Τότε, ναι, «συγκρούστηκαν ανθρώπινα λάθη με τις χρόνιες παθογένειες», όπως είπε ο Πρωθυπουργός. Αλλά στο μεταξύ δεν συγκρούστηκαν τα μπάζα με τα στοιχεία που θάφτηκαν κάτω από το τσιμέντο; Και μήπως σήμερα δεν συγκρούονται η σπουδή να σβηστούν τα ονόματα των θυμάτων στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη με τη «ραθυμία» στην έρευνα για τα αίτια του δυστυχήματος;

Μια τέτοια αλυσίδα συγκρούσεων συνοδεύει την τραγωδία των Τεμπών από εκείνο το μοιραίο βράδυ. Συγκρούονται ακόμη και η επιλεκτική ευαισθησία και το λειψανεμπόριο γύρω από τον πόνο των οικείων με την αντίληψη πως οι νεκροί έχουν μόνο ένα χρώμα – το χρώμα ενός άδικου και αδιανόητου θανάτου. Ετσι άδικα σκοτώθηκε ο Θάνος Αξαρλιάν, αλλά καμία γροθιά δεν υψώθηκε στη μνήμη του. Ετσι παράλογα χάθηκαν τρεις ζωές στη Marfin, αλλά κανένα νεανικό χέρι δεν έγραψε τα ονόματά τους με κόκκινη μπογιά στον δρόμο. Και οι νεκροί στο Μάτι; Μήπως εκτός από νεκροί δεν χαρακτηρίστηκαν και «αυθαιρετούχοι» ώστε να μην αξίζουν έστω και μισό «πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο»;

Πίσω από αυτή την αλυσίδα των συγκρούσεων στοιχίζονται τελικά δυο Ελλάδες. Η Ελλάδα που μπαζώνει δεν είναι και πολύ διαφορετική από την Ελλάδα που διαδηλώνει για τους νεκρούς στα Τέμπη «κολλώντας» στο αίτημα για απόδοση δικαιοσύνης και ένα αίτημα για αυξήσεις μισθών. Τη βρίσκει κανείς παντού. Σε κυβερνήσεις και συντεχνίες. Στη διοίκηση και στα πανεπιστήμια. Στην τηλεόραση και στα σόσιαλ μίντια. Σε οτιδήποτε έχει να κρύψει αλλά και οτιδήποτε έχει να κερδίσει από τον πόνο των άλλων.

Είναι μια Ελλάδα που υπόσχεται ή απαιτεί να «χυθεί άπλετο φως», κρύβοντας τις δικές της σκοπιμότητες και τις δικές της ευθύνες στο ημίφως και στο σκοτάδι. Δεν αποκαλύφθηκε για πρώτη φορά στα Τέμπη. Τη συναντά κανείς στις μεγάλες τραγωδίες, όπως στο Μάτι και στο «Σάμινα». Αλλά σκοντάφτει πάνω της και στη μικροκαθημερινότητά του, πεζός στο πεζοδρόμιο ή εποχούμενος στις μεταφορές.

Το «πριν» από τα Τέμπη δεν διαφέρει και πολύ από το «μετά». Πολλά χρόνια πριν από το δυστύχημα είχε υπογραφεί μια σύμβαση για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των σιδηροδρομικών μεταφορών που παρέμενε πεισματικά ανεκτέλεστη. Πριν από το δυστύχημα ο διευθύνων σύμβουλος των σιδηροδρόμων ενημέρωνε με επιστολές του τον αρμόδιο υπουργό για την άθλια κατάσταση του δικτύου. Αλλά μετά ο πρόεδρος της Εξεταστικής Επιτροπής αρνήθηκε να τον καλέσει για να καταθέσει. Ηταν μετά που χρειάστηκε ολόκληρος ειδικός εφέτης ανακριτής για την έρευνα των αιτιών του δυστυχήματος. Και ήταν μετά που η δικογραφία έφτασε μισή στη Βουλή.

Εναν χρόνο μετά συγκρούονται η μνήμη με τη λήθη, στην ίδια αλυσίδα που συγκρούστηκαν τα ανθρώπινα λάθη με τις χρόνιες παθογένειες. Είναι άραγε αυτή μια μνήμη που θρέφεται από «την τοξικότητα και τον κανιβαλισμό» όπως κατήγγειλε και πάλι ο Πρωθυπουργός και η οποία θα είχε αδυνατίσει εάν βρισκόταν κάποιος άλλος, κάποιος «δικός μας», στη θέση του; Ενδεχομένως. Οπως φαίνεται, όμως, η λήθη δεν είναι περισσότερο αθώα. Είναι το ίδιο σκόπιμη, το ίδιο επιλεκτική, της ίδιας χρόνιας παθογένειας.

Η αλυσίδα των συγκρούσεων μοιάζει έτσι με την πρώτη ύλη μιας μόνιμης τραγωδίας, η οποία βιώνεται από την εποχή των εμφυλίων της Επανάστασης και κάθε διχασμού και καταστροφής που ακολούθησε από τότε. Είναι μια Ελλάδα του σπαραγμού και της οιμωγής που πασχίζει ακόμη να φτιάξει τα τρένα της. Και που ποτέ δεν καλλιεργήθηκε και δεν παρηγορήθηκε στην αξιοπρέπεια του βουβού σεβασμού στο πένθος.