Το κυρίαρχο δίλημμα που θέτει το ΠαΣοΚ στο εκλογικό σώμα είναι πώς θέλουν να διαμορφωθεί ο πολιτικός χάρτης της χώρας. Αν ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα χωρά και ένας τρίτος, καθοριστικός παίκτης. Επί της ουσίας, το δίλημμα αφορά τον τρόπο διακυβέρνησης και τη σχέση του με τη δημοκρατία, τη διαφάνεια και την αξιοκρατία.

Αν τα επόμενα χρόνια η χώρα πορευθεί με πυξίδα τα μοντέλα διακυβέρνησης της περιόδου Τσίπρα και Μητσοτάκη ή αν θα αλλάξει ρότα επιλέγοντας κυβερνήσεις προγραμματικής συμφωνίας. Αν επιλέξει να αλλάξει ρότα, τότε ο κρίσιμος παράγοντας αυτής της αλλαγής είναι η ενίσχυση του ΠαΣοΚ. Να βγάλουν οι κάλπες το «ισχυρό διψήφιο ποσοστό» που επιδιώκει η ηγεσία του.

«Το δίλημμα των εθνικών εκλογών δεν είναι Τσίπρας ή Μητσοτάκης, δεν είναι ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ. Το πραγματικό δίλημμα είναι ή ένα κράτος λάφυρο των εκάστοτε κυβερνώντων ή ένα κράτος εγγυητής του δημοσίου συμφέροντος» υπογράμμισε στη συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής» ο Νίκος Ανδρουλάκης.

«Να πάρουμε μια απόφαση αλλαγής»

Το ΠαΣοΚ εμφανίζει τη διακυβέρνηση Τσίπρα και τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη  ως τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. «Περάσαμε από το κράτος του κολλητού, του κ. Τσίπρα, στο κράτος του ανιψιού, του κ. Μητσοτάκη» είναι το μήνυμα που στέλνει το ΠαΣοΚ στο εκλογικό σώμα θέτοντας παράλληλα το ερώτημα: «Θέλουμε μια από τα ίδια ή θα πρέπει να πάρουμε μια απόφαση αλλαγής;».

Το δίλημμα που ακολουθεί αυτό του τρόπου διακυβέρνησης είναι το «σε ποια χώρα θέλουμε να ζούμε;». Το ερώτημα αυτό είναι η απάντηση στο δίλημμα της σταθερότητας που θέτει στους πολίτες ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Δεν είναι το ζητούμενο να αποκτήσει η χώρα σταθερή κυβέρνηση. Το ζητούμενο είναι και η κατεύθυνση αυτή της κυβέρνησης. Αν θα έχει κοινωνικό πρόσωπο, αν υπηρετεί την αξιοκρατία δίνοντας ίσες ευκαιρίες βάζοντας τέλος στη λογική των δικών μας παιδιών.

«Ο Μητσοτάκης έσπασε το ρεκόρ ΣΥΡΙΖΑ σε μετακλητούς υπαλλήλους και οι διοικήσεις των δημόσιων οργανισμών και νοσοκομείων καλύφθηκαν με κομματικά κριτήρια από αποτυχημένους πολιτευτές και γαλάζια παιδιά, όπως συνέβη με τον ΟΣΕ και την ΕΡΓΟΣΕ» σημειώνουν, συνεχώς, τα στελέχη του ΠαΣοΚ.

Αυτό, λοιπόν, είναι από τα διλήμματα της κάλπης. Η κατεύθυνση της κυβέρνησης. Για αυτό το ΠαΣοΚ προβάλλει έντονα την κοινωνική του ατζέντα. Υπόσχεται αναβάθμιση του ΕΣΥ με το 8%-10% των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, Κέντρα Υγείας σε όλη την Ελλάδα, 120 δόσεις για οφειλές σε Εφορία και ΕΦΚΑ, προστασία της κύριας κατοικίας των δανειοληπτών, μείωση του ΦΠΑ στα βασικά είδη διατροφής, προστασία της αγροτικής γης από πλειστηριασμούς και νέο ΕΚΑΣ για 350.000 χαμηλοσυνταξιούχους.

Σημαία του η δεξαμενή 150.000 κοινωνικών κατοικιών που θα διατίθενται σε νέους και νέα ζευγάρια με χαμηλό ενοίκιο. Ολα αυτά μπορούν να αποτελέσουν τις προτεραιότητες μιας κυβέρνησης προγραμματικής συμφωνίας στην οποία μπορούσε να συμμετάσχει το ΠαΣοΚ. Αλλά για να τις επιβάλει χρειάζεται ισχυρό ποσοστό. Μικρό ποσοστό σημαίνει ότι το εκλογικό σώμα τού δίνει εντολή αντιπολίτευσης.

«Μοναδική εναλλακτική προοδευτική λύση»

Ο κ. Ανδρουλάκης έχει δηλώσει ότι το ΠαΣοΚ θα είναι χρήσιμο είτε είναι στην κυβέρνηση είτε είναι στην αντιπολίτευση. «Είναι εδώ για τους μη προνομιούχους», όπως λέγεται χαρακτηριστικά. Εχει τη σημασία του ότι ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ τονίζει ότι «είμαστε η μοναδική εναλλακτική προοδευτική λύση» απέναντι στον Μητσοτάκη.

Η κριτική του απέναντι στον κ. Τσίπρα έχει ξεκάθαρη στόχευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να κάνει αξιόπιστη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση. Και ο Αλέξης Τσίπρας; Μπορεί να αποτελέσει πολιτική και εκλογική απειλή για τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο «καλύτερος χορηγός του»; «Αν δεν ήταν αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα είχε, ήδη, φύγει» αναφέρει συνεχώς ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ.

Το δίλημμα αυτή τη φορά αφορά, κυρίως, τους κεντροαριστερούς ψηφοφόρους. Και ενδεχομένως να έχει τη δική του βαρύτητα στην πορεία προς τις δεύτερες κάλπες, αν οι πρώτες επιβεβαιώσουν τη δημοσκοπική διαφορά μεταξύ της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, με τον Αλέξη Τσίπρα να δέχεται την τρίτη κατά σειρά ήττα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.