Η πρόσφατη ψήφιση από τη Βουλή του νόμου που εξομοιώνει τον πολιτικό γάμο των ομόφυλων ζευγαριών με εκείνον των ετερόφυλων και η εφαρμογή του ήδη στην πράξη δεν οδήγησαν σε ύφεση των αντιδράσεων της διοικούσας Εκκλησίας, η οποία σε όλους του τόνους είχε διακηρύξει τη διαφωνία της.

Αντιθέτως, άρχισε μια σταδιακή κλιμάκωση των αντιδράσεών της με σειρά μεμονωμένων μητροπολιτών να επιβάλλουν «αφορισμό» (ακριβέστερα τον λεγόμενο μικρό αφορισμό, δηλαδή το επιτίμιο της ακοινωνησίας) σε όσους βουλευτές της περιφέρειάς τους είχαν ψηφίσει υπέρ του νόμου.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε όταν η Διαρκής Σύνοδος των 12 μητροπολιτών υπό τον Αρχιεπίσκοπο (ΔΙΣ), η οποία, κατά το διάστημα που δεν συνεδριάζει η Ιεραρχία, διοικεί την Εκκλησία, αποφάσισε να μην εορταστεί η Κυριακή της Ορθοδοξίας στις 24 Μαρτίου επίσημα στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών, παρουσία της πολιτειακής, πολιτικής, στρατιωτικής κ.λπ. ηγεσίας, με την απαγγελία του Συμβόλου της Πίστεως από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά να τελεστεί στην Ι. Μονή Πετράκη, όπου και το Συνοδικό Μέγαρο, από τρεις μόνο συνοδικούς αρχιερείς.

Παράλληλα, φαίνεται να ματαιώνεται και το επίσημο γεύμα που κατ’ έθιμο, μετά τη λειτουργία, παραθέτει ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στον Αρχιεπίσκοπο και στα μέλη της ΔΙΣ, παρουσία και της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, παρότι η Προεδρία της Δημοκρατίας είχε αποστείλει ήδη τις σχετικές προσκλήσεις, με την Προεδρία να ανακοινώνει ήδη ότι είναι σεβαστή η απόφαση των αρχιερέων, εάν θα δεχθούν ή όχι την πρόσκληση…

Είναι προφανές ότι οι εξελίξεις αυτές οδηγούν σε ρήξη των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, που κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη εμφανίζονταν αγαστές. Πολλώ μάλλον δεν είναι εύκολο να συγκαλυφθεί τόσο η ενόχληση της Εκκλησίας προς την ηγεσία της κυβέρνησης όσο και μια αιχμή κατά της ιδιωτικής ζωής της Προέδρου της Δημοκρατίας, έστω και αν αυτό γίνεται κυρίως από περιθωριακά έντυπα και ιστοτόπους και σχολάζοντες μητροπολίτες με ανοικτές επιστολές τους…

Οι εξελίξεις αυτές μου φέρνουν στη μνήμη ένα θλιβερό προηγούμενο*, που δεν φανταζόμουν ότι θα ξαναζούσα. Τέτοιο καιρό, Μάρτιο του 1987, πριν από 37 ακριβώς έτη, η σύγκρουση Εκκλησίας – Πολιτείας για το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας βρίσκεται στο αποκορύφωμά της. Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου αρνείται να αποσύρει το νομοσχέδιο και τότε, για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία, η Εκκλησία, με Αρχιεπίσκοπο τον μακαριστό Σεραφείμ, αποφασίζει να τελέσει χωριστή δοξολογία στον Ι. Ναό του Αγ. Πανετελεήμονα Αχαρνών για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου (1987). Ακολούθησε το συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος την 1η Απριλίου 1987, με κύριο ομιλητή τον μετέπειται Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο.

Φυσικά δεν έλειψαν και τότε οι «αφορισμοί». Οταν ο νόμος 1700/1987, γνωστότερος ως «νόμος Τρίτση», ψηφίστηκε, διορίστηκε από την κυβέρνηση Παπανδρέου το πρώτο Κεντρικό Συμβούλιο του [νέου] Οργανισμού Εκκλησιαστικής Περιουσίας (ΟΔΕΠ), με επικεφαλής τον Γιώργο Ανωμερίτη. Η Ιεραρχία επέβαλε τότε σε όλα τα μέλη του «αποχήν από της Θείας Ευχαριστίας επί 2 έτη». Το επιτίμιο, που τους κοινοποιήθηκε τον Οκτώβριο 1987, ήρθη, εν όψει των «επικείμενων εορτών του Πάσχα», την 1η Μαρτίου 1988…

Υπάρχει όμως μια τεράστια διαφορά μεταξύ της σημερινής κρίσης και εκείνης προ 37 ετών. Τότε η Εκκλησία αγωνιζόταν για να προασπιστεί ένα δικαίωμά της, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα, γι’ αυτό και δικαιώθηκε. Σήμερα μάχεται εναντίον μιας μικρής μειονότητας συνανθρώπων μας που θέλει να απολαύσει το ατομικό δικαίωμα της ισονομίας, χωρίς να θίγει επ’ ουδενί την Εκκλησία και τους πιστούς της.

Την επομένη της Κυριακής της Ορθοδοξίας, εφέτος, ξημερώνει η εθνική εορτή της 25ης Μαρτίου. Εύχομαι να επικρατήσουν σύνεση και σωφροσύνη…

* Διεξοδικά για τα γεγονότα της περιόδου αυτής βλ. στο (εξαντλημένο ήδη) έργο μου «Ο Ν. 1700/1987 και η πρόσφατη κρίση στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας» (1988/1991).

Ο κ. Ιωάννης Μ. Κονιδάρης είναι ομότιμος καθηγητής Εκκλησιαστικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.