Ηαφήγηση θα κρατήσει ανώνυμα τα πρόσωπά της, πλην ενός. Το πρόγραμμα «Αρχαιογνωσία και Αρχαιογλωσσία στη Μέση Εκπαίδευση», τριετούς διάρκειας (1.7.2001-31.10.2004), η οποία στη συνέχεια παρατάθηκε, διεκπεραιώθηκε με απόφαση του υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων στο πλαίσιο του Κέντρου Εκπαιδευτικής Ερευνας. Από την αρχικά επταμελή ομάδα εργασίας, στην οποία καθ’ οδόν προστέθηκαν τέσσερις ακόμη συνεργάτες, παραδόθηκαν έξι εγχειρίδια για την ελληνική Αρχαιότητα (αρχαία ελληνική γλώσσα, γραμματεία, επική ποίηση, φιλοσοφία, τέχνη, πολιτική και πολιτισμός) και ένα για την αρχαία Ρώμη.
Στη σύσταση του Προγράμματος ο συντονιστής του σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι, πρώτον, «τα επτά εγχειρίδια δεν προορίζονται να ενταχθούν στο καθιερωμένο σύστημα του αναλυτικού προγράμματος και να υπακούσουν στις εντολές των γραπτών εξετάσεων. Δεν προβλέπουν δηλαδή την εξεταστική αναπαραγωγή του περιεχομένου τους από τους μαθητές» και, δεύτερον, «φιλοδοξούν να λειτουργήσουν ως ευπρόσδεκτα αναγνώσματα και εκτός του σχολικού περιβάλλοντος. Ζητούμενο δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση είναι να σπάσει με τα βιβλία αυτά το φράγμα του κλειστού σχολικού χώρου: να επικοινωνήσει η σχολική εκπαίδευση με την εξωσχολική παιδεία· να σμίξει η μαθητική υποχρέωση με τη μαθησιακή απόλαυση».
Και ειδικά για το εγχειρίδιο που αφορά την αρχαία Ρώμη επισημαίνεται ότι: «αναπληρώνει, για πρώτη φορά στην ιστορία της εκπαίδευσής μας, ένα κενό της σχολικής αρχαιογνωσίας, η οποία, χρόνια τώρα, επιμένει στην απόλυτη ελληνική κυριότητά της, απωθώντας με αστόχαστη υπεροψία το μερίδιο των Ρωμαίων στη συγκρότηση και την παράδοση της κλασικής παιδείας, που αναγνωρίστηκε θεμέλιος λίθος των ανθρωπιστικών σπουδών και του ανθρωπισμού στον δυτικό κόσμο – και όχι μόνο».
Το εγχειρίδιο διαβάστηκε ευρέως, βρίσκεται σταθερά στη βιβλιογραφία που προτείνεται στους φοιτητές αρχαιογνωστικών, ιστορικών και άλλων Τμημάτων, γνώρισε πολλαπλές ανατυπώσεις και έγινε ευρύτερα γνωστό (όπως και τα υπόλοιπα) ως ειδική προσφορά από «Το Βήμα». Κυρίαρχη έμφασή του η καταστατική για τη Δύση διαλεκτική Ελλάδας – Ρώμης, σε μια χαλαρή, ποκίλλουσα και εύληπτη αφήγηση που κρατιέται επίμονα μακριά από τον φορμαλισμό του σχολικού διδακτισμού. Παρά το γεγονός ότι, όπως γνώριζε ο συντονιστής που Προγράμματος, το εγχειρίδιο αυτό είχε την ενθουσιώδη επιδοκιμασία του τότε προέδρου του τότε Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, ούτε αυτό ούτε κανένα από τα άλλα πέντε αξιώθηκε ποτέ να βρει θέση στα υπ’ όψιν του υπουργείου, το οποίο, τότε όπως και αργότερα και τώρα, καταπονημένο από τον νεοελληνικό γρίφο «εξετάσεις για την είσοδο στα ΑΕΙ» προφανώς δεν είχε χρόνο για προϊόντα που δεν προορίζονται για την εξεταστική μηχανή και την τελετουργία της αποστήθισης και που, άκουσον, άκουσον, υπόσχονται παιδαγωγικές ανορθοδοξίες τύπου «μαθησιακής απόλαυσης», όπως το διατύπωσε ο συντονιστής του Προγράμματος.
Μιλώ για τον Δημήτρη Μαρωνίτη, που η στιβαρή φωνή του έλειψε σε πολλούς τούτες τις τελευταίες μέρες. Μιλώ για τον Μαρωνίτη που τελικά διαπίστωσε (με εκείνη την αθώα διαθεσιμότητά του για εκπλήξεις που έμοιαζε ασύμβατη με τη διανοητική του οξυδέρκεια) ότι οι υπουργοί και τα εκπαιδευτικά επιτελεία έχουν πάντα κάτι «σημαντικότερο» να κάνουν από το να καλωσορίζουν και να κεφαλαιοποιούν τέτοιες πρωτοβουλίες. Και μιλώ για τον Μαρωνίτη επειδή, έχοντας νιώσει εξ επαφής το ισόβιο και διαβρωτικό μεράκι του για παιδεία, μπορώ εύκολα να φανταστώ πώς θα βροντούσε και θα άστραφτε τούτες τις μέρες από τη στήλη του σε αυτή την εφημερίδα, αν άκουγε τον επί της Παιδείας υπουργό να μιλάει για συντεχνίες φιλολόγων αντί να αναλογίζεται μελαγχολικά την προβληματική και ένοχη προϊστορία του υπουργείου σε ζητήματα ανθρωπιστικής παιδείας, και την αδυναμία ή απροθυμία των υπουργικών συμβούλων να ιεραρχήσουν με γνώση και ευθύνη την παιδαγωγική αξία των γνωστικών αντικειμένων του σχολικού προγράμματος. Και μιλώ για τον Μαρωνίτη ο οποίος στην πιο ώριμη και πανδεκτική φάση του κατανοούσε με πάθος ότι η αρχαιογνωσία δεν είναι, και δεν πρέπει να είναι, ούτε μουσειακό έκθεμα ούτε ελληνικό εθνικό κειμήλιο ούτε σχολική αγγαρεία αλλά ενεργό διανοητικό, αισθητικό, πολιτικό και πολιτισμικό πεδίο όπου το αρχαίο και το νέο, πιασμένα χέρι με χέρι, μας διδάσκουν και να μαθαίνουμε και να απολαμβάνουμε.
Και γράφω σαν από χρέος μνήμης και από νοσταλγία για μια φωνή που θα ήθελα να μπορούσε να ακουστεί τούτες τις μέρες.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.