Ισως τα πιο χαρακτηριστικά πουλιά που συναντάμε στις καλοκαιρινές μας διακοπές να είναι οι γλάροι, οι οποίοι ακολουθούν τα πλοία καθώς αυτά απομακρύνονται από το λιμάνι. Οι ασημόγλαροι, όπως τους ονομάζουν οι επιστήμονες, είναι όμως μοναχά ένα από τα εκατοντάδες είδη πουλιών τα οποία μπορούμε να συναντήσουμε στον τόπο μας. Η καλοκαιρινή περίοδος λοιπόν είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να εξοικειωθούμε με τον πλούτο της ελληνικής ορνιθοπανίδας, αλλά και να συλλογιστούμε ποιες πρακτικές πρέπει να υιοθετήσουμε – κατά τη διάρκεια των διακοπών αλλά και όταν επιστρέψουμε – ώστε να μην αναγκάσουμε τους φτερωτούς μας φίλους να εγκαταλείψουν τον τόπο μας αναζητώντας πιο φιλόξενα μέρη. Το ΒΗΜΑ-Science συνομίλησε με την κυρία Ρούλα Τρίγκου, Συντονίστρια Επικοινωνίας της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, και της ζήτησε να μας παρουσιάσει μερικά από τα πιο αξιοπρόσεκτα πουλιά που ενδέχεται να συναντήσουμε στις καλοκαιρινές μας διακοπές. Επίσης την παρακαλέσαμε να μας καθοδηγήσει στο πώς θα μπορούσαμε να προστατεύσουμε αυτόν τον φυσικό πλούτο.

Πουλιά που θυμίζουν καλοκαίρι

«Το ελληνικό καλοκαίρι είναι συνυφασμένο με τα θαλασσοπούλια» αναφέρει αρχίζοντας τη συνομιλία μας η κυρία Τρίγκου. «Συνήθως παρατηρούμε τους ασημόγλαρους, οι οποίοι έχουν κίτρινο ράμφος, είναι πολυπληθείς και μας ακολουθούν πίσω από τα πλοία». Υπάρχει όμως και ένα άλλο είδος γλάρου, το οποίο με λίγη τύχη θα παρατηρήσουμε στα νησιά του Αιγαίου. «Ο αιγαιόγλαρος είναι το πιο απειλούμενο θαλασσοπούλι της Ελλάδας. Στη χώρα μας φωλιάζουν 500 περίπου ζευγάρια, ένας μικρός αλλά σημαντικός πληθυσμός. Ο μεγαλύτερος πληθυσμός αιγαιόγλαρων βρίσκεται στην Ισπανία, στο Δέλτα του Ebro, και πρόσφατα υπέστη πολύ σημαντική μείωση εξαιτίας της πρόσβασης θηρευτών, στη μέχρι τώρα απρόσιτη αποικία. Ετσι, είναι πολύτιμο που υπάρχει και διατηρείται ένας σημαντικός πληθυσμός αυτών των πουλιών στις νησίδες του Αιγαίου» σημειώνει η ίδια.

Ενα άλλο θαλασσοπούλι που ξεχωρίζει είναι ο αρτέμης, ένα πουλί το οποίο περνά τον χειμώνα στον Νότιο Ατλαντικό, έρχεται στα μέρη μας την άνοιξη και το καλοκαίρι, πριν φύγει ξανά για τους ωκεανούς του Νότου. «Είναι πελαγικό θαλασσοπούλι, συγγενικό είδος με τα άλμπατρος και, όπως αυτά, νιώθει άνετα μόνο στην ανοιχτή θάλασσα. Ανάμεσα στους πολυπληθείς ασημόγλαρους ας έχουμε τον νου μας για τα όμορφα αυτά θαλασσοπούλια που θυμίζουν καφέ γλάρους αλλά είναι πιο ντελικάτα, έχουν μακριές φτερούγες και πετούν πολύ ανάλαφρα πάνω από τα κύματα».

Ο αρτέμης είναι ένα είδος το οποίο ζει σχεδόν όλη του τη ζωή στην ανοιχτή θάλασσα και επισκέπτεταιτη στεριά μόνο για να φωλιάσει. Μοιάζει με καφέ γλάρο, αλλά έχει και το πολύ χαρακτηριστικό ράμφος των ρινοτρυπόμορφων πουλιών με το χαρακτηριστικό εξόγκωμα, το οποίο τα βοηθά να φιλτράρουν το θαλασσινό νερό

Ενα γεράκι με άλλες συνήθειες

Ο μαυροπετρίτης, ή αλλιώς βαρβάκι, όπως τον αποκαλούν οι νησιώτες, είναι ακόμη ένα πουλί το οποίο είναι συνυφασμένο με τη θάλασσα και το ελληνικό καλοκαίρι. «Είναι ένα γεράκι το οποίο ζει σαν θαλασσοπούλι και φωλιάζει στα νησιά και στις νησίδες της Ελλάδας. Στην Ελλάδα φιλοξενούμε περισσότερο από το 85% του παγκόσμιου πληθυσμού του είδους. Ετσι, το καλοκαίρι, τα νησιά και οι νησίδες του Αιγαίου κατακλύζονται από μαυροπετρίτες!» εξηγεί η κυρία Τρίγκου, συμπληρώνοντας ότι «είναι ένα είδος το οποίο είναι προστατευόμενο σε διεθνές επίπεδο και είναι ίσως το πιο σημαντικό είδος της Ελλάδας ακριβώς επειδή φιλοξενούμε τόσο μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού του είδους».

Αυτή την εποχή οι μαυροπετρίτες έχουν ξεκινήσει να φωλιάζουν. Κανένα άλλο είδος δεν φωλιάζει τόσο αργά, τον Αύγουστο. Τους συναντάμε σε πολλά νησιά και νησίδες του Αιγαίου. Αρα, οποιοσδήποτε επισκεφθεί ένα νησί και κοιτάξει ψηλά στον ουρανό και δει κάποια γεράκια, πιθανότατα θα είναι μαυροπετρίτες

Καθώς απομακρυνόμαστε από τη θάλασσα και πηγαίνουμε προς τα χωριά του κάμπου, είναι πιθανό να παρατηρήσουμε το κιρκινέζι, ένα κομψό, μικροκαμωμένο γεράκι, το οποίο όταν αιωρείται στον αέρα μοιάζει με μικρό χαρταετό. «Το κιρκινέζι είναι ένα μεταναστευτικό γεράκι, διαχειμάζει στην υποσαχάρια Αφρική και έρχεται σε εμάς το καλοκαίρι» αναφέρει η ίδια, επισημαίνοντας ότι «ζει δίπλα στον άνθρωπο και φωλιάζει κάθε άνοιξη στα χωριά της ελληνικής υπαίθρου. Μπορούμε να τα δούμε σε πολλές περιοχές: στα Τρίκαλα, στη Θεσσαλία -όπου έχουμε τον μεγαλύτερο πληθυσμό του είδους στη χώρα -, στη Λήμνο, στην περιοχή της Κομοτηνής ή στην Πελοπόννησο».

Το κιρκινέζι είναι ένα μικρό μεταναστευτικό γεράκι που αναπαράγεται κατά αποικίες, πολύ συχνά μέσα σε κατοικημένες περιοχές, όπου επιλέγει τρύπες σε ψηλά κτίρια, σε τοίχους σπιτιών και αποθηκών ή σε σκεπές για να φτιάξει τη φωλιά του

Τέλος, αξίζει ιδιαίτερα να αναφερθεί μια ομάδα πουλιών που μοιάζει με τα χελιδόνια και ονομάζονται σταχτάρες, ή αλλιώς πετροχελίδονα. Είναι πολύ ιδιαίτερα πουλιά, αφού μπορούν να περάσουν σχεδόν όλη τους τη ζωή χωρίς να πατήσουν στο έδαφος! «Αυτή την εποχή τα βλέπουμε να πετάνε όλα μαζί στον ουρανό μαζί με τα μικρά τους. Ετοιμάζονται να φύγουν για την Αφρική, ξεκινώντας για το μακρύ μεταναστευτικό ταξίδι ήδη από τα μέσα Αυγούστου».

Ανθρωπογενείς κίνδυνοι

Αυτά είναι λίγα μόνο από τα πουλιά που μπορεί κανείς να συναντήσει τους καλοκαιρινούς μήνες. Η βιοποικιλότητα δεν πρέπει ωστόσο να θεωρείται ως δεδομένη, αφού αρκετοί παράγοντες καθιστούν τον πληθυσμό των πουλιών εξαιρετικά ευάλωτο. Ενας βασικός κίνδυνος είναι η απώλεια των βιοτόπων των πτηνών, των περιοχών δηλαδή τις οποίες τα πουλιά έχουν ανάγκη για την επιβίωσή τους. «Ο μαυροπετρίτης ή ο αρτέμης, παραδείγματος χάριν, φωλιάζουν σε ακατοίκητες νησίδες. Μπορεί συνήθως να πιστεύουμε ότι αυτές είναι ξερές και δεν έχουν ζωή, ωστόσο συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Είναι δηλαδή πολύ σημαντικά κέντρα βιοποικιλότητας, αφού τα πουλιά έχουν φύγει από τα νησιά όπου υπάρχει όχληση και έχουν βρει ένα μοναδικό καταφύγιο στις νησίδες. Αυτές οι περιοχές λοιπόν είναι πολύτιμα, αναντικατάστατα καταφύγια και είναι πολύ σημαντικό να προστατεύονται».

Οπως εξηγεί η κυρία Τρίγκου, ένας από τους παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην απώλεια των βιοτόπων είναι η χωροθέτηση ανεμογεννητριών, όταν αυτή γίνεται σε προστατευόμενες περιοχές, όπως οι ακατοίκητες νησίδες του Αιγαίου, οι οποίες αποτελούν καταφύγιο σπάνιων αλλά και απειλούμενων ειδών. Μία άλλη συνιστώσα είναι οι συνήθειες των παραθεριστών, οι οποίες μπορούν να απομακρύνουν τα πουλιά από τα μοναδικά τους καταφύγια. «Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν επισκεπτόμαστε τις νησίδες με σκάφος. Δεν θα πρέπει να προσεγγίζουμε τις ακατοίκητες νησίδες ούτε να κατεβαίνουμε σε αυτές. Ακόμη κι αν το κάνουμε, θα πρέπει να παραμείνουμε κοντά στην παραλία και να μην προχωρήσουμε πιο μέσα, επειδή ενοχλούμε τα πουλιά τα οποία φωλιάζουν εκεί» εξηγεί η ίδια, συμπληρώνοντας ότι «είναι πάρα πολύ σημαντικό επίσης να μην πηγαίνουμε το βράδυ με φώτα, επειδή τα πελαγικά θαλασσοπούλια επιστρέφουν τη νύχτα. Τα έντονα νυχτερινά φώτα τα αποπροσανατολίζουν και δεν μπορούν να επιστρέψουν στις φωλιές τους για να ταΐσουν τους νεοσσούς τους».

Η απειλή των ποντικών

Ενα ακόμη σημαντικό πρόβλημα που προκύπτει από την «απόβαση» παραθεριστών σε νησίδες είναι ότι πολλές φορές στα σκάφη «κρύβονται» ποντικοί, οι οποίοι κατεβαίνουν στις νησίδες και αναζητούν τροφή. «Τα ποντίκια είναι ένα είδος ξενικό για τις νησίδες και αποτελούν πολύ σημαντική απειλή για τα θαλασσοπούλια. Αυτά πολλές φορές κάνουν ένα μοναδικό αβγό, το οποίο το μεγαλώνουν και οι δύο γονείς. Ωστόσο, επειδή οι γονείς μπορεί να λείψουν για μέρες προς αναζήτηση τροφής στο ανοιχτό πέλαγος, αφήνουν το μικρό τους πίσω απροστάτευτο. Ετσι, οι νεοσσοί γίνονται εύκολη λεία για τα ποντίκια».

Υπάρχουν φυσικά και άλλοι κίνδυνοι οι οποίοι έχουν επισημανθεί από τους επιστήμονες, όπως η τυχαία παγίδευση των θαλασσοπουλιών, δηλαδή όταν τα πουλιά μπλέκονται σε δίχτυα και παραγάδια ή – όσον αφορά τη στεριά – η μείωση του πληθυσμού των εντόμων, η οποία συνεπάγεται τη σημαντική μείωση του αριθμού των εντομοφάγων πουλιών, όπως τα χελιδόνια. Ολες αυτές οι παράμετροι επισημαίνονται από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, η οποία συνεργάζεται, μεταξύ άλλων, με ένα πλήθος φορέων για την ευαισθητοποίηση και την εκπαίδευση των πολιτών σε αυτά τα ζητήματα, αλλά και για την προώθηση λύσεων σε επίπεδο Πολιτείας.

Υπάρχουν και στην πόλη πουλιά που αξίζουν την προσοχή και τη φροντίδα μας, όπως ο εικονιζόμενος τσαλαπετεινός στο Πάρκο Τρίτση

«Να κάνουμε τα πάρκα πιο φιλικά και για τα πτηνά της πόλης»

Επειδή αργά ή γρήγορα θα επιστρέψουμε στην πόλη, δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ότι υπάρχουν κι εκεί αξιοπρόσεκτα είδη πουλιών, τα οποία ίσως ακούσαμε να κελαηδούν κατά τη διάρκεια της κοινωνικής αποστασιοποίησης, όταν οι θόρυβοι της πόλης δεν ήταν έντονοι. Οπως σημειώνει η κυρία Τρίγκου, θα πρέπει να δώσουμε στα πουλιά αυτά περισσότερο χώρο. «Εκτός από τους μόνιμους φτερωτούς κατοίκους, στις πόλεις βρίσκουν καταφύγιο και μεταναστευτικά είδη πουλιών, λόγω του ιδιαίτερου μικροκλίματος (με υψηλότερες θερμοκρασίες) και της απουσίας θηρευτών. Οπότε μπορούμε να κάνουμε τα πάρκα πιο φιλικά τοποθετώντας, μεταξύ άλλων, τεχνητές φωλιές και φυτεύοντας είδη τα οποία προσφέρουν στα πουλιά τροφή καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου και κυρίως τον χειμώνα».

Τα πολλαπλά οφέλη από την ανάπτυξη του ορνιθοτουρισμού

Η παρατήρηση πουλιών είναι για πολλούς ανθρώπους όχι μόνο μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ασχολία αλλά και ένα ισχυρό κίνητρο για να επισκεφθούν μέρη όπου υπάρχουν πολλά και ξεχωριστά είδη πουλιών. Στην Ελλάδα, ο ορνιθοτουρισμός, όπως ονομάζεται η συνήθεια των ταξιδιωτών που επιλέγουν να επισκεφθούν αυτούς τους βιοτόπους, έχει ξεκινήσει να αναπτύσσεται δυναμικά. «Ο ορνιθοτουρισμός αφορά την παρατήρηση και τη φωτογράφιση πουλιών. Είναι ραγδαία αναπτυσσόμενος κλάδος, αριθμώντας πολλά εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο. Στην Ελλάδα είναι ένας ανερχόμενος κλάδος του οικοτουρισμού και είναι πολύ σημαντικός τόσο για την υποστήριξη των τοπικών κοινωνιών όσο και για την προστασία της βιοποικιλότητας. Οι επισκέπτες έρχονται τις περιόδους της μετανάστευσης, δηλαδή την άνοιξη και το φθινόπωρο. Οι περίοδοι αυτές, με τουριστικούς όρους, είναι “low season”, οπότε ενισχύονται οι τοπικές κοινότητες» αναφέρει η κυρία Τρίγκου. Οπως σημειώνει η ίδια, οι συγκεκριμένοι επισκέπτες αγαπούν τη φύση και κάνουν επιλογές οι οποίες είναι διαφορετικές από αυτές που συνηθίζονται στον μαζικό τουρισμό. Αυτή η μορφή τουρισμού είναι πολύτιμη όμως και για τα ίδια τα πουλιά, αφού οι κάτοικοι συμβάλλουν στην προστασία τους ώστε να διαφυλάξουν τον πλούτο των ειδών, ο οποίος προσελκύει το ενδιαφέρον. «Κάποιος που επισκέπτεται, παραδείγματος χάριν, τη λίμνη Κερκίνη, πηγαίνει για να παρατηρήσει ή και να φωτογραφίσει τα πουλιά. Εάν οι κάτοικοι δεν φρόντιζαν και δεν προστάτευαν και οι ίδιοι τους αργυροπελεκάνους, δεν θα πήγαιναν επισκέπτες από όλον τον κόσμο για να δουν τα πουλιά αυτά» αναφέρει η ίδια.