Σ’ ένα κείμενο του 1972 με τίτλο «Πνευματικός πληθωρισμός», ο Αγγελος Τερζάκης παρατηρεί ότι η αύξηση της λογοτεχνικής παραγωγής και της εκδοτικής δραστηριότητας πιθανόν να σημαίνει μια αύξηση της δίψας για εσωτερική ζωή, την «ενστιγματική διαφωνία μ’ έναν εξωτερικό κόσμο καταπιεστικό».

Οπωσδήποτε η κρίση για την παραγόμενη λογοτεχνία, επισημαίνει στην αρχή κιόλας του άρθρου του, επαφίεται στο μέλλον, αληθινοί αξιολογητές είναι πάντα οι επιγενόμενοι κι εμείς όλοι δικαζόμαστε πάντοτε ερήμην, τέτοια είναι – καταλήγει – η νομοθεσία της Ιστορίας.

Τα λογοτεχνικά βραβεία, λοιπόν, ειδικά αυτά που αφορούν το σύνολο μιας λογοτεχνικής πορείας και όχι ένα και μόνο βιβλίο, συνιστούν έναν τρόπο – ενδεχομένως άκομψο, οπωσδήποτε όμως βεβιασμένα ασθματικό – να προλάβουμε αυτήν ακριβώς την ετυμηγορία της Ιστορίας, να προκαταλάβουμε την ακριβοδίκαιη ακεραιότητά της. Οσον αφορά ειδικά το βραβείο Νομπέλ, οι ενδεικτικές περιπτώσεις μη βράβευσης των Κάφκα, Καβάφη, Τσέλαν, Βιρτζίνιας Γουλφ και Μπόρχες αποδεικνύουν με τρόπο εκκωφαντικό το ατελέσφορο της υπόθεσης.

Το 1972 που γράφει ο Τερζάκης την επιφυλλίδα του, δεν κυκλοφορούσαν βέβαια τόσο πολλά βιβλία όπως σήμερα, ούτε υπήρχε τέτοια πληθώρα λογοτεχνικών βραβείων.

Υποκύπτοντας στην «ομορφιά της λίστας» και προκειμένου να έχουμε μέτρο σύγκρισης, την ίδια χρονιά το βραβείο Νομπέλ απονέμεται πανάξια στον Χάινριχ Μπελ, έχουν προηγηθεί Μπέκετ, Σολτζενίτσιν και Νερούδα, αλλά θα ακολουθούσαν τρεις μάλλον άγνωστοι στην Ελλάδα συγγραφείς (ο Αυστραλός Γουάιτ το 1973, οι Σουηδοί Γιόνσον και Μάρτινσον μαζί το 1974) πριν το βραβείο περιβληθεί ξανά με το κύρος των Μοντάλε, Μπέλοου, Αλεϊξάνδρε, Μπάσεβις Σίνγκερ, Ελύτη κ.λπ.

Ανατρέχοντας στον κατάλογο των τιμηθέντων, μπορεί να βρει κάποιος συγγραφείς ξεθωριασμένους σήμερα αλλά στην εποχή τους γίγαντες σωστούς, που εξακολουθούμε να ευλαβούμαστε τις σκιές τους (λ.χ., Ρομέν Ρολάν, Περλ Μπακ), λογοτέχνες παντελώς άσημους πια (κυρίως προπολεμικούς), όμως στην πλειοψηφία τους έχουμε να κάνουμε με αξιομνημόνευτα ονόματα.

Η επιτροπή του βραβείου συμμετείχε κατά καιρούς στα πολιτικά παιχνίδια του Ψυχρού Πολέμου, ωστόσο κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι υπήρξε ελιτίστικη – μόνο τα τελευταία χρόνια, από τη βράβευση της Αλεξίεβιτς και ύστερα, μοιάζει να παίζει έναν διπλό και ενίοτε αντικρουόμενο ρόλο: αφενός του θεματοφύλακα της λογοτεχνικής ποιότητας μέσα σ’ έναν ωκεανό ασαφών και μεταμοντέρνων κριτηρίων και αφετέρου του ανεξίθρησκου κριτή που μεριμνά για τη συμπερίληψη μεικτών ή πειραματικών ειδών στον υπό διαμόρφωση Κανόνα του 21ου αιώνα.

Υπ’ αυτή την έννοια το βραβείο Νομπέλ Λογοτεχνίας παραμένει σαφώς πιο ενδιαφέρον (ακόμα και στοιχηματικά) από το κοινοπολιτειακό, διαφορετικής αντίληψης Booker, που αφορά ένα και μόνο βιβλίο, αγγλόφωνο, αποκλειστικά μυθιστόρημα – στη φετινή βραχεία λίστα δύο μάλιστα από τους έξι συγγραφείς είναι πρωτοεμφανιζόμενοι. Αν η αγγλική γλώσσα δεν κυριαρχούσε παγκοσμίως, θα το χαρακτηρίζαμε άνετα ως και «επαρχιώτικο», αφού λειτουργεί απλώς ως ένα ακόμα όχημα ανοδικής κινητικότητας στην πεζογραφία. Πιο κοντά στη νοοτροπία του Νομπέλ είναι τα δύο μεγάλα ισπανόφωνα βραβεία, το Θερβάντες και το Βραβείο της Βασίλισσας Σοφίας – τουλάχιστον προτείνουν, όπως κι εκείνο, καταξιωμένους συγγραφείς με ανθρωπιστικό αξιακό σύστημα, που ευσυνείδητα, αν και κάποτε ενοχλητικά, επανακαθορίζουν ή αποσαφηνίζουν τη θέση μας στον κόσμο ως είναι εν ανεπαρκεία, που όμως διατυπώνεται.

Το 2001, στις Σκοτεινές μπαλάντες του, ο Νάσος Βαγενάς περιλαμβάνει στο ποίημα «Ο θάνατος των ποιητών», με μικρότερα όμως στοιχεία σαν να πρόκειται για σημείωση στο περιθώριο, ένα παιγνιώδες, σκωπτικό δίστιχο για τη Βισουάβα Σιμπόρσκα που μόλις πέντε χρόνια νωρίτερα είχε τιμηθεί με το βραβείο Νομπέλ: «Η Σιμπόρσκα, ποιητικώς σε κώμα,/ζει ακόμα». Η βράβευση της εν πολλοίς άγνωστης στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό πολωνής ποιήτριας είχε προκαλέσει τότε αρκετά ειρωνικά και υποτιμητικά σχόλια όσον αφορά τη λογοτεχνική της αξία – έτσι κι αλλιώς στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήμασταν ακόμα αρκετά προσηλωμένοι στην παράδοση του ελληνικού μοντερνισμού και, παραβλέποντας τις διεθνείς εξελίξεις, αντιμετωπίζαμε με αρκετή ελαφρότητα ό,τι μας έμοιαζε ξένο. Σήμερα όμως, που έχει εκδοθεί πλέον ένας ολόκληρος τόμος με μεταφρασμένα ποιήματά της και έχουν μετατοπιστεί τα αναγνωστικά μας γούστα, αναγνωρίζουμε αβίαστα την αξία της και μπορούμε να κατανοήσουμε ότι συνδυάζοντας υπαρξιακό βάθος και καθημερινή γλώσσα συνδιαμόρφωσε το ποιητικό ύφος της εποχής μας. Iσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο να είναι καλύτερο ν’ αντιμετωπίζουμε τα βραβεία Νομπέλ σαν μια προκλητική αναγνωστική πρόταση, πάνω στην οποία μπορούμε να δοκιμάσουμε αν παραμένουν ακονισμένα τα λογοτεχνικά μας κριτήρια. Ακόμα κι αν τα βρούμε στομωμένα ή παρωχημένα, σημασία έχει η σκληρή αναμέτρηση με τα κείμενα.

Για να το πω αλλιώς: για ορισμένους από εμάς που θεωρούμε τη λογοτεχνία την τελευταία θρησκευτική αίρεση στον κόσμο και επενδύουμε υπαρξιακά σε αυτήν μεσσιανικές προσδοκίες, η κατ’ έτος ανακοίνωση του βραβείου ισοδυναμεί με αιφνίδια αγιοκατάταξη ενός απ’ τους θαυματουργούς ιερείς της.

Ο κ. Δημήτρης Αγγελής είναι ποιητής, διευθυντής του περιοδικού «Φρέαρ».