Με ταχείς ρυθμούς και με συγκεκριμένα, σχετικά σφιχτά χρονοδιαγράμματα προχωρούν, σύμφωνα με πληροφορίες, οι διαδικασίες για την επανιδιωτικοποίηση των μεριδίων που κατέχει το Ελληνικό Δημόσιο μέσω του ΤΧΣ στην Εθνική Τράπεζα και την Τράπεζα Πειραιώς (40,39% και 27% αντίστοιχα).
Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, οι σχετικές συζητήσεις βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο, ώστε εφόσον προκύψει αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ έπειτα από τις προσεχείς εκλογές, να επισπευσθούν οι επαφές και οι αναγκαίες ενέργειες.
Στόχος είναι να εξελιχθεί η επανιδιωτικοποίηση ουσιαστικά σε παράλληλους χρόνους με την αναμενόμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία. Υπό την προϋπόθεση της επιβεβαίωσης της πολιτικής σταθερότητας, αναμένεται ότι η καθοριστική αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας θα έχει επιτευχθεί μέσα στο φθινόπωρο και η αποεπένδυση στον τραπεζικό κλάδο θα έχει ολοκληρωθεί έως το τέλος του έτους.
Οι ενδιαφερόμενοι
Κατά την ίδια γραμμή πληροφόρησης, τα μερίδια στις δύο τράπεζες (κατά μείζονα λόγο ή στο σύνολό τους) αναμένεται να περιέλθουν στον έλεγχο μεγάλων επενδυτικών σχημάτων ή funds, όπου καθοριστική συμμετοχή θα ενδιαφερθούν, μεταξύ άλλων, να έχουν και μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι της χώρας.
Ερωτήματα ωστόσο εγείρονται ως προς την ουσία της διαδικασίας, καθώς ενδεικτικά αναφέρεται ότι η σημερινή αποτίμηση του 40% της Εθνικής Τράπεζας υπολογίζεται στα επίπεδα των 2 δισ., ενώ συνολικά για τη διάσωσή της το Ελληνικό Δημόσιο έχει δαπανήσει ποσά της τάξεως των 10 δισ.
Σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, το προχωρημένο στάδιο των συζητήσεων και διαδικασιών διαμορφώνει την προοπτική ενός τραπεζικού mega deal, το οποίο αναμένεται να τεθεί σε εφαρμογή και να «τρέξει» αμέσως μετά τις εκλογές.
Το ΤΧΣ σε ετοιμότητα
Μιλώντας προ εβδομάδων στο «Βήμα της Κυριακής» ο διευθύνων σύμβουλος του ΤΧΣ Ηλίας Ξηρουχάκης είχε μεταξύ άλλων αναφέρει: «Αν και για ευνόητους λόγους δεν θα μπορούσαμε να είμαστε πιο συγκεκριμένοι σε ό,τι αφορά στο χρονοδιάγραμμα και τον ακριβή τρόπο υλοποίησης της στρατηγικής αποεπένδυσης, μπορώ να πω ότι το Ταμείο παρακολουθεί στενά τις συνθήκες της αγοράς και το ενδιαφέρον των επενδυτών και είμαστε έτοιμοι να εντοπίσουμε τις ευκαιρίες για την υλοποίηση καλά σχεδιασμένων συναλλαγών, με δέσμευση στις βέλτιστες πρακτικές και στην πλήρη συμμόρφωση με το ισχύον νομικό και κανονιστικό πλαίσιο».
Στην ίδια συνέντευξη, ο επικεφαλής του Ταμείου είχε επίσης αναφερθεί στα απώτατα χρονικά όρια της προσπάθειας, σημειώνοντας ότι «ο βασικός μας στόχος είναι να καταβάλουμε κάθε εύλογη προσπάθεια για να διαθέσουμε όλες τις μετοχές μας στις συστημικές τράπεζες πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2025, με την επιφύλαξη της διατήρησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, της εξασφάλισης της εύλογης αξίας των συμμετοχών μας, αλλά και της εμπλοκής στα μετοχικά σχήματα μακροχρόνιου ορίζοντα διεθνών επενδυτών, που θα προσθέσουν σημαντική αξία, αλλά και θα εξασφαλίσουν τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα σε κάθε επίπεδο των τραπεζικών ιδρυμάτων στα οποία θα επιλέξουν να επενδύσουν».
Η Goldman Sachs
Οι πληροφορίες για τον σχεδιασμό της επανιδιωτικοποίησης των μεριδίων του Δημοσίου στις δύο συστημικές τράπεζες συμπίπτουν με την πρόσφατη έκθεση της Goldman Sachs για τον τραπεζικό κλάδο στην Ελλάδα. Σημειωτέον, η αμερικανική επενδυτική τράπεζα έχει οριστεί ως σύμβουλος για την ιδιωτικοποίηση του μεριδίου της Εθνικής.
Στην έκθεση της Goldman Sachs γίνονται αναφορές σε περιθώρια ανόδου της αξίας των χαρτοφυλακίων των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών, τα οποία ξεκινούν από το 16% για την περίπτωση της Eurobank, φτάνουν στο 21% για την Εθνική και την Πειραιώς και ανεβαίνουν στο 42% για την Alpha Bank.
Κατά την ίδια αξιολόγηση, καθοριστική παράμετρος για την επιβεβαίωση της θετικής προοπτικής των τραπεζών είναι η πιθανολογούμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την ελληνική οικονομία εντός του β΄ εξαμήνου του 2023, ενώ γίνεται αναφορά και στους κινδύνους τους οποίους ενδέχεται να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες.
Το ερωτηματολόγιο
Εν τω μεταξύ, από τις 13 έως τις 15 Ιουνίου η Goldman Sachs διοργανώνει το Ευρωπαϊκό Χρηματοοικονομικό Συνέδριο. Εν όψει αυτής της συνάντησης, έχει θέσει προκαταβολικά τα κρίσιμα ερωτήματα στα οποία αναμένεται ότι θα κληθούν να απαντήσουν οι διοικήσεις των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Είναι τα εξής:
•Ποιες είναι οι κύριες ομοιότητες και διαφορές του ελληνικού οικονομικού κύκλου σε σχέση με τον ευρωπαϊκό.
•Ποιος αντίκτυπος αναμένεται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας στον δανεισμό και τη ρευστότητα.
•Ποια εκτιμάται ότι θα είναι η βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη επίδραση από τα υψηλότερα επιτόκια και την ποιότητα του ενεργητικού.
•Ποιο επίπεδο κανονικοποιημένης μεσοπρόθεσμης δημιουργίας ROTE αναμένουν οι ελληνικές τράπεζες.
•Ποιες είναι οι βασικές μεσοπρόθεσμες προτεραιότητες κατανομής κεφαλαίου για τις ελληνικές τράπεζες, υπό το πρίσμα της βελτίωσης των κεφαλαιακών αποθεμάτων (CET-1) μέσω της ισχυρότερης δημιουργίας εσωτερικού κεφαλαίου (ROTE).
•Ποια ήταν η εικόνα από τη ρυθμιστική αρχή σχετικά με πιθανά μερίσματα, επαναγορές, άλλες ειδικές εγκρίσεις (π.χ. συγχωνεύσεις και εξαγορές).
•Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα για την απόσβεση των DTC και πώς αυτό επηρεάζει τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας.
•Ποιες παράμετροι θα συμβάλουν στη συμμόρφωση με τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες απαιτήσεις MREL (ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις).
•Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις από μια πιθανή πιστοληπτική αναβάθμιση της Ελλάδας.
•Ποια είναι η άμεση/έμμεση έκθεση σε εμπορικά ακίνητα (τοπικά, ευρωπαϊκά, αμερικανικά και άλλα).