Το γραφικό και πανέμορφο Πότσδαμ, η πρωτεύουσα του ομοσπονδιακού κρατιδίου του Βρανδεμβούργου που συνορεύει με το Βερολίνο, είναι κυρίως γνωστό για δύο πράγματα: για τα εντυπωσιακά του αξιοθέατα, με κορυφαίο όλων το παλάτι Σανσουσί που είχε οικοδομήσει ο Φρειδερίκος ο Μέγας, αλλά επίσης για την περίφημη Διάσκεψη που έλαβε χώρα εκεί, από τις 17 Ιουλίου ως τις 2 Αυγούστου του 1945. Σε αυτήν οι ηγέτες των Συμμάχων ουσιαστικά αποφάσισαν τις τύχες της μεταπολεμικής Γερμανίας αλλά και της υπόλοιπης Ευρώπης, επικυρώνοντας και διευρύνοντας όσα είχαν συμφωνηθεί νωρίτερα στη Γιάλτα. Από την άποψη αυτή, ένα συνέδριο για την Ευρώπη στο Πότσδαμ έχει σύγχρονο ενδιαφέρον και υψηλό συμβολισμό.
Στις 18 Σεπτεμβρίου «Το Βήμα» βρέθηκε στη γερμανική πόλη στο πλαίσιο του συνεδρίου με τον εύγλωττο τίτλο «Home Alone? Europe and the Post – American Age» (σε ελληνική μετάφραση: «Μόνη στο Σπίτι; Η Ευρώπη στη μετα-αμερικανική εποχή»). Ποιο μέρος θα μπορούσε κάποιος να σκεφθεί για μια συνάντηση σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη την εποχή του Τραμπ, της ανόδου της κινεζικής επιρροής και της επίδρασης της μετανάστευσης τόσο στο εσωτερικό των κρατών-μελών όσο και στις αποφάσεις της ΕΕ; Οι διοργανωτές του, το φόρουμ M100 Sanssouci Colloquium, ξεκίνησαν την πρωτοβουλία αυτών των συνεδρίων το 2005 και συνεχίζουν με ιδιαίτερη επιτυχία.
Η Ευρώπη βρίσκεται σε ενδοσκόπηση με αβέβαια αποτελέσματα τουλάχιστον την τελευταία 10ετία και ακόμη περισσότερο από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η διαπίστωση αυτή, αλλά και η άρνηση πολλών Ευρωπαίων να παραδεχθούν ότι η διεθνής τάξη που εγκαθιδρύθηκε στη Γηραιά Ηπειρο μετά το 1945 (μεταξύ άλλων με αποφάσεις όπως αυτές που ελήφθησαν στο… Πότσδαμ πριν από περίπου 70 χρόνια) πνέει τα λοίσθια, ήταν εμφανής τόσο στις επίσημες εργασίες του συνεδρίου όσο και στις ιδιωτικές συζητήσεις των περίπου 80 συμμετεχόντων.
Ο Τζον Κόρνμπλουμ, βετεράνος αμερικανός πρώην διπλωμάτης και μεταξύ άλλων πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στη Γερμανία τη δεκαετία του 1990, προέβη σε μια πολύ ενδιαφέρουσα σύγκριση κατά την εναρκτήρια ομιλία του. Οι Ευρωπαίοι, σημείωσε, βρίσκονται σήμερα σε μια κατάσταση ανάλογη με εκείνη του Συνεδρίου της Βιέννης του 1815 (μετά τους Ναπολεόντειους Πολέμους) ή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992 (μετά την επανένωση της Γερμανίας). Επιθυμούν να διατηρηθεί μια διεθνής τάξη που σιγά-σιγά φθίνει. Αυτό είναι ευκολότερο να λέγεται παρά να επιβληθεί. «Η Δύση εξακολουθεί να κυριαρχεί, αλλά η δομή της διεθνούς τάξης που δημιουργήθηκε μετά το 1945 εξασθενεί» εξήγησε.
Με την άποψη ότι «η δυτική τάξη πραγμάτων παραμένει η «καλύτερη ιστορία» στον κόσμο» συμφωνεί και ο Γιαν Τεχάου, επικεφαλής του ευρωπαϊκού προγράμματος στο German Marshall Fund of the United States. Για τον γερμανό αναλυτή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η διατλαντική σχέση υπήρξε εξ αρχής ετεροβαρής. Αλλωστε, η αμερικανική ομπρέλα ασφαλείας ήταν αυτή που επέτρεψε την ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής Ευρώπης. Το πρόβλημα για τον κ. Τεχάου δεν είναι η αύξηση των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών χωρών στο 2% του ΑΕΠ. Το μείζον πρόβλημα είναι ότι οι Ευρωπαίοι δεν σκέφτονται σοβαρά τα περί στρατηγικής αυτονομίας και αυτό, σε έναν κόσμο που διακρίνεται από την έντονη τάση απόσυρσης των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας αλλά και από την έλλειψη εσωτερικής συνοχής σε πολλές χώρες, καθιστά την Ευρώπη ευάλωτη στις πιέσεις από την Κίνα και τη Ρωσία.
Δεν φαίνεται πάντως να υπάρχει αισιοδοξία για στενότερη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ομοσπονδιακού χαρακτήρα. Οι περισσότεροι εκ των συμμετεχόντων εκτιμούν ότι η διακυβερνητική μέθοδος, που κυριάρχησε κατά τη διάρκεια της κρίσης στην ευρωζώνη, θα συνεχίσει να είναι η προτιμητέα επιλογή. Επομένως, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα παραμείνει το κυρίαρχο όργανο λήψης αποφάσεων στην ΕΕ.
Θα μπορούσαν τα μέσα ενημέρωσης να συμβάλουν ώστε να γίνει κατανοητό στους ευρωπαίους πολίτες ότι οι γεωπολιτικές βεβαιότητες έχουν αλλάξει και πρέπει να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις; Αυτό ήταν ένα από τα ερωτήματα στα οποία υπήρξε σοβαρή διάσταση απόψεων. Από ορισμένους ακούστηκε η άποψη ότι ίσως πρέπει να επιδιωχθεί η δημιουργία καθαρά (παν)ευρωπαϊκών μέσων ενημέρωσης. Ωστόσο, μείζον ζήτημα συνιστά η πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη των πολιτών γενικότερα στα μέσα ενημέρωσης (σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, η εμπιστοσύνη των πολιτών κινείται σε ποσοστό κάτω του 50%) και η εκμετάλλευση αυτής της παραμέτρου από ηγέτες όπως ο Ντόναλντ Τραμπ ή ο Βίκτορ Ορμπαν. Το συμπέρασμα ήταν ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να συνεχίσουν να περιγράφουν τα γεγονότα όσο καλύτερα μπορούν, να διαχωρίζουν τις ειδήσεις από τις απόψεις, αλλά και να μην πέφτουν στην παγίδα να απαντούν στην προπαγάνδα εναντίον τους με ένα είδος «καλής», δικής τους, προπαγάνδας.