Πριν από κάποιον καιρό, ένας φοιτητής βγαίνοντας από την τάξη μού είχε πει: Πασχίζουμε να βρούμε κάτι να πιστέψουμε και δεν θέλουμε να μας το καταστρέφετε. Ενδεχομένως δεν είχε χρησιμοποιήσει αυτές ακριβώς τις λέξεις, όμως αυτό ήταν το νόημα: αν θέλει κανείς να βρει πάτημα σε κάποιες ιδέες ή μια άποψη του κόσμου, πρέπει, με κάποιον τρόπο, να πάρει τα μέτρα του περιορίζοντας τα πολλά ερωτήματα και τις αμφιβολίες.

Αφορμή για τη στιχομυθία με τον φοιτητή μου ήταν η προτροπή μου για μια εργασία πάνω στις «πολιτικές ιδέες» του Νίτσε. Σαν να ζητούσα από έναν νέο άνθρωπο να χωθεί στην τρικυμιώδη θάλασσα ενός λόγου ελάχιστα χρήσιμου για τα συνηθισμένα πολιτικά προβλήματα.

Τι έχει άραγε να πει ο Νίτσε σε κάποιον που έρχεται σε επαφή με τα προβλήματα του 21ου αιώνα, με τις απορίες για τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και το κράτος δικαίου;

Θυμάμαι όμως τα λοξά διαβάσματα της δικής μου νεότητας, τότε που κι εγώ έψαχνα ένα σώμα ιδεών για να πιαστώ σε εκείνη τη συγκυρία, αρχές της δεκαετίας του ’80, όπου είχε αρχίσει η διάβρωση ορισμένων βεβαιοτήτων. Διάβαζα ανάκατα, από Ιβάν Ιλιτς ή Εριχ Φρομ και φυσικά, μαθητής ακόμη, πέρασα κι εγώ από το Ακου Ανθρωπάκο του Βίλχελμ Ράιχ που στάθηκε η μικρή βίβλος των νέων με «αιρετικές» τάσεις. Ακόμα όμως και στην πορώδη και κατά καιρούς σκοτεινή δεκαετία του ’80 είχαμε αποθέματα αυτοπεποίθησης και λιγότερη ανασφάλεια. Η κοινωνία γύρω πλούτιζε ή έμπαινε ορμητικά στο παιχνίδι της ευημερίας με τους γνωστούς όρους που έτυχαν στη χώρα. Ο τωρινός νέος βρίσκεται κατευθείαν μέσα στην υπερ-ρευστότητα της ψηφιακής ζωής όπου έχει γίνει απείρως πιο δύσκολο το να «σταθεί κανείς κάπου». Κάποτε μπορούσες να βεβαιώσεις εντός σου, να πεις εδώ είμαι εγώ, πατάω σε αυτόν (στον έναν θεωρητικό, σε αυτή την τάση ή την αισθητική) και δεν μπορεί κανένας να με ρίξει ξανά μέσα στη σύγχυση. Συχνά, ο δογματισμός μάς προφύλασσε από τον σκεπτικισμό, οι ενθουσιώδεις στρατεύσεις μάς προμήθευαν έναν οδικό χάρτη νοήματος (έστω, για το επόμενο λάθος ή την επόμενη αυταπάτη).

Ο φοιτητής που φοβόταν να «χαωθεί» με τον Νίτσε (κάτι βεβαίως ήξερε από τον κίνδυνο) μου φανέρωσε έτσι ένα σημαντικό πρόβλημα της εποχής μας: την αποξένωση από τον πνευματικό πειραματισμό και την αγχώδη αναζήτηση ασφαλών και σίγουρων διαδρομών. Η ανασφάλεια ευνοεί την επιμέλεια και ίσως μια μεθοδικότητα με μια δόση πραγματισμού. Κάποιος δεν έχει καιρό για περιττές σπατάλες γνώσης. Απαξ και βρεις μια θεωρία που σου αρέσει, μια άποψη αρκούντως δυνατή για να σε στεγάσει, δεν θέλεις να ριψοκινδυνεύεις με άλλες εκδοχές. Είναι τόσο εύθραυστη η πίστη που αυτομάτως γίνεται ενοχλητικό οτιδήποτε μπορεί να την υπονομεύσει.

Συχνά όμως έχουμε ανάγκη τα ρίσκα της σκέψης σαν αντίμετρα για τη σύμβαση των ιδεών μας και κατεξοχήν των πολιτικών μας προτιμήσεων. Αν είσαι «προοδευτικός», είναι καλύτερα, πού και πού, να διαβάζεις τους αντιδραστικούς, αυτούς τους ζοφερούς αρνητές των ελπίδων σου. Και αν είσαι συντηρητικός – ή, ακόμα καλύτερα, ένας πικρόχολος τιμητής των προοδευτικών ιδεών -, είναι πάντα ωφέλιμη μια γνωριμία με την άλλη όχθη της σκέψης. Ο αιρετικός κομμουνιστής Βάλτερ Μπένγιαμιν ένιωθε σαν στο σπίτι του με τους γερμανούς ρομαντικούς ή τον Μποντλέρ που, μετά το 1848, είχε γίνει θαυμαστής του μεγάλου αντεπαναστάτη Ζοζέφ ντε Μεστρ.

Σε μια εποχή που παθιάζεται με τις ταυτότητες – επειδή μάλλον φοβάται πως δεν έχει στέρεες πεποιθήσεις -, η γνώση περνάει από τις ασυνήθιστες συναντήσεις: σαν αυτή που φόβισε τον φοιτητή μου πως θα του χαλάσει τη μετά κόπων αποκτημένη του άποψη για τα πράγματα της ζωής.

{IDI}Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας{IDI}.