Για να είμαι ειλικρινής και παρόλο που δεν το περίμενα, ο πρόεδρος Μπάιντεν έδωσε ένα ψυχρό μάθημα «ρεάλ πολιτίκ» που θα ζήλευαν και οι μεγάλοι του είδους.
Διότι τα πράγματα επί της ουσίας είναι απλά.
Αν θέλεις να παίξεις το παιχνίδι, πληρώνεις την κάβα και παίζεις το παιχνίδι.
Αν δεν θέλεις να παίξεις το παιχνίδι ή να πληρώσεις την κάβα, τα μαζεύεις και πηγαίνεις σπίτι σου.
Στο Αφγανιστάν ο Μπάιντεν έκανε το δεύτερο. Τα μάζεψε κι έφυγε.
Εκανε σωστά; Εκανε λάθος; Θα το κρίνει η Ιστορία. Είναι βέβαιο όμως ότι η διεθνής εικόνα των ΗΠΑ υπέστη ένα βαρύ πλήγμα.
Οχι τόσο επειδή έφυγαν από το Αφγανιστάν. Αλλά επειδή είκοσι χρόνια μετρούσαν νεκρούς και ξόδευαν έναν σκασμό λεφτά χωρίς να καταφέρουν να φέρουν βόλτα μερικές χιλιάδες φανατικούς βαζιβουζούκους.
Ακόμη και φεύγοντας, η Αμερική υποτίθεται ότι άφησε πίσω της μια δύναμη 352 χιλιάδων πλήρως εκπαιδευμένων και εξοπλισμένων ανδρών του αφγανικού κυβερνητικού στρατού και των σωμάτων ασφαλείας. Απέναντι σε 60-70 χιλιάδες Ταλιμπάν (Afghanistan Papers).
Κολοκύθια τούμπανα!
Οι «εκπαιδευμένοι» και οι «εξοπλισμένοι» διαλύθηκαν σε μερικά εικοσιτετράωρα σχεδόν χωρίς να ρίξουν τουφεκιά ενώ τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη διέφυγαν στο εξωτερικό.
Η ήττα λοιπόν είναι πρωτίστως στρατιωτική, μετά πολιτική. Και προηγήθηκε της απόφασης του Μπάιντεν.
Επιβεβαιώνει άλλωστε έναν πάγιο κανόνα: κανείς ποτέ δεν κέρδισε έναν πόλεμο αν προηγουμένως δεν πολεμήσει. Οι κυβερνητικοί Αφγανοί καταφανώς δεν ήθελαν να πολεμήσουν. Και οι ισλαμιστές κέρδισαν το ματσάκι.
Αυτή η αυτονόητη διαπίστωση όμως δεν απαντά στο πρόβλημα.
Διότι η ουσία είναι η αναμέτρηση της Δύσης με ένα αναχρονιστικό και βίαιο πολιτικο-θρησκευτικό ρεύμα που απειλεί τις θεμελιώδεις αξίες του πολιτισμού της και τις βασικές αρχές της κοινωνίας της.
Σε αυτή τη σύγκρουση (όπως ίσως έλεγε κι ο Τσόρτσιλ) η αποχώρηση από το Αφγανιστάν δεν είναι ασφαλώς το τέλος, δεν είναι καν η αρχή του τέλους, αλλά μάλλον το τέλος μιας αρχής.