«Τι είναι η πατρίδα μας; Μην είναι οι κάμποι;

Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά;»

Αυτό το δίστιχο από το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη, που γενιές και γενιές παιδιών μαθαίναμε στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, έχει κολλήσει στο μυαλό μου εδώ και μέρες. Εναλλάσσεται με εκείνη την έκφραση από το βιβλίο της Γεωγραφίας «Η Θεσσαλία είναι ο σιτοβολώνας της χώρας μας» καθώς οι εικόνες από τα πλημμυρισμένα πάτρια εδάφη στοιχειώνουν την οθόνη μου. Βλέπετε, η παιδική φαντασία είχε αποφασίσει ότι ο ποιητής εμπνεύστηκε το δίστιχο από τη Θεσσαλία, «αφού, κυρία, έχουμε τον Κάμπο, έχουμε και τον Ολυμπο! Και ποιον Κάμπο, ε; Τον σιτοβολώνα της χώρας μας!».

Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το πώς ανασύρονται από τη μνήμη ξεχασμένες αναμνήσεις όταν το τραύμα που ζητάει επιμόνως επούλωση βαθαίνει κάθε μέρα και περισσότερο! Και πώς να μη βαθύνει; Το Πήλιο των σχολικών εκδρομών και των οικογενειακών διακοπών είναι αγνώριστο. Η κρεμαστή γέφυρα «Θεέ μου, πόσο κουνάει! Και πόσο ψηλά είναι!» των Τεμπών, σταθερή στάση ταξιδιών, δεν υπάρχει πια. Και ο Κάμπος-σιτοβολώνας, αυτός που από τις εναλλαγές στα χρώματά του μάντευες τις εποχές, είναι τώρα ο βυθός μιας απέραντης λίμνης που στην επιφάνειά της διακρίνονται στέγες σπιτιών και επιχειρήσεων απελπισμένων ανθρώπων.

Τι είναι άραγε η πατρίδα των παιδιών που μεγαλώνουν σήμερα στη Θεσσαλία; Είναι οι άνθρωποι που χάθηκαν και οι άνθρωποι που έχασαν τις περιουσίες τους. Είναι τα νεκρά ζώα και τα κατεστραμμένα χωράφια. Είναι οι λασπωμένες πόλεις, τα βυθισμένα χωριά και οι πνιγμένες επιχειρήσεις. Είναι η απελπισία στα μάτια των γονέων και μια σχολική χρονιά που δεν λέει να αρχίσει. Είναι ένα παρόν σε αναμονή για ένα αβέβαιο μέλλον.

Κανένα παιδί δεν αξίζει να μεγαλώνει με τέτοια συλλογικά τραύματα!

Ας σκεφτούμε λοιπόν εμείς οι μεγάλοι τι πατρίδα τους παραδίδουμε. Γιατί, ας το παραδεχθούμε, η τύχη της Θεσσαλίας (αλλά και της Εύβοιας, τη Ρόδου, της Ροδόπης) ήταν προδιαγεγραμμένη. Ηταν η τύχη μιας χώρας όπου βασιλεύει η αναξιοκρατία, όπου κόμματα εξουσίας ανακυκλώνουν αυτάρεσκα τους ίδιους αναποτελεσματικούς υπουργούς και όπου οι αποτυχημένοι πολιτευτές προωθούνται ή/και διορίζονται σε καίριες θέσεις του κρατικού μηχανισμού χωρίς να έχουν ούτε τα τυπικά προσόντα. Δεκαετίες αστοχιών, παραλείψεων, ωχαδερφισμού και (φως φανάρι) κατασπατάλησης που δημοσίου χρήματος μας έφεραν ως εδώ. Στο μη περαιτέρω. Θα συνεχίσουμε έτσι;