Το ερώτημα «τι είδους οικονομία θέλουμε;» επανέρχεται διαρκώς και τίθεται μετ’ επιτάσεως ιδίως έπειτα από μεγάλες και βαθιές κρίσεις που αμφισβητούν το εκάστοτε μοντέλο και προκαλούν την ανάγκη για αλλαγές εκ βάθρων.

Η ατέρμονη συζήτηση περί του κατάλληλου αναπτυξιακού υποδείγματος μαρτυρεί στην ουσία τα υπαρξιακά αδιέξοδα στα οποία παραμένει εγκλωβισμένη η ελληνική οικονομία. Σε αντίθεση με άλλα κράτη, που έχουν λύσει από καιρό τα υπαρξιακά τους ζητήματα και περιορίζονται σε αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις, η Ελλάδα βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση της μαγικής συνταγής, του κατάλληλου μείγματος που θα οδηγήσει στην παραγωγή πλούτου, στον περιορισμό των ανισοτήτων και σε βιώσιμη ευημερία.

Το «νέο αναπτυξιακό μοντέλο» κατέστη σταδιακά το Αγιο Δισκοπότηρο της οικονομίας. Στην αναζήτησή του επιδόθηκαν λαμπρά μυαλά, τα οποία κατέθεσαν κατά καιρούς αξιόλογες και συγκροτημένες προτάσεις. Ελάχιστοι ωστόσο επέδειξαν την τόλμη και την αποφασιστικότητα να αναλάβουν την ιδιοκτησία του σχεδίου και να το εφαρμόσουν. Ακόμη και όταν οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές, τα σχέδια έμεναν στα χαρτιά.

Στη σημερινή συγκυρία, των αλλεπάλληλων μεγάλων κρίσεων, τα περιθώρια είναι περισσότερο ασφυκτικά από ποτέ. Η φύση των απειλών είναι πρωτόγνωρη. Δοκιμασμένες και αποτελεσματικές συνταγές δεν υπάρχουν.

Η χώρα μας καλείται τώρα να κλείσει παλιούς λογαριασμούς με χρόνιες παθογένειες και την ίδια ώρα να χτίσει ανθεκτικές άμυνες απέναντι σε νέες, ασύμμετρες απειλές. Για να πετύχει το οποιοδήποτε μοντέλο, πρέπει πρωτίστως να εμπεδωθεί η κρισιμότητα των στιγμών. Η υιοθέτηση νέου και αποτελεσματικού υποδείγματος δεν αφορά μόνο τον παραγωγικό τομέα αλλά ολόκληρη την κοινωνία. Αποτελεί όρο επιβίωσης.