Δύο βδομάδες πριν από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου ακόμα προσπαθούμε να αναλύσουμε τα αίτια του αποτελέσματος των εκλογών του Μαΐου και να αποσαφηνίσουμε την ατζέντα της επερχόμενης εκλογικής μάχης. Ο εκλογικός σεισμός του Μαΐου συμβόλισε το «τέλος» της περιόδου που ξεκίνησε από το 2012, κυρίως αναφορικά με την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ εδραίωσε την απόλυτη ηγεμονία του Κ. Μητσοτάκη στο παρόν πολιτικό σκηνικό. Ταυτόχρονα, αναπτέρωσε την ελπίδα για το ΠαΣοΚ, που είχε περιοριστεί σε ρόλο κομπάρσου τα προηγούμενα χρόνια.

Συνήθως, για να αξιολογηθούν πολιτικά γεγονότα σε ιστορικό χρόνο απαιτείται να τα δούμε από μια απόσταση και αφότου περάσει αρκετός καιρός, όμως το πολιτικό τοπίο που διαμορφώνεται περιέχει στοιχεία που καθιστούν τη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2023 ως σημείο καμπής της Μεταπολίτευσης.

Υπάρχουν τρία σημεία τα οποία, κατά την άποψή μου, αξίζει να έχουμε στο μυαλό μας κατά την ενδιάμεση αυτή προεκλογική περίοδο.

Πρώτον, από ό,τι φαίνεται στις επικείμενες εκλογές της ενισχυμένης αναλογικής ο προεκλογικός διάλογος περιλαμβάνει περισσότερο αντιπαράθεση εκλογικών προγραμμάτων και όχι τις συζητήσεις που μονοπώλησαν τις κάλπες της απλής αναλογικής περί της δυνατότητας κυβερνητικών συνεργασιών. Αυτό τις κάνει ενδιαφέρουσες στο αμιγώς πολιτικό τους σκέλος γιατί ανοίγουν συζητήσεις που αφορούν το φορολογικό, τις επενδύσεις, την υγεία και τα εργασιακά, ζητήματα δηλαδή κομβικά για την καθημερινότητα των πολιτών.

Δεύτερον, έχει ενδιαφέρον πώς θα αναδιαταχθεί το πολιτικό σκηνικό τώρα που, απ’ ό,τι φαίνεται, εξέλιπε ο «κίνδυνος» της επιστροφής του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Οπως επισημαίνει ο Ευ. Βενιζέλος σε πρόσφατη αρθρογραφία του, η στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώνει την ανάγκη για ένα νέο πολιτικό τοπίο όπου το «σκιάχτρο» της κυβερνητικής προοπτικής του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να παραγάγει πλέον τα ίδια αποτελέσματα συσπείρωσης του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου. Θα μπορούσα να προσθέσω ότι τα χαμηλά ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠαΣοΚ δημιουργούν μια επιπλέον ευθύνη στους νικητές των εκλογών: Να εφαρμόσουν φυσικά το πρόγραμμά τους που ηγεμόνευσε στο εκλογικό σώμα, αλλά χωρίς να κλειστούν στον (ευρύχωρο, η αλήθεια είναι) γυάλινο πύργο τους. Αντίθετα, να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν συνθήκες διαλόγου με τα υπόλοιπα κόμματα σε σημεία τουλάχιστον που είναι εφικτό (π.χ. εθνικά, συνταγματική αναθεώρηση κ.λπ.).

Τρίτον, οι εξελίξεις στον χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς θα έχουν ενδιαφέρον για όλη την υπόλοιπη τετραετία. Δεν γνωρίζουμε αν τα ποσοστά αυτά του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠαΣοΚ θα παγιωθούν, αλλά το σίγουρο είναι ότι αυτό θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τα αντανακλαστικά τους να γιατρέψουν πληγές (ΣΥΡΙΖΑ) και να αξιοποιήσουν ευκαιρίες (ΠαΣοΚ). Το κρίσιμο ραντεβού των δύο αυτών κομμάτων θα είναι οι ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024, οπότε και θα ξεκαθαρίσουν οι συσχετισμοί μεταξύ των δύο κομμάτων και λογικά θα προδιαγράψουν το είδος του δικομματισμού που θα έχουμε στην επόμενη δεκαετία.