνδυάζονται τα εμβόλιά τους κατά της COVID-19. Το ρωσικό εμβόλιο, που ονομάζεται Sputnik V (έλαβε την ονομασία του από τον πρώτο ρωσικό δορυφόρο που εκτοξεύθηκε στο Διάστημα), αναπτύχθηκε από το Ινστιτούτο Επιδημιολογίας και Μικροβιολογίας Gamaleya και παράγεται επίσης με βάση αδενοϊό – χορηγείται σε δύο δόσεις με 21 ημέρες απόσταση μεταξύ τους. Σύμφωνα με τους παρασκευαστές του, δείχνει αποτελεσματικότητα της τάξεως του 96%. Το εμβόλιο αυτό είναι ένα από τα πολλά που αναπτύσσει η Ρωσία για τον νέο κορωνοϊό και ένα από τα δύο που βρίσκονται σε φάση ΙΙΙ κλινικών δοκιμών, οι οποίες όμως δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Ηδη πάντως η Ρωσία έχει ξεκινήσει τον εμβολιασμό του πληθυσμού της με το Sputnik V – μέχρι στιγμής έχουν εμβολιαστεί περισσότερα από 200.000 άτομα, με προτεραιότητα στα επαγγέλματα πρώτης γραμμής όπως είναι οι γιατροί και οι νοσηλευτές.
Στη μάχη των εμβολίων έχει ριχθεί και η Κίνα. Το πρώτο εμβόλιο που αναπτύχθηκε στη χώρα ενάντια στον νέο ιό της εταιρείας Sinovac έχει μάλιστα λάβει άδεια κυκλοφορίας για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης και εκτιμάται ότι έχει ήδη χορηγηθεί σε εκατοντάδες χιλιάδες Κινέζους – κυρίως γιατρούς, νοσηλευτές και στρατιωτικούς -, χωρίς ωστόσο να έχουν ολοκληρωθεί οι δοκιμές του. Μια δεύτερη εταιρεία, η Sinopharm, ανακοίνωσε αποτελεσματικότητα 86% του εμβολίου της που βρίσκεται σε τελική φάση κλινικών δοκιμών.
Πολλές άλλες εταιρείες τρέχουν σε αυτόν τον αγώνα (απίστευτης) ταχύτητας: άλλες βρίσκονται πιο κοντά στο νήμα και άλλες πιο μακριά (είναι αδύνατον να αναλυθεί το σύνολο των προσπαθειών αφού θα χρειαζόταν ολόκληρη η εφημερίδα…). Πρόκειται για έναν αγώνα μετ’ εμποδίων που επιφυλάσσει και απογοητεύσεις. Χαρακτηριστικό το πρόσφατο παράδειγμα του εμβολίου της γαλλικής Sanofi και της βρετανικής GlaxoSmithKline, το οποίο δεν προκάλεσε επαρκή ανοσοαπόκριση με αποτέλεσμα οι δύο εταιρείες να σχεδιάζουν τώρα την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικότερου εμβολίου ως το τέλος του 2021. Ακόμη πιο χαρακτηριστικό ένα άλλο πρόσφατο παράδειγμα εμβολίου από την Αυστραλία, το οποίο αναπτύχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ σε συνεργασία με την αυστραλιανή εταιρεία βιοτεχνολογίας CSL. Το εμβόλιο αυτό, στο οποίο είχαν επενδυθεί περί τα 750 εκατομμύρια δολάρια, εγκαταλείφθηκε καθώς ορισμένοι εθελοντές βρέθηκαν ψευδώς θετικοί στον ιό HIV – το εμβόλιο περιείχε μια πρωτεΐνη που υπάρχει σε πολλούς ρετροϊούς, συμπεριλαμβανομένου του ιού του AIDS, προκειμένου να αυξηθεί η σταθερότητά του. Αρκετοί εθελοντές της φάσης Ι των κλινικών δοκιμών ανέπτυξαν αντισώματα στην πρωτεΐνη και βρέθηκαν θετικοί σε τεστ για τον HIV παρότι δεν είχαν μολυνθεί με τον ιό.