Στη γειτονική μας Τουρκία λαβαίνουν χώρα σήμερα προεδρικές και βουλευτικές εκλογές. Η πολυεπίπεδη συζήτηση στη χώρα μας για τις εκλογές αυτές φαίνεται, όσο τουλάχιστον γνωρίζω, να αγνοεί τις επιπτώσεις του αποτελέσματος της αναμέτρησης για την πρωτόθρονη Ορθόδοξη Εκκλησία, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που έχει την έδρα του στην Τουρκία.

Και όμως, το Πατριαρχείο και ο αποδεκατισμένος πλέον ελληνισμός της Πόλης, όπως πείθει η μεταπολεμική ιστορία, ήταν οι πρώτοι αποδέκτες των αντιδράσεων της γειτονικής χώρας μετά κάθε μείζονα ελληνοτουρκική κρίση, ιδίως λόγω του κυπριακού προβλήματος. Τι πρόκειται λοιπόν να αντιμετωπίσουν;

Από τη μία πλευρά βρίσκεται ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες διαδραματίζει από ηγετικές θέσεις σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της γείτονος. Στην πορεία του αυτή διακρίνει κανείς ευχερώς διαφορετικές περιόδους. Αλλη ήταν η πολιτεία του ως Δήμαρχος Istanbul (= εις την Πόλιν), από το 1994 έως το 1998, άλλη ως αρχηγός του κόμματος «Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης» (ΑΚΡ) και στη συνέχεια επί μακρά σειρά ετών, από το 2003, ως Πρωθυπουργός και διαφορετική ως Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας από το 2014, και μάλιστα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα εναντίον του το 2016.

Κοινό χαρακτηριστικό, όμως, όλης αυτής της περιόδου ήταν η σταδιακή και συστηματική ισλαμοποίηση του τουρκικού κράτους με αποκορύφωμα τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας, ενός κορυφαίου μνημείου της Χριστιανοσύνης, αλλά και της πανανθρώπινης πολιτιστικής κληρονομιάς, σε (ομώνυμο!) τζαμί. Με την πράξη αυτή ενταφιάζεται οριστικά και πανηγυρικά η έννοια του κοσμικού κράτους (secular, état laique) που διατείνεται, και σήμερα ακόμη, σύμφωνα με το Σύνταγμά της, ότι είναι η Τουρκία.

Κατά την ίδια περίπου περίοδο η στρατηγική του Πατριάρχη Βαρθολομαίου, από την εκλογή του (1991) και μετά, ήταν να εργαστεί για την ανατροπή της παρακμής του Οικουμενικού Πατριαρχείου που επέφεραν οι περιορισμοί, τους οποίους επέβαλε η τουρκική πολιτική, με τη συστηματική  παρουσία του στα διεθνή φόρα, τις σχέσεις με τις ξένες κυβερνήσεις και τις διαχριστιανικές και διαθρησκειακές σχέσεις. Αλλά και με την προσφυγή για μείζονα θέματα στα τουρκικά δικαστήρια και τελικώς από το 2005 και μετά και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που είχαν ως αποτέλεσμα όχι μόνο την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων του Πατριαρχείου, όπως χαρακτηριστικά του ακινήτου του Ορφανοτροφείου στη νήσο Πρίγκηπο, αλλά και την αναγνώριση του Πατριαρχείου ως νομικού προσώπου.

Από την άλλη πλευρά, το «Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα» του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, επικεφαλής ενός συνασπισμού έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης, που ακολουθούν κατά βάση την πολιτική που εγκαινίασε ο ιδρυτής του νεότερου τουρκικού κράτους Μουσταφά Κεμάλ.

Ο Κεμάλ, ο οποίος έλαβε αργότερα από το τουρκικό κοινοβούλιο (1934) το επώνυμο Ατατούρκ (= Πατέρας των Τούρκων), ήταν, όμως, εκείνος που επιδίωξε, χωρίς τελικώς να το επιτύχει, την απομάκρυνση του Πατριαρχείου από την έδρα του και με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) το περιόρισε αυστηρώς στα θρησκευτικά του έργα, αφαιρώντας του όλα τα προνόμια που έως τότε είχε.

Ευθύς αμέσως ακολούθησε η υπ’ αριθ. 1092 απόφαση (tezkere) της 6 Δεκεμβρίου 1923, με την οποία περιορίστηκε δραστικά προκειμένης εκλογής Πατριάρχη το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι μόνον σε όσους Μητροπολίτες έχουν την τουρκική ιθαγένεια και κατά την εκλογή πνευματικά καθήκοντα εντός της τουρκικής επικράτειας.

Λίγες δεκαετίες αργότερα, τo 1970, οδηγία (talimat) του Νομάρχη της Πόλης, συμπλήρωσε την προηγούμενη απόφαση και συνόψισε σε εννέα όρους τη διαδικασία για την πατριαρχική εκλογή. Μεταξύ αυτών καταλέγεται και το δικαίωμα του Νομάρχη να διαγράφει από τον κατάλογο των υποψηφίων Πατριαρχών τους μη αρεστούς στην τουρκική κυβέρνηση. Η οδηγία αυτή χρησιμοποιήθηκε ήδη κατά τη διαδικασία που οδήγησε στην εκλογή του Πατριάρχη Δημητρίου (1972), προκειμένου να αποκλεισθεί, μεταξύ άλλων, ο διαπρεπέστερος των τότε Ιεραρχών του Πατριαρχείου Γέρων Χαλκηδόνος Μελίτων [Χατζής].

Η έκβαση, επομένως, των επικείμενων εκλογών στην Τουρκία όποια και αν είναι, επιβάλλει στο Οικουμενικό Πατριαρχείο τη συνέχιση της διαλλακτικής και διπλωματικής στρατηγικής που εφάρμοσε ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, προκειμένου να προστατευθούν τα απαράγραπτα δίκαιά του, τα οποία αμφισβητήθηκαν βιαίως και απρεπώς από το Πατριαρχείο της Μόσχας, μετά την ανακήρυξη της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας, λίγο πριν την εισβολή της Ρωσίας στη χώρα αυτή.

Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.