Η απόδοση του καθεστώτος υποψήφιας χώρας στην Ουκρανία υπήρξε μια κίνηση με υψηλό πολιτικό συμβολισμό, αλλά ουδείς τρέφει στην πραγματικότητα αυταπάτες για το πόσο γρήγορα μπορούν να είναι τα βήματα από εδώ και στο εξής. Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν υπήρξε ο βασικός κινητήριος μοχλός πίσω από την κίνηση αυτή εκ μέρους της ΕΕ, όμως δεν είναι σαφές πόσο θερμά έχουν αγκαλιάσει την απόφαση αυτή διάφορα κράτη-μέλη. Η δε παρατήρηση του γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν μετά την υιοθέτηση της απόφασης ότι σε βάθος χρόνου το άνοιγμα των ενταξιακών συνομιλιών με την Ουκρανία ίσως να μην είναι η ορθή γεωπολιτική απάντηση δείχνει τα όρια. Ο κ. Μακρόν εμφανίζεται να επιμένει στην ιδέα του για μια Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα ως «πλατφόρμα πολιτικού συντονισμού» στις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου. Η όρεξη όμως για τέτοιες περιπέτειες δεν φαίνεται να υπάρχει.
Ο φάκελος «Διεύρυνση» εξακολουθεί όμως να πυορροεί. Η σκληρή γλώσσα των ηγετών των Δυτικών Βαλκανίων και ιδιαίτερα του αλβανού πρωθυπουργού Εντι Ράμα, που μίλησε ουσιαστικά για κοινοτική υποκρισία στο θέμα αυτό, υπήρξε ενδεικτική. Ωστόσο, το ζήτημα της απόδοσης ημερομηνίας έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΕ και Βόρειας Μακεδονίας και Αλβανίας εξακολουθεί να είναι ανοικτό παρά την υπερψήφιση από το βουλγαρικό κοινοβούλιο νέας εντολής προς την κυβέρνηση της χώρας να αποδεχθεί την πρόταση της γαλλικής προεδρίας του Συμβουλίου της ΕΕ σχετικά με τη Βόρεια Μακεδονία. Στην εντολή με σκοπό την έγκριση του Διαπραγματευτικού Πλαισίου περιλαμβάνεται τόσο η ενσωμάτωση αναφοράς για την εγγύηση των δικαιωμάτων των Βουλγάρων στο Σύνταγμα της Βόρειας Μακεδονίας επί ίσοις όροις με άλλους λαούς όσο και ότι τίποτα στη διαδικασία ένταξης της χώρας στην ΕΕ δεν θα ερμηνευθεί ως αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας. Η ελπίδα ότι θα μπορούσε να συγκληθεί μια πανηγυρική «πολιτική» (και όχι ουσιαστική) Διακυβερνητική Διάσκεψη στο περιθώριο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν ευοδώθηκε. Η δε κυβέρνηση του Ντίμιταρ Κοβατσέφκσι δήλωσε ήδη από το απόγευμα της Παρασκευής ότι απορρίπτει υποχωρήσεις σχετικά με τη μακεδονική γλώσσα και δεν δέχεται ως προϋπόθεση για την έναρξη διαπραγματεύσεων την αναθεώρηση του Συντάγματος.