«Ενα πράγμα με εκπλήσσει απεριόριστα και με αφήνει άναυδο!» έγραφε ο Οκτάβ Μιρμπώ το 1888. «Οτι υπάρχει έστω και ένας ψηφοφόρος! – το άλογο εκείνο ζώον, το εξωφρενικό, το υπό ανοργάνου ύλης πλασθέν, το οποίο δέχεται να παραμερίζει τις εργασίες, τα όνειρα ή τις απολαύσεις του, προκειμένου να μετακινηθεί για να εκλέξει κάποιον ή κάτι!» (μτφ. Α. Στάικος, Αγρα, 2014). Για τον Μιρμπώ η προσφυγή στις κάλπες δεν είναι παρά μια απάτη στημένη από τους κυρίαρχους, ένα κόλπο γκρόσο για να εξασφαλίζουν τη συναίνεση όλων εκείνων που θέλουν στην πραγματικότητα να εκμεταλλεύονται.

Κοιτώντας τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών η σκέψη του Μιρμπώ αποκτά άλλη διάσταση. Μήπως τελικά η ψήφος καταλήγει να είναι συναίνεση στην εκμετάλλευση; Μήπως το χαστούκι του τοπικού άρχοντα πονάει λιγότερο αν τον έχεις ψηφίσει; Μήπως το πέρασμα από την κάλπη έχει τη δύναμη να κάνει τη λάσπη να μοιάζει με σπα; Μήπως ο δρόμος μετ’ εμποδίων στα σκαμμένα πεζοδρόμια γίνεται υπενθύμιση του ολυμπιακού ιδεώδους;

Οι εκλογές έγιναν. Η αποχή μεγάλωσε. Η δύναμη της ψήφου όσων έφτασαν στην κάλπη αυξήθηκε. Το κομμάτι της κοινωνίας που εκπροσωπείται λιγόστεψε. Το συναίσθημα ότι τίποτα δεν αλλάζει ενισχύθηκε. Χωρίς να έχει πάψει να προβληματίζει, η αποχή από τις κάλπες έχει προ πολλού πάψει να σκανδαλίζει. Ακόμα και τα Παιδιά της δικτατορίας – οι Ελληνες Μπούμερς – που προσέρχονται στην κάλπη ευλαβικά και με μια αίσθηση καθήκοντος, δεν κουνάνε πια το δάχτυλο στους απέχοντες, ούτε ισχυρίζονται, όπως παλιότερα, ότι για την κακή ποιότητα των εκλεγμένων φταίει η αποχή. Για την κακή ποιότητα των εκλεγμένων φταίνε αποκλειστικά αυτοί που τους ψήφισαν. Δεν είναι όμως η δημοκρατία καλλιστεία ή πιστοποίηση ποιότητας. Το ίδιο σύστημα έχει βγάλει καλούς δημάρχους που άφησαν ζωντανό το αποτύπωμά τους στην πόλη (όπως τον Σταύρο Μπένο για παράδειγμα) και κακούς δημάρχους, τόσο με υψηλή όσο και με χαμηλή προσέλευση.

Ολοένα και συχνότερα όμως, οι ψηφοφόροι ενός μεγάλου ηλικιακού εύρους αλλά κατά προτεραιότητα οι νέοι, έρχονται αντιμέτωποι με ένα πικρό συναίσθημα ανημπόριας. Συνειδητοποιούν ότι μόλις βάλουν το ψηφοδέλτιό τους στην κάλπη, αυτό που ήθελαν να πουν δεν τους ανήκει πλέον. Η ιδιοκτησία της πολιτικής τους πράξης χάνεται σαν ένας κόκκος άμμου. Πόσοι κόκκοι χρειάζονται για να κάνουν τη διαφορά; Αντίθετα, μια πολιτική πράξη στη γειτονιά, από αυτές που οι πολιτικοί επιστήμονες εξακολουθούν να αποκαλούν «αντισυμβατικές», όπως η συμμετοχή σε μια επιχείρηση καθαριότητας, η δημιουργία μιας αυτοδιαχειριζόμενης βιβλιοθήκης, η διοργάνωση μιας γιορτής στη γειτονιά, δεν χάνεται και φέρει την ιδιοκτησία των φορέων της.

Η καρικατούρα μιας αποπολιτικοποιημένης νεολαίας δεν αρκεί πια να εξηγήσει την αποχή. Οι νεότερες γενιές είναι πολύ καλύτερα οπλισμένες να παίξουν το ρόλο τους ως πολίτες, είναι πιο μορφωμένες και έχουν περισσότερες δεξιότητες για να κατανοήσουν τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού, και ακριβώς αυτό είναι που τείνει να τις κάνει πιο απόμακρες και επικριτικές απέναντι στις ομιλίες που ακούνε και απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που παραμένει σε μεγάλο βαθμό συγκεντρωτικό, ανδροκρατούμενο, μιντιακό και ελάχιστα αλληλέγγυο και ευαίσθητο. Αν ο δήμαρχος, ο πιο κοντινός σου εκπρόσωπος, εκείνος που θα πρέπει να πάρεις τηλέφωνο όταν έχεις σκουπίδια μπροστά στο σπίτι σου, όταν στάζει το ταβάνι στο σχολείο σου, όταν δεν έχεις φως στον δρόμο σου, σε κάνει να ασφυκτιάς μέσα σε αυτή την πολύ κάθετη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, γιατί να μπεις στον κόπο να παραμερίσεις εργασίες, όνειρα και απολαύσεις προκειμένου να μετακινηθείς να τον ψηφίσεις; Ισως η αποχή είναι κι αυτή μια ψήφος. Η ψήφος της μη συναίνεσης.

Η κυρία Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην EHESS.