Το ανέμελο ελληνικό καλοκαίρι έχει εφέτος μετατραπεί σε «κόλαση» – παρατεταμένοι καύσωνες (το θερμόμετρο σε κάποιες περιοχές της χώρας ξεπέρασε το περασμένο διάστημα ακόμη και τους 46 βαθμούς Κελσίου) σε συνδυασμό με εκατοντάδες πυρκαγιές. Ανθρωποι νεκροί, ζώα νεκρά, δέντρα νεκρά, καταστροφή περιουσιών, εκκένωση περιοχών είναι ο μέχρι στιγμής θερινός… ανέμελος απολογισμός. Υπάρχει όμως και άλλο ένα «θύμα» του «εκρηκτικού κοκτέιλ» πυρκαγιών και καύσωνα που ταλάνισε τον Ιούλιο τη χώρα μας – και δυστυχώς, ελέω και της κλιματικής αλλαγής, είναι πολύ πιθανό να ζούμε από εδώ και πέρα συνεχώς τέτοιους τραγικούς… Ιουλίους: πρόκειται για την παράμετρο της (μη) ποιότητας του αέρα που αναπνέουμε, η οποία μεταφράζεται σε σημαντική επιβάρυνση της υγείας, κυρίως των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού αλλά τελικώς και του καθενός μας.

Αποτύπωση σε πραγματικό χρόνο

Σε αυτή την παράμετρο επικεντρώνονται ερευνητές του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (ΕΙΕ) με επικεφαλής τον πρόεδρο του ΕΙΕ και καθηγητή Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ κ. Δημοσθένη Σαρηγιάννη. Οι ερευνητές αποτυπώνουν σε πραγματικό χρόνο την ποιότητα του αέρα και τα επίπεδα των επιμέρους ατμοσφαιρικών ρύπων που απειλούν την υγεία του πληθυσμού με χρήση ενός συνδυασμού δορυφορικών εικόνων, τιμών από επίγειες μετρήσεις του παγκόσμιου και ευρωπαϊκού δικτύου μέτρησης μικροσωματιδίων της ατμόσφαιρας και υπολογιστικών μοντέλων. Οπως μάλιστα αναφέρει ο κ. Σαρηγιάννης στο Βήμα, «τα στοιχεία που εξάγονται είναι μοναδικής αξίας αφού μπορούμε με τη μέθοδο αυτή να έχουμε σε πραγματικό χρόνο δεδομένα για οποιοδήποτε σημείο της Ελλάδας, ακόμη και για σημεία όπου δεν υπάρχουν σταθμοί μέτρησης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης καθώς το δίκτυο των σταθμών δεν είναι πολύ πυκνό».

Μια τέτοια αναλυτική αποτύπωση σε… real-time έκαναν οι ερευνητές τον περασμένο Ιούλιο, όταν η Ελλάδα καιγόταν (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς). Και τα συμπεράσματά τους που παρουσιάζει σήμερα αποκλειστικά το Βήμα και τα οποία δείχνουν πώς «κόπηκε η ανάσα» μεγάλου μέρους του πληθυσμού σε διαφορετικές περιοχές της χώρας αποτελούν μεγάλο μάθημα για το μέλλον, το οποίο (δυστυχώς) προοιωνίζεται όλο και πιο «πύρινο».

Συγκεκριμένα, όπως εξηγεί ο πρόεδρος του ΕΙΕ, οι μετρήσεις αφορούν τον αποκαλούμενο ΑQI (Air Quality Index), έναν σύνθετο δείκτη της Αμερικανικής Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος (ΕΡΑ) ο οποίος συνδυάζει την επιβάρυνση του αέρα από ρύπους με τις επιπτώσεις στην υγεία. «Δείκτης ΑQI άνω του 100 σημαίνει ότι η ποιότητα του αέρα είναι κακή και ο πληθυσμός δεν πρέπει να εκτίθεται σε αυτόν προκειμένου να προστατευθεί η υγεία του».

Τα «παρελκόμενα» από τα Δερβενοχώρια

Σε τέτοια κακή ποιότητα αέρα εκτέθηκαν οι κάτοικοι διαφορετικών περιοχών της χώρας μας το προηγούμενο διάστημα. Είναι χαρακτηριστικότατα τα παραδείγματα που παραθέτει ο καθηγητής σχετικά με το… χρονολόγιο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης που «γέννησε» ο συνδυασμός καύσωνα και πυρκαγιών: «Στις 22 Ιουλίου το απόγευμα, όταν η μεγάλη φωτιά στα Δερβενοχώρια είχε πλέον σχεδόν σβήσει, ο ΑQI στα Μέγαρα ήταν 109 και οι συνθήκες της ατμόσφαιρας ανθυγιεινές για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Το ίδιο βράδυ κατά το οποίο ο καπνός «διήνυσε» μεγάλες αποστάσεις λόγω των ανέμων, στην περιοχή της Βορειοανατολικής Αττικής ο αέρας, με βάση τις εκτιμήσεις, κρινόταν ως ανθυγιεινός για όλο τον πληθυσμό, με τον ΑQI να είναι 156 – η συμβουλή σε τέτοια επίπεδα AQI είναι να μην εκτεθεί όλος ο πληθυσμός σε αυτή την ποιότητα αέρα, να μην τον εισπνεύσει μειώνοντας στο ελάχιστο την παρουσία του σε εξωτερικούς χώρους».

Η ατμόσφαιρα μετά τη Ρόδο

Ας «ταξιδέψουμε» τώρα σε μια άλλη γωνιά της χώρας μας, στη Ρόδο, που επλήγη σε μείζονα βαθμό από τις πυρκαγιές – ποιος ξεχνά τις εικόνες «Αποκάλυψης» με τις φλόγες να κατακαίνε το νησί στις 23 Ιουλίου, τις εκκενώσεις ακόμη και μέσω θαλάσσης χιλιάδων ντόπιων και τουριστών. «Στις 23 Ιουλίου ο ΑQI στη Λίνδο, ένα άκρως τουριστικό μέρος της Ρόδου, ήταν 180 – αέρας ανθυγιεινός να τον εισπνεύσει ο οποιοσδήποτε. Και αυτό αποδεικνύεται και από τα μοντέλα που έχουμε και αναλύουν τους επί μέρους ρύπους. Στη συγκεκριμένη περιοχή, εκείνη την ημέρα, τα επίπεδα των ΡΜ2,5, αιωρούμενων σωματιδίων με πολύ μικρή διάμετρο που θεωρούνται άκρως επιβλαβή για την υγεία καθώς μπορούν να διεισδύσουν βαθιά στους πνεύμονες προκαλώντας αναπνευστικά προβλήματα και όχι μόνο, ήταν 160 μg/m3, όταν το ανώτατο όριο έκθεσης του ανθρώπου σε αυτά είναι τα 20 μg/m3» λέει ο κ. Σαρηγιάννης.

Ο καύσωνας στην Αθήνα

Το βράδυ της 23ης Ιουλίου η ποιότητα του αέρα… έκοβε την ανάσα και των κατοίκων της Αθήνας. «Περιμετρικά του κέντρου ο AQI ήταν 197 – μεταφραζόμενος σε άκρως κακή ποιότητα του αέρα για να εκτεθεί σε αυτόν όλος ο πληθυσμός. Επλήγησαν περιοχές από τη Φιλοθέη και επάνω όπως το Μαρούσι και η Κηφισιά, περιοχές που γενικώς θεωρείται ότι έχουν καλύτερη ποιότητα αέρα σε σχέση με το κέντρο της Αθήνας». Σε αυτή την… εξίσωση, καθώς οι φωτιές στα Δερβενοχώρια είχαν πλέον σβήσει, υπεισήλθε η δεύτερη σημαντική παράμετρος που επιβάρυνε τον αέρα το περασμένο διάστημα και δεν ήταν άλλη από τον καύσωνα. Το τριήμερο 21-23 Ιουλίου ήταν μια πολύ ζεστή περίοδος, με τις θερμοκρασίες να χτυπούν «κόκκινο» στη χώρα. «Οι υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με τις εκπομπές οξειδίων του αζώτου λόγω των καυσαερίων των αυτοκινήτων από το κέντρο της Αθήνας οδήγησαν σε δημιουργία πολύ υψηλών επιπέδων τροποσφαιρικού όζοντος – το όζον στις 23 Ιουλίου σκαρφάλωσε στα 380 μg/m3, όταν το ανώτατο όριο συναγερμού του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι τα 100 μg/m3».

Από την Κέρκυρα στη Στερεά Ελλάδα

Η 28η Ιουλίου πάλι, λίγες ημέρες μετά την πολυήμερη μάχη με τη φωτιά στην Κέρκυρα, αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα του πόσο τα παρελκόμενα μιας πυρκαγιάς επηρεάζουν τον πληθυσμό όχι μόνο της περιοχής όπου αυτή μαίνεται αλλά και τους κατοίκους πολλών άλλων περιοχών. «Εκείνη την ημέρα, λόγω της κατεύθυνσης των ανέμων, η ποιότητα του αέρα επηρεάστηκε σημαντικά σε περιοχές της Ηπείρου και της Στερεάς Ελλάδας. Για αυτό και σε τέτοια συμβάντα πρέπει πάντα να λαμβάνονται μέτρα για την υγεία των κατοίκων όχι μόνο στις περιοχές που πλήττονται από πυρκαγιές αλλά σε πολύ μεγαλύτερη ακτίνα με βάση το πώς θα κινηθεί ο καπνός εξαιτίας των ανέμων» υπογραμμίζει ο πρόεδρος του ΕΙΕ.

Οσο για τη μεγάλη πυρκαγιά στον Βόλο, είναι χαρακτηριστικό το πόσο επιβαρυντική ήταν για την υγεία του πληθυσμού αφού, με βάση τις εκτιμήσεις της ερευνητικής ομάδας, ο δείκτης ΑQI στις 28 Ιουλίου ήταν 236 – αυτό το επίπεδο μεταφράζεται σε πάρα πολύ κακή ποιότητα αέρα για όλον τον πληθυσμό. Την ίδια στιγμή τα αιωρούμενα μικροσωματίδια ΡΜ2,5 έφθασαν τα 228 μg/m3. «Φανταστείτε μάλιστα ότι αυτή ήταν η εικόνα της ποιότητας του αέρα πριν από τις εκρήξεις στην αποθήκη πυρομαχικών στην 111 Πτέρυγα Μάχης στη Νέα Αγχίαλο. Οι τιμές αυτές είναι τιμές που θα χαρακτήριζαν μια πόλη με τόσο κακή ποιότητα αέρα όπως το Πεκίνο!».

Οι τρεις κρίσιμες ημέρες

Ρωτάμε τον κ. Σαρηγιάννη για πόσο διάστημα μετά από τέτοια άκρως επιβαρυντικά για την ατμόσφαιρα γεγονότα παραμένει υψηλός ο δείκτης ποιότητας του αέρα και τα επίπεδα των ρύπων που τον συνθέτουν. Οπως απαντά, «για ένα τριήμερο κατά μέσο όρο. Καθώς όμως τέτοια φαινόμενα δεν θα σταματήσουν – σύντομα, σύμφωνα με τους μετεωρολόγους, θα έχουμε νέο καύσωνα -, θα πρέπει οι αρμόδιοι να κάνουν συστάσεις για προστασία του πληθυσμού όχι μόνο κατά τις ημέρες των καυσώνων ή των πυρκαγιών αλλά και τις ημέρες που έπονται αυτών. Και πρέπει σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τους καύσωνες να τονίσουμε ότι δεν επηρεάζουν τη δημόσια υγεία μόνο ως θερμικό φαινόμενο προκαλώντας π.χ. θερμοπληξία. Συμβάλλουν και στη σημαντική επιβάρυνση της ποιότητας του αέρα εξαιτίας της δημιουργίας τροποσφαιρικού όζοντος, ιδίως σε αστικές περιοχές που είναι ήδη επιβαρυμένες από τα οξείδια του αζώτου λόγω των μεταφορών. Τα οξείδια του αζώτου σε συνθήκες έντονης ηλιοφάνειας μέσω φωτοχημικών αντιδράσεων οδηγούν πάντα σε σύνθεση μεγάλων ποσοτήτων όζοντος. Και πολύ όζον στον αέρα που αναπνέουμε μεταφράζεται σε σημαντική επιβάρυνση για την υγεία, ιδίως σε άτομα με αναπνευστικές παθήσεις όπως η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια και το άσθμα. Πρόκειται όμως για έναν ατμοσφαιρικό ρύπο που επηρεάζει ολόκληρο τον οργανισμό καθώς προκαλεί οξειδωτικό στρες στα κύτταρα».

Κλείνοντας ο κ. Σαρηγιάννης επιθυμεί να τονίσει ότι στον κόσμο που ζούμε πλέον με τα ακραία φαινόμενα να αποτελούν τη νέα κανονικότητα, η παράμετρος «ρύπανση» πρέπει να μπει στην ατζέντα των ιθυνόντων για το καλό του πληθυσμού. «Οταν οι κάτοικοι μιας περιοχής καλούνται να την εκκενώσουν εξαιτίας μιας πυρκαγιάς προκειμένου να σώσουν τη ζωή τους, θα έπρεπε να τους δίνονται οδηγίες, αν έχουν ευάλωτη υγεία, για το πού θα ήταν καλύτερο να μετακινηθούν και με βάση τη ρύπανση που θα προκύψει σε γειτονικές περιοχές. Μια τέτοια οδηγία μπορεί επίσης να σώσει ζωές!». Και η σωτηρία κάθε ζωής είναι το πιο μεγάλο πράγμα…

Η ελπίδα «ανάσας» για την Αθήνα

Υπάρχουν τρόποι για να «ανασάνουν» τα αστικά κέντρα όπως η Αθήνα από την ατμοσφαιρική ρύπανση, η οποία γίνεται ακόμη χειρότερη τα «καυτά» καλοκαίρια που πλέον αντιμετωπίζουμε. Και ορισμένοι από αυτούς δεν είναι δύσκολο να εφαρμοστούν. Αυτό έδειξε μελέτη που διεξήγαγε το 2022 κ. Σαρηγιάννης και οι συνεργάτες του από το ΑΠΘ. «Η μελέτη διεξήχθη για λογαριασμό του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με στόχο την αντιμετώπιση των υπερβάσεων των ατμοσφαιρικών ρύπων στην Αθήνα. Οπως είδαμε, θα μπορούσε να επιτευχθεί μια τέτοια μείωση ως το 2030 με εφαρμογή μέτρων όπως η ηλεκτροκίνηση, η αντικατάσταση των παλαιών με νέου τύπου οχήματα, η μικρή και στοχευμένη επέκταση του Δακτυλίου αλλά και η υποχρεωτική τηλεργασία της τάξεως του 15% στον τομέα των υπηρεσιών στο κέντρο της Αθήνας – ένας τέτοιος στόχος δεν είναι ανέφικτος, μιλάμε για τηλεργασία μία ημέρα την εβδομάδα. Είδαμε ότι και μόνο η τηλεργασία θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τον κυκλοφοριακό φόρτο αλλά και τον περιβαλλοντικό φόρτο που αυτός συνεπάγεται. Αυτό μάλιστα κατεγράφη την Παρασκευή 21 Ιουλίου όταν επετράπη η τηλεργασία στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα λόγω καύσωνα και σημειώθηκε σημαντική μείωση στη σωματιδιακή ρύπανση στην ατμόσφαιρα της πρωτεύουσας».

Η απειλή μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στην υγεία

Σαν «κερασάκι» στην… καυτή τούρτα που αφορά τις επιδράσεις των πυρκαγιών στην υγεία έρχεται μια πρόσφατη μελέτη ερευνητών του Πανεπιστημίου Monash στην Αυστραλία, η οποία είναι μία από τις μεγαλύτερες και πιο ενδελεχείς που έχουν διεξαχθεί ποτέ σχετικά με τις μακροπρόθεσμες συνέπειες στην υγεία του πληθυσμού από την έκθεση στον καπνό των πυρκαγιών. Η μελέτη αυτή, που είναι η πρώτη η οποία εξετάζει τη σχέση της μακροπρόθεσμης έκθεσης στα επιβλαβή αιωρούμενα μικροσωματίδια της ατμόσφαιρας ΡΜ2,5 και της θνησιμότητας για ένα διάστημα παρακολούθησης που φθάνει τα 11 έτη, κρούει τον «κώδωνα του κινδύνου».

Συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανακάλυψαν, όπως ανέφεραν στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Hazardous Materials», ότι αύξηση των επιπέδων ΡΜ2,5 που σχετίζονται με τις πυρκαγιές κατά μόλις 10 μg/m3 συνδέεται με αύξηση του κινδύνου θνησιμότητας από όλα τα αίτια κατά 0,4% και κατά 0,5% σε ό,τι αφορά συγκεκριμένα τον κίνδυνο θανάτου από καρκίνο. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι από τη μελέτη δεν προέκυψε ισχυρή σύνδεση μεταξύ της έκθεσης σε ΡΜ2,5 που σχετίζονται με τις πυρκαγιές και της μακροπρόθεσμης θνησιμότητας από καρδιαγγειακά και αναπνευστικά αίτια καθώς και από ψυχικές νόσους.

Οπως εξήγησε σε σχετικό δελτίο Τύπου για τη μελέτη η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, αναπληρώτρια καθηγήτρια της Σχολής Δημόσιας Υγείας και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Monash Σανσάν Λι, «θελήσαμε να εκτιμήσουμε τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις της έκθεσης σε ΡΜ2,5 εξαιτίας πυρκαγιών σε ό,τι αφορούσε τη θνησιμότητα των ενηλίκων και για να το επιτύχουμε χρησιμοποιήσαμε μια μεγάλης κλίμακας εθνική βάση δεδομένων από τη Βιοτράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου – UK Biobank. Εξ όσων γνωρίζουμε πρόκειται για την πρώτη πληθυσμιακή προοπτική μελέτη κοόρτης η οποία μετρά τη συσχέτιση μεταξύ της μακροπρόθεσμης έκθεσης στα ΡΜ2,5 που συνδέονται με τις πυρκαγιές και της θνησιμότητας».
Τα δεδομένα αφορούσαν μια υπο-ομάδα της UK Biobank η οποία περιελάμβανε 492.394 άτομα που «συνελέγησαν» από το 2004 ως το 2010 και παρακολουθήθηκαν έως και επί 11 έτη σε συστηματική βάση – οι ειδικοί συνέλεγαν βιολογικά δείγματα και χορηγούσαν στους εθελοντές ερωτηματολόγια σχετικά με τον τρόπο ζωής τους ενώ όλα τα στοιχεία συνδέονταν με τους ιατρικούς φακέλους τους.

Στη συνέχεια η ερευνητική ομάδα εξήγαγε δεδομένα σχετικά με τη θνησιμότητα των εθελοντών, συμπεριλαμβανομένων της κύριας αιτίας θανάτου και της χρονολογίας θανάτου. Τα δεδομένα συνδέθηκαν με την πιθανή έκθεση σε ΡΜ2,5 που είχαν εκλυθεί από πυρκαγιές ένα ως πέντε έτη πριν από τον θάνατο.

Σύμφωνα με τη δρα Λι τα ευρήματα «δείχνουν ότι η έκθεση σε ΡΜ2,5 που συνδέονται με τις πυρκαγιές έχει μακροπρόθεσμη αρνητική επίδραση στη θνησιμότητα από όλα τα αίτια καθώς και στη θνησιμότητα εξαιτίας νεοπλασμάτων». Η καθηγήτρια κατέληξε τονίζοντας ότι με δεδομένες τις μεγάλες πυρκαγιές που έχουν ξεσπάσει στον πλανήτη, τα καινούργια ευρήματα καταδεικνύουν την ανάγκη μακροπρόθεσμης παρακολούθησης της υγείας του πληθυσμού μετά από έκθεση στον καπνό των πυρκαγιών.