Η αδυναμία των μελών της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής να συγκλίνουν σε ένα ενιαίο πόρισμα για τα αίτια και τις ευθύνες που οδήγησαν στην τραγωδία των Τεμπών ήταν αναμενόμενη, αν κρίνει κάποιος από το άδοξο τέλος που είχαν οι εξεταστικές του παρελθόντος, και εν πολλοίς προδιαγεγραμμένη, όπως είχε διαφανεί κατά την πορεία των ερευνών. Σε καμία περίπτωση όμως επαρκώς αιτιολογημένη και βεβαίως αναντίστοιχη με τις προσδοκίες των συγγενών των θυμάτων και της κοινωνίας που επιζητεί πειστικές απαντήσεις στα αμείλικτα «γιατί» απαιτώντας να χυθεί άπλετο φως στην υπόθεση που κόστισε τη ζωή 57 συνανθρώπων μας.

Επιδιώξεις και σκοπιμότητες

Το πόρισμα της πλειοψηφίας (εντοπίζει ανθρώπινα λάθη στην παραβίαση επτά φορές του Γενικού Κανονισμού Κίνησης των σιδηροδρόμων) θα συζητηθεί στην Ολομέλεια της Βουλής (την προσεχή Τετάρτη 20/03), με την αντιπολίτευση να εντοπίζει ευθύνες πολιτικών προσώπων που χρήζουν περαιτέρω ποινικής διερεύνησης. Η κατάληξη της εξεταστικής για τα Τέμπη επιβεβαίωσε τον μεταπολιτευτικό κανόνα που θέλει τις όποιες απόπειρες διερεύνησης κορυφαίων υποθέσεων να καταλήγουν σε πενιχρές αποκαλύψεις, αν όχι σε φιάσκο και σε αντικρουόμενα συμπεράσματα, τροφοδοτώντας το αίσθημα ανυποληψίας προς το πολιτικό σύστημα. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι καμία Εξεταστική από τις 24 επιτροπές που συγκροτήθηκαν στη Μεταπολίτευση δεν κατέληξε σε ομόφωνο πόρισμα.

Οι κομματικές επιδιώξεις και σκοπιμότητες της συγκυρίας υπερίσχυαν της ανεπηρέαστης και άδολης λειτουργίας των βουλευτών-μελών των εξεταστικών. Ακόμα και τώρα που έχει θεσπιστεί συνταγματικά η δυνατότητα της μειοψηφίας να συστήνει εξεταστικές επιτροπές, η πλειοψηφία είναι εκείνη που καθορίζει τους όρους του «παιχνιδιού». Η προϊστορία των εξεταστικών επιτροπών της Βουλής των Ελλήνων απέχει έτη φωτός από διεθνή παραδείγματα, τηρουμένων των αναλογιών, όπως η περίφημη εξεταστική (Select Committee on Presidential Campaign Activities 1973-74) που είχε μάλιστα διακομματικό προεδρείο και αποκάλυψε το σκάνδαλο Watergate εξωθώντας τον πρόεδρο Νίξον σε παραίτηση.

Οι ρίζες του θεσμού των εξεταστικών επιτροπών στην χώρα μας εντοπίζονται σε πρωτόλεια μορφή (ως επιτροπές με ελεγκτικό ρόλο) στα πρώτα συνταγματικά κείμενα των Εθνοσυνελεύσεων και πιο ευδιάκριτα στην περίοδο της Συνταγματικής Μοναρχίας (1844-1862) – με χαρακτηριστικότερη την εξεταστική επιτροπή για τον υπουργό Οικονομικών Νικόλαο Πονηρόπουλο που είχε δημοσιεύσει διαφορετικές τιμές για τα σιτηρά αλλά φρόντισε να χαθούν τα επίμαχα έγγραφα. Στο Σύνταγμα του 1864, σε αντίθεση με το Σύνταγμα του 1844, προβλεπόταν ρητά ότι «η Βουλή δύναται να διορίζει εκ των μελών αυτής εξεταστικάς των πραγμάτων επιτροπάς», αλλά χωρίς οριοθετημένες αρμοδιότητες.

Υπερισχύουν οι κομματικοί ανταγωνισμοί

Οι τέσσερις Εξεταστικές που έγιναν από το 1864 έως την αναθεώρηση του 1911 δεν εξέδωσαν καν πόρισμα (αφορούσαν κατάχρηση δημοσίου χρήματος, αλλά και την ήττα της Ελλάδας στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897). Στην πορεία ο ρόλος και οι εξουσίες τους ενισχύθηκαν (ακόμα και με κατ’ οίκον έρευνες με εντολή της Βουλής) με διευρυμένο μάλιστα ρόλο της μειοψηφίας. Μεταξύ των ερευνών που διενεργήθηκαν ήταν για τη διαχείριση συμβάσεων και κρατικών χρηματοδοτήσεων, για την εκτέλεση δημοσίων έργων, μεταπολεμικά για τις ιταλικές επανορθώσεις και τις γερμανικές πιστώσεις κ.ά. Ωστόσο οι κομματικοί ανταγωνισμοί υπερίσχυαν αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο τη διαλεύκανση των υπό διερεύνηση υποθέσεων και τον καταλογισμό ευθυνών. Αλλά και στη Μεταπολίτευση, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν καλύτερα.

Η εμφάνισή τους ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν τα πολιτικά πάθη και η οσμή σκανδάλων κυριαρχούσαν. Ετσι, από ισχυρό μέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου, οι εξεταστικές επιτροπές καθιερώθηκαν στην κοινή γνώμη ως πεδία άσκησης κομματικών ισορροπιών και διευθετήσεων για πολιτική κατανάλωση.