Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα η ελληνική οικονομία κατέγραφε θεόρατα «δίδυμα ελλείμματα» (προϋπολογισμού και ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών). Ως αποτέλεσμα, η χώρα μας αποκόπηκε από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, χρεοκόπησε και χρειάστηκαν η συνδρομή των εταίρων μας στην ΕΕ, τρία μνημόνια και πολύς κόπος για να αποκατασταθεί η εσωτερική και εξωτερική σταθερότητα της οικονομίας. Αν και η εκδήλωση της κρίσης σηματοδοτήθηκε από τη δημοσιονομική κατάρρευση, η ρίζα του προβλήματος βρισκόταν στη χρόνια έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Εκείνη την περίοδο αναζωπυρώθηκε η συζήτηση για την ανάγκη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Το 2016 με τους συναδέλφους μου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Γιώργο Οικονομίδη, Γιώργο Παγουλάτο και Αποστόλη Φιλιππόπουλο και τον σημερινό υφυπουργό Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Χρήστο Τριαντόπουλο εκπονήσαμε για τον ερευνητικό οργανισμό διαΝΕΟσις τη μελέτη «Χάρτης εξόδου από την κρίση: Ενα νέο παραγωγικό μοντέλο για την Ελλάδα». Σε σημαντικό βαθμό τα συμπεράσματά της συμπίπτουν με αυτά της πολύ αναλυτικότερης έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη («Σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία», 2020), αλλά και άλλων μελετών που εκπονήθηκαν την ίδια περίοδο.

Τα κύρια συμπεράσματα αυτών των μελετών ήταν η ανάγκη στροφής από την κατανάλωση στις επενδύσεις και στις εξαγωγές, η αλλαγή στη σύνθεση των επενδύσεων με στροφή από τις κατασκευές (ιδίως κατοικιών) στις επιχειρηματικές επενδύσεις, η μεγαλύτερη ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής με απελευθέρωση των αγορών, αύξηση των ξένων επενδύσεων, ενδυνάμωση των επιχειρήσεων και παραγωγή προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Ταυτόχρονα, κομβικής σημασίας είναι η διατήρηση δημοσιονομικής πειθαρχίας και η σταδιακή μείωση του υπέρογκου δημόσιου χρέους. Κάθε άλλο παρά εύκολοι στόχοι.

Η εμπειρία χωρών που άλλαξαν με επιτυχία το μοντέλο ανάπτυξής τους (Ιρλανδία, Ν. Κορέα κ.ά.) δείχνει ότι αυτή είναι μια μακρόχρονη διαδικασία. Με βάση τα παραπάνω, πώς πορεύεται η ελληνική οικονομία; Μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν στα χρόνια των μνημονίων αλλά και την τελευταία τετραετία οδήγησαν σε βελτίωση της παραγωγικότητας και σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών. Οι περισσότεροι δείκτες δείχνουν ότι βρισκόμαστε στον σωστό δρόμο. Ενδεικτικά, το ποσοστό των εξαγωγών στο ΑΕΠ αλλά και η σύνθεση των εξαγωγών έχουν βελτιωθεί θεαματικά, το ίδιο και το ποσοστό των ξένων άμεσων επενδύσεων. Το ποσοστό των  επενδύσεων στο ΑΕΠ αυξάνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, αν και υπολείπεται ακόμα του μέσου όρου της ΕΕ. Με την εξαίρεση των χρόνων της πανδημίας, το πρωτογενές αποτέλεσμα του προϋπολογισμού είναι πλεονασματικό, ενώ το αξιόχρεο του ελληνικού χρέους αναβαθμίζεται και τα ελληνικά ομόλογα ανέκτησαν ύστερα από πολλά χρόνια την επενδυτική βαθμίδα. Φυσικά, τα προβλήματα δεν έχουν εξαφανιστεί -με σημαντικότερο αυτό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών -, αλλά οι εκθέσεις των διεθνών οίκων και οργανισμών προβλέπουν σταδιακή σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο τα επόμενα χρόνια.

Σε αυτό το πλαίσιο, το κράτος πρόνοιας – παρά τις προκλήσεις που επισημαίνει η πρόσφατη έκθεση της «Επιτροπής Σοφών» της ΕΕ υπό την Αννα Διαμαντοπούλου (δημογραφική γήρανση, νέο μοντέλο εργασίας, ψηφιακός μετασχηματισμός, κλιματική αλλαγή και πράσινη μετάβαση) – έχει να παίξει σημαντικό ρόλο με κύριους στόχους (α) την παροχή ενός «διχτυού κοινωνικής προστασίας», τόσο σε όρους εισοδήματος όσο και σε όρους παροχών σε είδος (π.χ. ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης κ.λπ.) για ολόκληρο τον πληθυσμό και ιδιαίτερα για όσους δεν μπορούν να συμμετέχουν στην αγορά εργασίας και (β) την ενθάρρυνση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και τη βελτίωση της ποιότητας του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας.

Και στους δύο τομείς πολλά έχουν αλλάξει μετά την κρίση. Ενώ το ποσοστό των κοινωνικών δαπανών στο ΑΕΠ αυξανόταν ταχύτατα τις προηγούμενες δεκαετίες, η επίδρασή τους στη μείωση της ανισότητας και της φτώχειας ήταν περιορισμένη. Τα κοινωνικά επιδόματα είναι πλέον περισσότερο στοχευμένα, έχει εισαχθεί ένα ελάχιστο καθολικό δίχτυ ασφαλείας (ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα), ενώ στην αγορά εργασίας αυξάνονται τα ποσοστά συμμετοχής και απασχόλησης και το ποσοστό ανεργίας, παρότι βρίσκεται ακόμα σε υψηλά επίπεδα, μειώνεται με ταχείς ρυθμούς.

Ο πιο σημαντικός πυλώνας του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα ήταν και παραμένει το συνταξιοδοτικό σύστημα. Για πολλά χρόνια, η αναλογία συντάξεων προς λοιπές κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα αλλά και το ποσοστό συντάξεων στο ΑΕΠ ήταν τα υψηλότερα στην ΕΕ, κάτι που περιόριζε σημαντικά τη δυνατότητα άσκησης αποτελεσματικών κοινωνικών πολιτικών για ομάδες άλλες εκτός των συνταξιούχων. Ταυτόχρονα, το συνταξιοδοτικό σύστημα ήταν κατακερματισμένο και πηγή πολλών ανισοτήτων, ενώ τα αυξανόμενα ελλείμματά του ήταν από τους κύριους τροφοδότες της αύξησης του δημόσιου χρέους.

Με τη θέσπιση νέων κανόνων και τη σταδιακή ενοποίηση του συστήματος στον ΕΦΚΑ, αλλά και τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις της προηγούμενης δεκαετίας, η εικόνα σταδιακά αλλάζει, παρά τη ραγδαία δημογραφική γήρανση του πληθυσμού. Παρότι τα ελλείμματα παραμένουν υψηλά, βαίνουν σταδιακά μειούμενα και αυτός είναι ο λόγος που το Ageing Report της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θεωρεί πως αν οι υφιστάμενοι κανόνες δεν αλλάξουν, το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα είναι ένα από τα σχετικά λίγα βιώσιμα συστήματα στην ΕΕ. Τέλος, ένα ακόμα σημαντικό βήμα εκσυγχρονισμού έγινε με τη δημιουργία κεφαλαιοποιητικού πυλώνα στο ασφαλιστικό μας σύστημα (ΤΕΚΑ), γεγονός που μειώνει την έκθεσή του στον δημογραφικό κίνδυνο, δημιουργεί αποταμιευτικό κεφάλαιο, τμήμα του οποίου θα επενδυθεί στην ελληνική οικονομία δίνοντας ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη και δημιουργεί σοβαρά αντικίνητρα για ανασφάλιστη εργασία.

Συμπερασματικά, το αναπτυξιακό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας σταδιακά αλλάζει προς την επιθυμητή κατεύθυνση, αλλά ο δρόμος μπροστά μας είναι ακόμα μακρύς.

Ο κ. Πάνος Τσακλόγλου είναι υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης.