Ζητείται δημόσιος χώρος

Γράφουν στο ΒΗΜΑ ο Μάρκος Καρασαρίνης, ο αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας Παναγής Παναγιωτόπουλος, ο ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής Ανδρέας Γιακουμακάτος και η επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου Βασιλική Χρήστου

Ζητείται δημόσιος χώρος

Από την αρχαία αγορά στη σύγχρονη συρρίκνωση

 Του Μάρκου Καρασαρίνη

Η αντίληψη του δημόσιου χώρου και της δημόσιας σφαίρας ως διακριτών από τις ιδιωτικές εκδοχές τους σε σχέση με το νόημα και τις δραστηριότητες που περιλαμβάνουν υφίσταται ήδη από την ανάπτυξη της πόλης στην αρχαιότητα. Νύξεις, ορισμοί, προβληματισμοί για το περιεχόμενό τους διαπερνούν τον στοχασμό των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων εκκινώντας έναν μακρό διάλογο που υπό διάφορες όψεις συνεχίζεται στην πολιτική σκέψη των μέσων και των νεότερων χρόνων.

Είναι οπωσδήποτε οι τεχνολογικές επαναστάσεις της νεωτερικότητας και οι συνακόλουθες βαθιές μεταβολές της κοινωνικής ζωής που εγκαινιάζουν τη σύγχρονη πραγμάτευση του ζητήματος η οποία εστιάζει στις διακυμάνσεις των ορίων μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού. Ο αστικός χώρος των πόλεων του 21ου αιώνα (αλλά και ο αντικατοπτρισμός του στο ψηφιακό σύμπαν) μοιάζει λιγότερο καθορισμένος και περισσότερο διαφιλονικούμενος ως προς τις χρήσεις του. Μέσω οργανωμένων εμπορικών, διαφημιστικών, οικονομικών, πολιτισμικών πρωτοβουλιών, παπουτσιών στον ουρανό, happenings στις πλατείες, το κτήμα του συνόλου συχνά μετατρέπεται (προσωρινά, έστω) σε οριοθετημένο τόπο ενός μέρους του.

Τα νέα αρχιτεκτονικά ορόσημα των δυτικών μητροπόλεων σπάνια έχουν δημόσιο χαρακτήρα, αλλά και όταν αυτό συμβαίνει συνοδεύεται κατά κανόνα από συμπράξεις ή ιδιωτικές χορηγίες που αποτυπώνονται σε ευδιάκριτες ονομασίες και ευμεγέθεις αναμνηστικές πλάκες. Ορατό και επιταχυνόμενο, το φαινόμενο δεν συνιστά ωστόσο αιφνίδια μεταβολή.

Κατά τον αμερικανό κοινωνιολόγο Ρίτσαρντ Σένετ, για παράδειγμα, ήδη από τον 18ο αιώνα η πρότερη συμπληρωματικότητα μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού στοιχείου ξεκινά να μετασχηματίζεται σε σύγκρουση και ο νεωτερικός άνθρωπος αρχίζει να ορίζει τον εαυτό του με βάση το προσωπικό και το ατομικό. Στην Τυραννία της οικειότητας (εκδ. Νεφέλη) περιγράφει τη βαθμιαία μετάβαση στις μαζικές δημοκρατίες του 20ού αιώνα, όπου ο δημόσιος χώρος και η δημόσια σφαίρα του παρελθόντος συρρικνώνονται με συνέπεια τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε άτομα.

Σε ένα τέτοιο πλαίσιο μετασχηματισμών αυτό που αναζητείται και πάλι είναι η πόλη ως αγορά. Οχι με την επικρατούσα σύγχρονη εκδοχή του πεδίου οικονομικών σχέσεων, συναλλαγών και κερδοφορίας αλλά με την αρχαία πρωτεύουσα σημασία του προνομιακού χώρου πραγμάτωσης των ανθρώπινων δυνατοτήτων.΄

Ηorror vacui ως εξωτερική επιβολή νοήματος

Του Παναγή Παναγιωτόπουλου

Ο δημόσιος χώρος, από την αρχαιότητα ήδη, υπήρξε ένας χώρος που εποικιζόταν από το εμπόριο. Δεν είναι τυχαία η συνάντηση εμπορίου και πολιτικής ιδιότητας στην αγορά. Η αρχαία αγορά, όπως και το λατινικό forum, ήταν ταυτόχρονα πεδίο εμπορικό και πεδίο έκφρασης της ιδιότητας του πολίτη. Ο έμπορος και ο πολίτης δεν ήταν οι μόνοι ρόλοι βέβαια, πλάι τους αναγνωρίζει κανείς έναν τρίτο τύπο ανθρώπου που δεν εμπορεύεται ή δεν πολιτεύεται, δικαιούται απλά να είναι παρών στην αγορά.

Για να μπορεί αυτή η συνθήκη όμως να λειτουργήσει σε όλα τα επίπεδα, ο δημόσιος χώρος προϋποθέτει μια στοιχειώδη ουδετερότητα. Οφείλει δηλαδή να μην επιβάλλει κάτι. Στα αυταρχικά ή ολοκληρωτικά καθεστώτα ο δημόσιος χώρος ταυτίζεται κατ’ εξοχήν με τη μεγάλη ιδεολογική προβολή – εικόνων, συνθημάτων, μνημείων. Σε μια δημοκρατία, ανεξαρτήτως μεγέθους, είτε μέσα από νομικές προβλέψεις είτε μέσα από την εγκράτεια, εγγενή στους ανθρώπους ή κανονιστικά προσδιορισμένη, ο δημόσιος χώρος είναι κενός παρόμοιων επιβολών – παρότι δεν στερείται ιδεολογίας, συμβολισμών και αισθητικών κατευθύνσεων.

Σήμερα παρατηρούμε, ειδικά σε πόλεις όπως η Αθήνα, τον βίαιο ως ένα βαθμό εποικισμό, την κατάκτηση του δημόσιου χώρου. Είναι εύκολο να ρίξουμε το ανάθεμα για αυτά τα δεινά αποκλειστικά στις εμπορικές χρήσεις και τη σημειολογία τους. Δεν είναι όμως μόνο αυτά τα πεδία άσκησης της επιβολής πάνω στη δημόσια σφαίρα. Το μήνυμα και το πρόβλημα είναι η «από τα πάνω» πυκνή νοηματοδότηση του δημόσιου χώρου – είτε έχει σκοπό το κέρδος είτε τη χειραφέτηση των ανθρώπων.

Πρόκειται για μια πολύ έντονη, πολύ πυκνή παρέμβαση που συμπιέζει το ίδιο το υποκείμενο, είτε αυτό εκτίθεται στις βουλές που το βλέπουν ως καταναλωτή είτε ως υποκείμενο πολιτικής κινητοποίησης. Και από αυτή την άποψη, μια βίαιη εισβολή από αέρος, όπως ήταν το παπούτσι με τα drones της Adidas, αλλά και μια εναλλακτική καλλιτεχνική παρέμβαση τύπου mural σε έναν τεράστιο χώρο, η επίγεια κατάληψη από τραπεζοκαθίσματα ή ακόμη και από όρθιους, «χειραφετημένους» καταναλωτές, σε στενά, πλατείες, σκαλάκια εκκλησιών είναι μια επιβολή νοημάτων που αποκλείει τη αυτο-νοηματοδότηση από πλευράς του συνόλου των κατοίκων της πόλης.

Πίσω από αυτό, στην Ελλάδα, κρύβεται ένα horror vacui – ο τρόμος του κενού, τον οποίο βλέπουμε εδώ και πολύ καιρό και στην αρχιτεκτονική δημόσιων χώρων να διασπά τον ορίζοντα, να βάζει παντού εμπόδια στο βλέμμα, να ενθέτει παραστάσεις, νοήματα, λέξεις που εύκολα μετατρέπονται σε ηθικές επιταγές και κανονιστικές πιέσεις μην επιτρέποντάς μας να αναμετρηθούμε με το κενό.

Η αναμέτρηση, όμως, με το κενό του δημόσιου χώρου είναι αυτό που κατ’ εξοχήν επιδιώκεται με την ύπαρξή του αυτή καθαυτήν. Γιατί ταυτόχρονα αποτελεί αναμέτρηση και με τον εαυτό μας. Ενα δύσκολο αντικαθρέφτισμα, που σηματοδοτεί ωστόσο τον χώρο της ελευθερίας. Τον χώρο της απαραίτητης για τη συνύπαρξη των ανθρώπων μεσολάβησης προκειμένου να στοχαστούν εντός του τον ίδιο τους τον εαυτό χωρίς η παρουσία τους να νοηματοδοτείται εξωγενώς.

Το κενό και η κίνηση είναι εγγενή χαρακτηριστικά του δημόσιου χώρου. Ζούμε όμως πλέον σε κοινωνίες αέναης κίνησης, κοινωνίες σε διαρκές flux, κοινωνίες που καλύπτουν τα κενά πριν από εμάς, αποτρέποντάς μας από το να τους προβάλουμε τα δικά μας νοήματα – ή να τα αφήσουμε εν τέλει ακάλυπτα, σε εκκρεμότητα. Γι’ αυτό οι νυχτερινές διαφημίσεις στον ουρανό της πόλης συνιστούν κραυγαλέο παράδειγμα τέτοιας εξωτερικής πλήρωσης, καθώς κάλλιστα μπορεί να τις φανταστεί κανείς στο μέλλον να μην είναι καν εμπορικές, αλλά «διαφημίσεις» που θα υπηρετούν οποιονδήποτε σκοπό.

Χωρίς να πέσουμε στην παγίδα της εξιδανίκευσης του δημόσιου χώρου, χωρίς να πλάθουμε μια ιδανική πλατεία, έναν «αυθεντικό» τόπο διαλόγου, επιχειρημάτων, επεξεργασίας της σκέψης, ο οποίος δήθεν υπήρξε στο παρελθόν σε μια τέλεια μορφή και τώρα καταλύεται, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε αυτόν τον διαφαινόμενο ετεροκαθορισμό του. Το μείζον ζήτημα, άλλωστε, δεν είναι ότι νοηματοδοτείται υπέρ μίας μορφής του εμπορίου, μίας μορφής της πολιτικής ή της τέχνης. Είναι ότι εθιζόμαστε στην εξωτερική νοηματοδότηση ως πολιτισμική επιβολή.

O κ. Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ.

Ναρκισσισμός του ιδιωτικού

Του Ανδρέα Γιακουμακάτου

Ο δημόσιος χώρος, ακόμη και αν παραμένει ο ίδιος ως προς τη φυσική μορφή, νοηματοδοτείται στον χρόνο αναφορικά με τις προσδοκίες, τις διεκδικήσεις ή / και τις απαιτήσεις των κατοίκων / χρηστών. Με την έννοια αυτή, ο δημόσιος χώρος είναι ο πιο πιστός καθρέφτης της κοινωνίας που τον κατοικεί. Στην ιστορία της πόλης, στις προβιομηχανικές κοινωνίες, ο δημόσιος χώρος δεν είχε τα ίδια χαρακτηριστικά ή ρόλο με εκείνους των σημερινών μητροπόλεων (των χώρων της σύγχρονης αρχιτεκτονικής).

Η Πιάτσα Ναβόνα στη Ρώμη ή η Τραφάλγκαρ Σκουέρ στο Λονδίνο διαμορφώθηκαν για να ανταποκριθούν σε κοινωνικές συνθήκες και ανάγκες πολύ διαφορετικές από τις σημερινές. Σε σχέση με την προμοντέρνα κοινωνική ομοιογένεια, τα αναγνωρίσιμα συμβολικά χαρακτηριστικά του αστικού χώρου, τα προσδιορισμένα φυσικά και ταυτοτικά όρια, τις καθορισμένες τελετουργίες, την κοινή κληρονομιά συλλογικών αξιών, οι δημόσιοι χώροι σήμερα είναι ετερογενείς και αποσπασματικοί, επειδή ακριβώς οι σημερινές κοινωνίες είναι εξαιρετικά διαφοροποιημένες ως προς την προέλευση, την ταυτότητα, τις οικονομικές δυνατότητες, τις επιθυμίες και τους στόχους και, συνεπώς, ως προς τις επιδιώξεις της χρήσης του χώρου.

Το βασικό πρόβλημα σήμερα είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο αίτημα της ανταπόκρισης του δημόσιου χώρου στις συλλογικές ανάγκες και η συνεχώς αυξανόμενη πίεση των «ιδιωτικών κοινωνιών» με όλο και πιο διαφορετικές και ετερογενείς προθέσεις και απαιτήσεις. Η ιδιωτικοποίηση και «διαμερισματοποίηση» του δημόσιου χώρου δεν αφορά μόνο την κατοικία αλλά και την εργασία και την κατανάλωση αγαθών, υλικών και πολιτιστικών (π.χ., το συγκρότημα Ροπόνγκι στο Τόκιο ή η Πλατεία Γκάε Αουλέντι στο Μιλάνο).

Με την έννοια αυτή η εισχώρηση ή και κατάληψη του δημόσιου από το ιδιωτικό είναι ένα όλο και πιο έντονο φαινόμενο, όταν μάλιστα ο δημόσιος χώρος εμφανίζεται χωρίς σαφή ταυτότητα και όρια. Σχετικά με αυτό ο Ρίτσαρντ Σένετ έχει μιλήσει για «δημόσιο ναρκισσισμό» στο βιβλίο του με τον εξαιρετικά εύγλωττο τίτλο The Fall of Public Man (Η Παρακμή του Δημόσιου Ανθρώπου, 1977· στα ελληνικά, Η τυραννία της οικειότητας, εκδ. Νεφέλη, 1999). Ο αμερικανός κοινωνιολόγος έχει υποστηρίξει ότι η κρίση του σημερινού ανθρώπου σχετίζεται με την υποχώρηση της δημόσιας ζωής, με την απουσία των «μοιρασμένων» αξιών που μετατρέπουν σε κοινότητα ένα σύνολο ατόμων.

Τα άτομα αυτά, οι χρήστες δηλαδή του δημόσιου χώρου, εξελίσσονται σε κατοίκους και πολίτες όταν εξοικειώνονται συνειδητά με το κοινόχρηστο περιβάλλον, το προστατεύουν και το φροντίζουν. Αυτός είναι ο τρόπος, υποστηρίζει ο ολλανδός αρχιτέκτονας Χέρμαν Χέρτσμπεργκερ, για να αποκτήσουμε έναν συναισθηματικό δεσμό, ένα «δέσιμο» με το περιβάλλον. Ο δημόσιος χώρος έχει μια συγκεκριμένη φυσική μορφή αλλά και μια υποκειμενική, βιωματική σημασιοδότηση για τον καθένα μας.

Στην ελληνική πραγματικότητα οι παραπάνω συνθήκες οξύνονται, όπως συχνά συμβαίνει. Το πρώτο πρόβλημα είναι η φυσική απουσία δημόσιου χώρου στις ελληνικές πόλεις, που να προσφέρεται για την ικανοποίηση των αναγκών των κατοίκων και τη βελτίωση της συλλογικής διαβίωσης, μέσω μιας μορφής κοινωνικής συναίνεσης.

Το δεύτερο είναι η ισχυρότατη αίσθηση του ιδιωτικού που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία ήδη από τη μετα-οθωμανική συγκρότησή της. Οι συνθήκες της σύγχρονης ζωής, οι νέοι τρόποι διαβίωσης, η πολυεθνοτική κοινωνία αλλά και η ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών δίχως νομιμότητα έχουν επιβαρύνει τη διεκδίκηση του δημόσιου χώρου.

Ο αταβιστικός ατομικισμός στον τόπο μας αποκλείει την προοπτική του συναινετικού κοινωνικού συμβολαίου (είναι χαρακτηριστικό ότι οι λέξεις «partage» ή «condiviso» στα γαλλικά ή στα ιταλικά μεταφράζονται αδύναμα στα ελληνικά με τη λέξη «κοινός» / «κοινή», ενδεικτικό του ότι στη γλώσσα μας δεν υπάρχει η έννοια του «μοιρασμένου», σε σχέση όχι μόνο με υλικά αλλά και με άυλα αγαθά, όπως οι ξένες λέξεις υποδηλώνουν).

Ο ατομικισμός οδηγεί στην ιδιοποίηση του χώρου, ιδιωτικού ή / και δημόσιου, με επιθετικές και αυθαίρετες συμπεριφορές, με όρους επιβολής. Η έλλειψη ποιοτικού φυσικού χώρου στις πόλεις μας, όχι μόνο δημόσιου αλλά και ιδιωτικού (πολυκατοικία), έχει κατά τη γνώμη μου επιβαρύνει τις βίαιες συμπεριφορές και την επιθετικότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Ο δημόσιος χώρος καθορίζει σε μεγάλο βαθμό συμπεριφορές και δραστηριότητες και η συρρίκνωσή του στην ελληνική πραγματικότητα δεν είναι μόνο φυσική, είναι και ψυχολογική. Η διεκδίκηση ζωτικού χώρου είναι πλέον αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής μάχης για την επιβίωση στην πόλη.

Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι ομότιμος καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών,μέλος της Accademia delle Arti del Disegno της Φλωρεντίας.

Ο δημόσιος χώρος και η δίκαιη πόλη

Της Βασιλικής Χρήστου

Αρκετές φορές βλέπουμε τον δημόσιο χώρο ως κάτι το ανταγωνιστικό προς τα ιδιωτικά δικαιώματα. Για παράδειγμα, διά της ρυμοτόμησης ενός οικισμού αφαιρούνται τμήματα των ιδιοκτησιών για να φτιαχτούν οι δρόμοι. Ολόκληρες ιδιοκτησίες απαλλοτριώνονται για να κατασκευαστούν σχολεία, πλατείες ή νοσοκομεία.

Από την άλλη μεριά, η ατομική ιδιοκτησία αποτελεί τη βάση της οικονομικής ανεξαρτησίας του υποκειμένου, άρα και τη βάση της χειραφέτησής του. Ταυτόχρονα, η περιουσία ως κατοικία αποτελεί τον προστατευμένο εκείνον χώρο, στον οποίο μπορεί κανείς να αναπτύξει τη δημιουργικότητά του και να πειραματιστεί, απαλλαγμένος από τη λογοκρισία των τρίτων.

Ταυτόχρονα, δημόσιος και ιδιωτικός χώρος τελούν σε σχέση παραπληρωματική. Οι δημόσιες υποδομές, οι οποίες κατασκευάζονται, βεβαίως, αφαιρώντας τμήματα ιδιοκτησίας, καθιστούν την τελευταία λειτουργική και βιώσιμη και αυξάνουν έτσι την αξία της.

Ακόμη, η δημόσια ρύθμιση του τρόπου αξιοποίησης μιας ιδιοκτησίας, όπως οι κανόνες για το ύψος των κτιρίων ή για τους ακάλυπτους χώρους, εξασφαλίζουν το αποκαλούμενο από τη θεωρία της δημόσιας επιλογής «κοινωνικό πλεόνασμα» της ιδιοκτησίας. Αυτό το κοινωνικό πλεόνασμα είναι, για παράδειγμα, η αισθητική αξία ενός οικισμού, που αν και δεν ανήκει σε μια συγκεκριμένη ιδιοκτησία τις ωφελεί όλες συνολικά.

Είναι, όμως, εσφαλμένο να θεωρήσουμε ότι ο δημόσιος χώρος συμβάλλει στην ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας μόνο επειδή μπορεί να προσφέρει ένα υγιές, αισθητικά όμορφο και λειτουργικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο απολαμβάνει να ζει κανείς. Ο δημόσιος χώρος φιλοξενεί την άσκηση και άλλων πολλών ελευθεριών που είναι σημαντικές για τον ατομικό καθώς και για τον συλλογικό αυτοκαθορισμό.

Ο δημόσιος χώρος έχει δηλαδή και πολιτική διάσταση. Είναι χώρος έκφρασης της γνώμης, συνάθροισης και διαμαρτυρίας, προβολής ενός καλλιτεχνικού έργου, ελεύθερης κίνησης και κυκλοφορίας, καθώς και χώρος αναψυχής. Συνθέτει, δηλαδή, το υπόστρωμα υποδοχής της ανθρώπινης κοινωνικότητας, της οικονομικής πρωτοβουλίας και της πολιτικής εν ευρεία εννοία συμμετοχής.

Για τους λόγους αυτούς, η οργάνωση του δημοσίου χώρου, το πολεοδομικό δίκαιο με άλλα λόγια, αν και έχει αντιμετωπιστεί πρωτίστως από τη σκοπιά του άρθρου 24 του Συντάγματος για την προστασία του περιβάλλοντος, θέτει πολύ ευρύτερα ζητήματα συνταγματικής προστασίας. Η οργάνωση του δημοσίου χώρου επηρεάζει συνολικά το σύστημα των βασικών ελευθεριών και τις ευκαιρίες που έχει κάποιος να τις ασκήσει.

Για παράδειγμα, η απουσία μεγάλων πλατειών και άλλων κοινόχρηστων χώρων μπορεί να αποθαρρύνει την πολιτική συμμετοχή ή ευρύτερα την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών. Επίσης, ορισμένες «άδικες γεωγραφίες» που, βεβαίως, έχουν και εισοδηματική βάση, επηρεάζουν σημαντικά τις ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης της προσωπικότητας. Οποιος κατοικεί κοντά σε ένα πάρκο ή κοντά στη θάλασσα έχει περισσότερες ευκαιρίες να είναι σωματικά υγιής. Αλλοι έχουν εύκολη πρόσβαση σε ανθυγιεινό φαγητό, γιατί μόνον τέτοιες επιλογές βρίσκονται κοντά τους ή κατοικούν πολύ μακριά από χώρους καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και έχουν λιγότερες ευκαιρίες να τις απολαύσουν. Αυτό, όμως, επηρεάζει τη ζωή και τις προοπτικές τους.

Στην πραγματικότητα, η οργάνωση του δημοσίου χώρου μπορεί να εντείνει ή να μειώσει τις ανισότητες. Στην κατεύθυνση του μετριασμού των ανισοτήτων κινείται ο πολεοδομικός νομοθέτης, όταν για παράδειγμα κατά τη ζωνοποίηση της πόλης, με τον καθορισμό των χρήσεων γης και όρων δόμησης, φροντίζει να περιλαμβάνει όλους όσοι θα μπορούσαν να έχουν την προσδοκία να ενταχθούν σε αυτή, λόγω της εργασίας τους ή της κατοικίας τους, με το να επιτρέπει κατοικίες οικονομικά εφικτές για όλα τα εισοδήματα, λόγου χάρη τόσο μονοκατοικίες όσο και πολυκατοικίες.

Η οργάνωση συμπεριληπτικών οικισμών είναι κομβικής σημασίας για την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών. Ας θυμηθούμε ότι η θεμελιακή απόφαση Brown του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ του 1954, η οποία κατήργησε τον φυλετικό διαχωρισμό στα σχολεία, θα είχε μείνει ανεφάρμοστη, εάν δεν είχε οργανωθεί η μετακίνηση των παιδιών με τα σχολικά λεωφορεία από τις γειτονιές των μαύρων προς τις γειτονιές και τα σχολεία των λευκών.

Τελικά, η οπτική του περιβαλλοντικά ορθολογικού δημοσίου χώρου, που είναι, βεβαίως, πολύ σημαντική για την ποιότητα ζωής, πρέπει να εμπλουτιστεί με την ευρύτερη οπτική της δίκαιης πόλης, η οποία παρέχει κατά το δυνατόν ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής ζωής.

Η κυρία Βασιλική Χρήστου είναι επίκουρη καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version