Συνηθίζουμε να αποτιμούμε τη βαρύτητα μιας εκλογικής αναμέτρησης με βάση τα χαρακτηριστικά των διακυβευμάτων της και κυρίως τον βαθμό που επηρεάζουν την κεντρική πολιτική και τη διακυβέρνηση. Εξ ου και οι Ευρωεκλογές έχουν χαρακτηριστεί ως εκλογές «δευτέρας τάξεως», υπό την έννοια ότι δεν εκλέγουν κυβέρνηση.

Οταν μάλιστα γίνονται σε χρόνο όχι κοντινό στις εθνικές εκλογές, το ενδιαφέρον και η συμμετοχή σε αυτές τείνουν να κινούνται σε χαμηλά επίπεδα, τόσο που αγγίζουν ή και ξεπερνούν τα όρια της κοινωνικής «νομιμοποίησης» του Κοινοβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Ποια είναι η συνήθης αντίδραση στις αναλύσεις μετά την κάλπη; Επισημαίνεται η αποστασιοποίηση των πολιτών από την πολιτική αλλά και οι σχετικά περιορισμένες αρμοδιότητες που έχει το Ευρωκοινοβούλιο – και στη συνέχεια όλα ξεχνιούνται με την πάροδο του χρόνου.

Μια μάχη που δεν μοιάζει με άλλη

Μπροστά μας τώρα έχουμε, σε λίγους μήνες (στις αρχές Ιουνίου 2024), μια αναμέτρηση για το Ευρωκοινοβούλιο, η οποία, τολμώ να πω, δεν θα μοιάζει με καμία άλλη.

Κι αυτό γιατί η νομιμοποίηση του Ευρωκοινοβουλίου αποκτά πλέον όλο και περισσότερο βαρύνουσα σημασία, ειδικά αν σκεφτούμε πώς είναι σήμερα ο κόσμος, ποιες είναι οι γεωπολιτικές εξελίξεις, πόσο αμφισβητείται η σημερινή κατανομή της παγκόσμιας ισχύος από νέους πλανητικούς παίκτες.

Και, επιπλέον, ας λάβουμε υπόψη επίσης την ενίσχυση των εθνικιστικών και αντιευρωπαϊκών ρευμάτων που φιλοδοξούν να διαμορφώσουν μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων – τα οποία ενδέχεται να ενισχυθούν αν στα τέλη του 2024 ο Τραμπ επικρατήσει στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ.

Μπροστά σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, η αποδυνάμωση της πολιτικής και ιδεολογικής συνοχής της ΕΕ, που αντανακλάται στις συχνά αντιφατικές παρεμβάσεις της, αποκτά για τους λαούς της Ευρώπης κρίσιμη σημασία.

Έχουμε λοιπόν εδώ μια νέα πολιτική συνθήκη: η συμμετοχή στις Ευρωεκλογές και οι συσχετισμοί που θα διαμορφωθούν από τη λαϊκή ψήφο δεν θα καταγραφούν απλώς ως ένα παράπλευρο πρόβλημα (αν η συμμετοχή αλλά και τα αποτελέσματα είναι αρνητικά), αλλά ως ένα αποφασιστικό πλήγμα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, που θα σημάνει και συνολικότερα μια άτακτη υποχώρηση του ειδικού βάρους της Ευρώπης μπροστά στους μεγάλους παγκόσμιους παίκτες.

Οι προεκλογικές ατζέντες

Τα παραπάνω επηρεάζουν άμεσα, κατά τη γνώμη μας, και τις προεκλογικές ατζέντες των κομμάτων – ή τουλάχιστον θα έπρεπε να τις επηρεάζουν. Συνηθίζεται τα κόμματα να πηγαίνουν στις Ευρωεκλογές με βάση το «θεώρημα» ότι τα ευρωπαϊκά θέματα δεν απασχολούν τους εκλογείς, και έτσι επικεντρώνουν σε θέματα ρητορικής αντιπαράθεσης ή, στην καλύτερη περίπτωση, εσωτερικής πολιτικής. Σαν να είναι οι εκλογές αυτές μια πρόβα τζενεράλε για τις βουλευτικές, όποτε αυτές προκύψουν.

Οι επισημάνσεις αυτές δεν γίνονται εν κενώ. Ήδη έχει ξεκινήσει η σχετική δημόσια συζήτηση, η οποία εξαντλείται σε δημοσιογραφικές πληροφορίες για πιθανές υποψηφιότητες και στους συσχετισμούς που πιθανόν θα προκύψουν για το ταλαιπωρημένο κομματικό μας σύστημα, το οποίο βρίσκεται σε παρατεταμένη ρευστότητα.

Εν τω μεταξύ, το ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αμφισβητείται έντονα και δέχεται μια διπλή επίθεση. Είτε απορριπτική, είτε κριτική για την ατολμία να προχωρήσει την πολιτική ενοποίηση και να εμβαθύνει τους δημοκρατικούς θεσμούς στη λήψη αποφάσεων.

Η γνώμη μας λοιπόν είναι ότι η βασική προεκλογική συζήτηση που θα γίνει αυτή τη φορά θα (πρέπει να) περιστραφεί γύρω από το θέμα της πολιτικής επιβίωσης και της προοπτικής της Ευρώπης, και εδώ η Αριστερά έχει ένα πρόσθετο πρόβλημα καθώς δύο στους τρεις ψηφοφόρους της (65%) εκφράζονται αρνητικά για την ΕΕ.

Πώς θα μπορέσει επομένως να ανασυντάξει τις δυνάμεις της χωρίς να διασαφηνίσει τη στρατηγική της για την Ευρώπη στις σημερινές συνθήκες;

Ο κ. Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis SA.