Ενα σημείο στο οποίο επικεντρώνεται το ενδιαφέρον για τις εκλογικές αναμετρήσεις στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια είναι εκείνο της συμμετοχής ή (αντιστρόφως) της αποχής. Βεβαίως από τεχνικής πλευράς η ανάλυση με όρους αποχής είναι σαφώς πιο αναξιόπιστη, λόγω της προβληματικής εικόνας των ανεκκαθάριστων (και υπερδιογκωμένων) εκλογικών καταλόγων, με 9.984.934 εγγεγραμμένους το 2019, όταν ο νόμιμος πληθυσμός της χώρας αριθμεί συνολικά 9.715.375, με βάση την απογραφή του 2021, ενώ ο αριθμός των ενηλίκων πρέπει να κυμαίνεται προσεγγιστικά σε 8-8,5 εκατ.

Ραγδαία μείωση από το 2004

Ασφαλέστερο λοιπόν είναι η ανάλυση να γίνεται με όρους εκλογικής συμμετοχής, δηλαδή με βάση τον αριθμό των ψηφισάντων, ο οποίος από 4,96 εκατ. το 1974, έφτασε στο ιστορικά υψηλότερο μέγεθός του στις εκλογές του 2004 (7,573 εκατ.), αύξηση η οποία προφανώς συμβαδίζει με τη δημογραφική εξέλιξη της χώρας. Εν τούτοις από το 2004 παρατηρείται μια ραγδαία μείωση της συμμετοχής, η οποία σταδιακά έφτασε στο ιστορικό χαμηλό της τα 5,566 εκατ. τον Σεπτέμβριο του 2015, ισοδυναμώντας δηλαδή συνολικά με αποχώρηση 2.000.000 ψηφοφόρων από το ενεργό εκλογικό σώμα, τη στιγμή που η αντίστοιχη μείωση του νόμιμου πληθυσμού της χώρας μεταξύ 2001 και 2021 είναι πολύ μικρότερη (-490.000).

Ως εκ τούτου, σε αντιπαραβολή και με τις διεθνής τάσεις του φαινομένου, η μείωση της εκλογικής συμμετοχής ερμηνεύεται πρωτίστως ως μία ακόμα έκφανση της κρίσης του πολιτικού συστήματος, η οποία εν προκειμένω εκφράζεται είτε ως αδιαφορία για την πολιτική και τις εκλογικές διαδικασίες (η χαμηλότερη μέχρι τώρα συμμετοχή έχει καταγραφεί στις Ευρωεκλογές του 2009 – 5,2 εκατ.), είτε ως μήνυμα διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης προς τα κόμματα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό ότι η σταδιακή αυτή μείωση της συμμετοχής δεν υπήρξε συνεχής, αλλά εντοπίστηκε χρονικά σε τρία κατ’ ουσίαν διακριτά, αλλά αριθμητικά συγκρίσιμα κύματα εξόδου από το εκλογικό σώμα, που το καθένα φαίνεται να είχε και συγκεκριμένη πολιτική προέλευση.

Τα τρία κύματα εξόδου από τις κάλπες

Το πρώτο κύμα εξελίχθηκε σε δύο ισοδύναμα στάδια (το 2007 και το 2009) και αντιστοιχούσε σε συνολική αποχώρηση 530.000 ψηφοφόρων, προερχομένων κυρίως από τη ΝΔ. Χαρακτηριστικό είναι ότι η θριαμβευτική νίκη του ΠαΣοΚ το 2009 (43,9%) επετεύχθη με τον ίδιο σχεδόν αριθμό ψήφων (3.012.542) με τον οποίο είχε χάσει τις εκλογές του 2004 (40,6% – 3.003.275).

Το δεύτερο (και μεγαλύτερο) κύμα, της τάξης των 830 χιλιάδων, αποχώρησε στις διπλές εκλογές του εκλογικού σεισμού του 2012 και αντιστοιχούσε κατά βάση σε δυσαρεστημένους ψηφοφόρους του ΠαΣοΚ του 2009, έθιγε όμως γενικότερα τον ιστορικό δικομματισμό της μεταπολίτευσης. Πιθανότατα συνδεόταν δε και πρακτικά με την οικονομική κρίση της εποχής, καθώς σε βαθμό 90% αφορούσε τη συμμετοχή εκτός της πρωτεύουσας, μάλλον πρέπει να αποδίδεται δηλαδή στην περιορισμένη μετακίνηση των ετεροδημοτών. Ετσι, σε αντίθεση με την ελληνική περιφέρεια, που από το 2009 μέχρι τον Ιανουάριο του 2015 παρουσίαζε μια μείωση ψηφισάντων κατά 16%, ο αντίστοιχος αριθμός τους στην Αττική παρέμενε πρακτικά αμετάβλητος (από 1,93 εκατ. έως 2,03 εκατ.).

Από τις εκλογές του 2012 μέχρι και το Δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 η συμμετοχή σταθεροποιείται (6,16 – 6,26 εκατ.). Εν τούτοις μια νέα εκτίναξη της αποχής καταγράφηκε μόλις δύο μήνες μετά, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, με τους ψηφίσαντες να μειώνονται συνολικά κατά 700.000 περίπου, διαφορά που προήλθε από όλους τους πολιτικούς χώρους, κατά απόλυτη πλειοψηφία ωστόσο φάνηκε να αφορά πρώην ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, μετά και την πολιτική αναίρεση τους αποτελέσματος του δημοψηφίσματος.

Στις εκλογές του 2019 σημειώθηκε ένα αντίστροφο ρεύμα, ελαφράς αύξησης της συμμετοχής (5,77 εκατ.), το οποίο υποδήλωνε ότι η προοπτική της επανόδου της ΝΔ στην εξουσία ενεργοποίησε μια μικρή τάση επιστροφής στην εκλογική διαδικασία για 200 χιλ. ψηφοφόρους, πιθανότατα κυρίως από τις μεγαλύτερες ηλικίες (>55 ετών), με βάση και τα ποσοστά συμμετοχής τους στο Exit Poll (43% το 2019 από 39% τον Σεπτέμβριο του 2015). Από την άλλη πλευρά, η διαφαινόμενη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ ενδεχομένως να εξώθησε στην αποχή ένα μέρος των δικών του οπαδών, όμως αυτό το ρεύμα (από περίπου 150.000 στις Ευρωεκλογές) εκτιμάται ότι περιορίστηκε αισθητά (50-100 χιλ.) στις βουλευτικές.

Οι «17άρηδες» και η… ηλικία της αποχής

Το ερώτημα της συμμετοχής τίθεται έντονα εν όψει και των επόμενων εκλογών, αναμένοντας ότι το μέγεθός της (ή ενδεχομένως η μεταβολή της ηλικιακής δομής της) θα έχει τη δική της επίδραση στο τελικό αποτέλεσμα, δεδομένης της έκδηλα διαφοροποιημένης εκλογικής συμπεριφοράς των διαφόρων ηλικιών, με τη νεολαία να διάκειται ευνοϊκότερα προς τον ΣΥΡΙΖΑ και τις μεγαλύτερες ηλικίες προς τη ΝΔ.

Μια πρώτη υπόθεση είναι η ενδεχόμενη διεύρυνση της αποχής των ψηφοφόρων του 2019, κάτι το οποίο δεν διαφαινόταν μέχρι τις αρχές του 2023, με την πιθανότητα όμως να αυξάνεται σχετικά μετά το δυστύχημα των Τεμπών, που εν προκειμένω όμως εκδηλώνεται περισσότερο ως πρόθεση υποστήριξης των μικρότερων κομμάτων. Φυσικά στα ευρήματα των δημοσκοπήσεων η καταγραφή της αποχής ως πολιτικού μηνύματος δεν μπορεί να θεωρείται αντιπροσωπευτική, αφού είθισται να εκφράζεται πρωτίστως με την πλήρη άρνηση για συμμετοχή στις έρευνες. Αλλωστε και η πρώτη ιστορικά καταγεγραμμένη μείωση της συμμετοχής το 2007 (-2,9%) είχε θεωρηθεί αποτέλεσμα των πυρκαγιών που είχαν προηγηθεί εκείνων των εκλογών, ενώ στην παρούσα συγκυρία ίσως προς την ίδια κατεύθυνση να συντελέσει και ο παράγοντας του αναλογικού εκλογικού συστήματος, που για κάποιους ψηφοφόρους επιτρέπει μια πιο «χαλαρή» στάση, μορφή της οποίας μπορεί να είναι και η αποχή.

Η δεύτερη υπόθεση αφορά την ενδεχόμενη κινητοποίηση όσων δεν ψήφισαν το 2019. Πιο απρόβλεπτη επ’ αυτού είναι η στάση των νεότερων ψηφοφόρων και κυρίως των 440.000 νέων εγγεγραμμένων (17-23 ετών), οι οποίοι όμως ως βασικό κίνητρο θα είχαν την καταγραφή της δυσαρέσκειάς τους, καθώς οι αντίστοιχες ηλικίες είθισται να εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά αποχής.

Εν τούτοις για τους ψηφοφόρους μεγαλύτερων ηλικιών πιο δύσκολα θα ανέμενε κανείς μια μαζική επιστροφή στην κάλπη, καθώς η σχετική σταθεροποίηση της συμμετοχής το 2019 μαρτυρεί ότι ο βασικός κορμός των απεχόντων μετράει ήδη τουλάχιστον 8 χρόνια αποστασιοποίησης από τις εκλογικές διαδικασίες (από τον Σεπτέμβριο του 2015).

 

Ο κ. Παναγιώτης Κουστένης είναι εκλογικός αναλυτής, δρ Πολιτικής Επιστήμης.