Το ημερολόγιο έγραφε 23 Απριλίου του 2003. Ηταν Τετάρτη. Και ήταν η ημέρα που ο κατοχικός ηγέτης, Ραούφ Ντενκτάς, αποφάσισε μονομερώς να ανοίξει το οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας, στη Λευκωσία. Είχαν περάσει 29 ολόκληρα χρόνια από την τουρκική εισβολή και επιτέλους Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θα περνούσαν ξανά από την άλλη πλευρά της Πράσινης Γραμμής.

Η δύσκολη στιγμή της διέλευσης

Ο Ανδρέας, όπως μου συστήθηκε, πέρασε το οδόφραγμα δύο ημέρες μετά. Είχε μεγαλώσει στη «νεκρή ζώνη» – στην περιοχή της Λευκωσίας. «Ηταν πρωί της 25ης Απριλίου» θυμάται. «Πήγα με τη γυναίκα μου νωρίς το πρωί στο σημείο διέλευσης του Λήδρα Πάλας. Περιμέναμε ώρες… Δεν αδημονούσα, πονούσα. Δεν ήξερα τι θα αντικρίσω και την ίδια ώρα ήξερα πώς θα νιώσω. Η ουρά ήταν τεράστια. Συνάντησα φίλους από τα παλιά. Στα μάτια τους έβλεπα τον νόστο της επιστροφής αλλά και βουρκωμένα βλέμματα. Πέρασαν από την σκέψη μου εικόνες, στιγμές, συναισθήματα, πρόσωπα. Ολες εικόνες συνδεδεμένες με τα νιάτα μου. Ο χρόνος είχε παγώσει 29 χρόνια πριν, παίρνοντας μαζί του τα νιάτα, την ανεμελιά και τη χαρά. Το σπίτι μου είναι εκεί, στη «Νεκρή Ζώνη», ατάραχο, μας περιμένει. Δεν έχει κατοικηθεί καθώς είναι στο σημείο που βρίσκεται υπό τον έλεγχο των Ηνωμένων Εθνών. Δεν θα μπορέσω να το επισκεφθώ. Οσο προχωρούσαμε στην ουρά, τόσο προσπαθούσα να κρατήσω ζωντανά στη μνήμη μου τις εικόνες που είχα από την πατρίδα μου ελεύθερη. Λες και φοβόμουνα ότι θα ξεχάσω από αυτά που θα δω» αφηγείται.

«Φτάνουμε στο σημείο  διέλευσης όπου μου ζητούν την επίδειξη ταυτότητας. Προς στιγμήν δεν ήξερα τι να πω και περισσότερο τι να νιώσω – κοιτάζω τη γυναίκα μου και της λέω με μισή καρδιά: «Βγάλε τις ταυτότητές μας». Τις δίνουμε και προχωράμε στην ουρά για να περάσουμε στο σημείο μετά το Λήδρα Πάλας – το θρυλικό ξενοδοχείο που βίωσε στιγμές δόξας και που έμελλε όμως να μείνει στην ιστορία συνδεδεμένο με το σημείο που θα χώριζε τις ζωές μας στα δύο» θυμάται ακόμη.

Η υποχρεωτική επίδειξη ταυτότητας από τους Ελληνοκύπριους στα σημεία διέλευσης προς τις κατοχικές Αρχές δεν αποτέλεσε αποτρεπτικό παράγοντα, παρότι ήταν πολλοί εκείνοι που δεν αισθάνονται καλά με την κίνηση αυτή. Τουλάχιστον αυτό δείχνουν οι αριθμοί: μόνο τις πρώτες 15 ημέρες επισκέφθηκαν τα Κατεχόμενα 260 χιλιάδες Ελληνοκύπριοι. Οπως φαίνεται, ο νόστος των προσφύγων που έφυγαν άρον-άρον από τα σπίτια  τους υπερίσχυσε του καταναγκασμού της εξακρίβωσης στοιχείων.

Το σημείο διέλευσης στην οδό Λήδρας στη Λευκωσία, που οδηγεί στην κατεχόμενη Λευκωσία. Η διέλευση από αυτό το σημείο επιτρέπεται μόνο στους πεζούς.

Κράχτης οι χαμηλές τιμές στα Κατεχόμενα

Ο Ανδρέας δίνει και μια άλλη εξήγηση. «Εχουν ανοίξει πολλά μαγαζιά… Οπου και να γυρίσω διαβάζω τουρκικά και ακούω την ελληνική… Είδες τι κάνει η ακρίβεια;» λέει. Η αλήθεια είναι ότι οι τιμές στα καύσιμα είναι ένας από τους βασικότερους λόγους που ωθούν τους Ελληνοκύπριους να μεταβαίνουν στην κατεχόμενη Κύπρο συμβάλλοντας ουσιαστικά στην «ανάσταση» της οικονομίας στα Κατεχόμενα που, μέχρι το 2003, έπνεε τα λοίσθια.

Προχωρώντας προς τα δεξιά ο επισκέπτης συναντά το Μπουγιούκ Χαν. Το Μεγάλο Χάνι ήταν πανδοχείο στα παλιά χρόνια που προσέφερε φαγητό και στέγη στους περαστικούς ταξιδιώτες αλλά και στάβλισμα για τα ζώα. Σήμερα είναι ένα μέρος με χώρους εστίασης και μαγαζιά με σουβενίρ που φιλοξενεί Τούρκους, Τουρκοκύπριους, τουρίστες και Ελληνοκύπριους.

«Δεν μας χωρίζει τίποτα με τους Ελληνοκύπριους»

«Πώς άλλαξε η ζωή σας μετά τη διάνοιξη των σημείων διέλευσης;» ρωτώ τους καταστηματάρχες. Η ικανοποίησή τους είναι εμφανής όταν μου απαντούν ότι ο τζίρος τους έχει αυξηθεί τουλάχιστον κατά 80% και αυτό οφείλεται, όπως λένε, στις αγορές των Ελληνοκυπρίων. Οι θαμώνες σε μια καφετέρια – κυρίως νεαροί Τουρκοκύπριοι – μου μεταφέρουν την αίσθηση της καθημερινότητάς τους: «Μας αρέσει η Κύπρος, εδώ γεννηθήκαμε. Πιστεύουμε ότι δεν μας χωρίζει τίποτα με τους Ελληνοκύπριους και σίγουρα μπορούμε να ζήσουμε μαζί».

Στοά του 1932 στην κατεχόμενη παλιά πόλη της Λευκωσίας.

Ο Ανδρέας, στο μεταξύ, γίνεται ο ξεναγός μου. Οχι σε μια πόλη που βλέπω αλλά στην ιστορία της: «Τώρα άνοιξαν καφετέριες, εστιατόρια. Παλιά ήταν τα ταβερνάκια μας, τα στέκια μας». Κρατώ αυτή τη φράση στη μνήμη μου, αυτή τη σύγκριση του τότε με τώρα, καθώς κατευθυνόμαστε στον επόμενο σταθμό μου. Είναι τα Βαρώσια, η «περίκλειστη πόλη», όπου έπειτα από μία ώρα διαδρομής περνάς από το σημείο διέλευσης της Δερύνειας.

Ο χρόνος «κόλλησε» στο καλοκαίρι του 1974

Βλέπω αρκετά αυτοκίνητα, νέα επίδειξη ταυτοτήτων. Κι αυτό που βλέπω αμέσως μετά στην κατεχόμενη Αμμόχωστο είναι μια εικόνα εγκατάλειψης. Σπίτια ερειπωμένα, λες και σταμάτησε η ζωή στο 1974, ενώ μέχρι να μπει κανείς στην πόλη βλέπει όπου και αν κοιτάξει πινακίδες που προειδοποιούν για την ύπαρξη στρατοπέδου, την απαγόρευση λήψης φωτογραφιών και προειδοποιούν για την ουδέτερη ζώνη – τη «νεκρή ζώνη» – που έχει εκχωρηθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία στα Ηνωμένα Εθνη και που με τη σειρά τους έχουν αναλάβει ρόλο τοποτηρητή.

Στα κινητά μας το σήμα έχει εξασθενήσει εντελώς. Ο Ανδρέας όμως με οδηγεί με κλειστά μάτια στο σημείο που ουσιαστικά οδηγεί στην παραλία των Βαρωσίων. Αρχίζουμε να περπατάμε στην παραλία. Ο χρόνος «κόλλησε» στο καλοκαίρι του 1974. Τα ξενοδοχεία εγκαταλελειμμένα και άθικτα βουβά, γκρίζα, σαν να περιμένουν καρτερικά τη μέρα που θα γυρίσουν οι ιδιοκτήτες που με τόσο κόπο τα έφτιαξαν.

Το «Μπουγιούκ Χαν». Το Μεγάλο Χάνι ήταν πανδοχείο. Σήμερα έχει χώρους εστίασης και μαγαζιά με σουβενίρ για Τούρκους, Τουρκοκύπριους, τουρίστες και Ελληνοκύπριους

Οσα έβλεπα στα παιδικά μου τετράδια «ζωντανεύουν» μπροστά μου σε ένα σκηνικό νεκρανάστασης. Γυρνάω προς τον Ανδρέα. «Ξέρεις πόσα καλοκαίρια πέρασα εδώ; Χρυσές οι παραλίες. Ονειρικά χρόνια» μου λέει. Δεν ρώτησα τίποτα. Μόνο άκουγα. Στις 20 Ιουλίου συμπληρώνονται δύο χρόνια από τότε που το ψευδοκράτος άνοιξε το σημείο διέλευσης προς την Αμμόχωστο. Η περίκλειστη πόλη έχει τουλάχιστον βρει τη θέση της στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών όπου αναφέρεται ότι «απόπειρες για εποικισμό οποιουδήποτε τμήματος των Bαρωσίων από άτομα άλλα από τους κατοίκους τους κρίνονται απαράδεκτες» ενώ ζητείται «η μεταβίβαση της περιοχής αυτής στη διοίκηση των Hνωμένων Eθνών».

Αγάλματα του Ατατούρκ και τζαμιά

Προχωρώντας προς το εσωτερικό αντικρίζουμε ένα τεράστιο άγαλμα του Κεμάλ Ατατούρκ κι ένα νεόκτιστο τζαμί. Η κατεύθυνση προς τα δεξιά οδηγεί σε μια μεγάλη λαϊκή αγορά. Οι άνθρωποι είναι φιλικοί,- καταλάβαιναν ότι είμαστε Ελληνοκύπριοι από τις πινακίδες κυκλοφορίας του αυτοκινήτου μας. Μας χαμογελούν, βγάζω δειλά μερικές φωτογραφίες. Μου ζητούν να τους αφήσω έξω από το κάδρο, με κάποιους πιάνουμε κουβέντα. Λένε πως θέλουν την επανένωση του νησιού, ενώ δεν κρύβουν την ανησυχία τους για την επανεκλογή του Ταγίπ Ερντογάν.

«Ερχόμαστε στην πλευρά σας για να αγοράσουμε κρέας. Εδώ είναι πανάκριβο. Το αγοράζουμε 20 ευρώ το κιλό, για αυτό ερχόμαστε από εκεί που είναι πολύ πιο φθηνό» λέει η Χατιτζέ. «Αγοράζουμε κι όλες τις ηλεκτρικές μας συσκευές από τη δική σας πλευρά, και αυτές εδώ είναι πολύ ακριβές. Ενώ τα φρούτα και τα λαχανικά εδώ έχουν καλύτερες τιμές».

Τζαμί στην κατεχόμενη Αμμόχωστο.

Η εικόνα μού φαίνεται αποκαρδιωτική, με τον Ανδρέα παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής. Εύχομαι βουβά η επανένωση του νησιού να πάψει να παραμένει ευχή, είμαι σίγουρη πως την ίδια βουβή ευχή κάνει κι εκείνος. Βρισκόμαστε όμως μακριά από το σημείο της επανένωσης. Στον πάγο έχει μπει ακόμη και η συζήτηση για τη διάνοιξη νέων σημείων διέλευσης. Κυβερνητικός αξιωματούχος με διαβεβαιώνει πως δεν έχει ληφθεί καμία τέτοια απόφαση σχετικά, ενώ οι δύο κοινότητες φαίνεται να έχουν διαφορετικές προτεραιότητες. Οι Ελληνοκύπριοι θα ήθελαν ένα νέο σημείο διέλευσης στα Κόκκινα και την Αθηένου, οι Τουρκοκύπριοι στη Μία Μηλιά.

Από την κυβέρνηση μετρούν τα υπέρ και τα κατά. «Σε μια αποτίμηση θα έλεγε κανείς ότι τα υπέρ είναι περισσότερα από τα κατά» μου λένε. «Η διάνοιξη συμβάλλει στην επαφή ανάμεσα στις δυο κοινότητες και μέσω των διελεύσεων και μέσω του εμπορίου» σημειώνει κρατικός αξιωματούχος. Οπως μου λένε, η μεγαλύτερη κίνηση καταγράφεται στο σημείο διάνοιξης που βρίσκεται στο οδόφραγμα του Αγίου Δομετίου, ενώ ακολουθούν η οδός Λήδρας (το οποίο είναι μόνο για πεζούς, όπως και εκείνο του Λήδρα Πάλας), ο Αστρομερίτης και η Δερύνεια. Σημεία διέλευσης υπάρχουν ακόμη στον Αγιο Δομέτιο, την Πέργαμο και τα Στροβίλια (και τα δύο βρίσκονται εντός των βρετανικών βάσεων), στον Κάτω Πύργο – Καραβοστάσι και τη Λεύκα – Απλίκι.

Το εμπόριο ανθεί στην Πράσινη Γραμμή

Λαϊκή αγορά στην κατεχόμενη Αμμόχωστο.

Η ζωή στο νησί όμως δεν περνάει μόνο μέσα από τα σημεία διέλευσης. Περνάει και από τον κανονισμό της Πράσινης Γραμμής που μετρά πλέον σχεδόν μία εικοσαετία και αρχικά περιλάμβανε μόνο το εμπόριο φρούτων και λαχανικών. Σήμερα περιλαμβάνει προϊόντα παραγωγής και μεταποίησης στα Κατεχόμενα, ενώ προστέθηκαν και αγαθά, όπως το μέλι, τα ψάρια και το χαλούμι. Ωστόσο, η διέλευση εμπορευμάτων από τη γραμμή επιτρέπεται μόνο στα καθορισμένα σημεία διέλευσης και θα πρέπει αυτά να συνοδεύονται από έγγραφο που εκδίδεται από το τουρκοκυπριακό εμπορικό επιμελητήριο το οποίο καθορίζει την προέλευσή τους από τις μη ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας περιοχές.

Σε κάθε περίπτωση, το εμπόριο ανάμεσα στις δύο κοινότητες φαίνεται να ανθεί. Οι κάτοχοι κυπριακών πιστωτικών καρτών πραγματοποίησαν στα Κατεχόμενα συνολικές συναλλαγές που άγγιξαν τα 13 εκατομμύρια ευρώ με τις δαπάνες να κατευθύνονται κυρίως στα καύσιμα, την εστίαση, τα ξενοδοχεία, τα είδη σπιτιού και τα προσωπικά ψώνια. Από την πλευρά τους οι δαπάνες των Τουρκοκυπρίων ξεπέρασαν τα 3,5 εκατομμύρια ευρώ, κυρίως στο σουπερμάρκετ και τα ηλεκτρικά είδη.

Στο μεταξύ η Πράσινη Γραμμή συνεχίζει να χωρίζει το νησί της Κύπρου στα δύο. Και η πρωτεύουσά του, η Λευκωσία, να παραμένει η μόνη διχοτομημένη πρωτεύουσα κράτους στον κόσμο. Παραμένουν και οι πινακίδες που προειδοποιούν για την απαγόρευση εισόδου στην περιοχή υπενθυμίζοντας πως η διέλευση επιτρέπεται μόνο από συγκεκριμένα συνοριακά περάσματα.

Εχει έρθει η ώρα της επιστροφής, αποχαιρετώ τον Ανδρέα – τον «κύριο Ανδρέα» όπως τον αποκαλούσα σε ολόκληρη την κοινή μας διαδρομή. Θα κρατήσω ασφαλώς όλες τις εικόνες και όλες τις πληροφορίες. Αλλά και τη βουβή ευχή που μοιραστήκαμε νοερά μαζί.