Το ερώτημα μοιάζει ερεθιστικό καθώς η χρονική απόσταση που μας χωρίζει από το 2050 είναι μεν αρκετά μεγάλη ώστε να αφήνει χώρο για φιλόδοξες προτάσεις χωρίς τον φόβο πως ίσως χαρακτηριστούν υπερφίαλες ή απλώς ανεφάρμοστες, αλλά και αρκετά κοντινή ώστε να μην αναλωθεί κανείς σε ανέξοδες φουτουριστικές φαντασιώσεις εκτός πραγματικότητας. Παρότι το μέλλον παραμένει το άγραφο εκείνο πεδίο πάνω στο οποίο μπορούμε ελεύθερα να εξασκηθούμε σχεδιάζοντας επί χάρτου, θα πρέπει να ομολογήσουμε πως κάτι από την αόριστη γοητεία του έχει χαθεί· το μέλλον δεν είναι πια αυτό που ήταν, ίσως επειδή πολλοί από εμάς έχουν βιώσει τη διάψευση ανάλογων προβλέψεων που είχαν κατατεθεί παλαιότερα για τη μελλοντική εικόνα του κόσμου. Αν τη δεκαετία του ’70 για παράδειγμα προβλέπαμε ότι στο γύρισμα του αιώνα τα ιπτάμενα ταξί θα έκαναν ελιγμούς στον αττικό ουρανό, τώρα γνωρίζουμε ότι η τεχνολογική εξέλιξη, όσο ραγδαία κι αν είναι, δεν μπορεί να συμβαδίσει με τη φαντασία.

Πριν φανταστούμε το μέλλον, όμως, και με δεδομένη την ορμή της εποχής που θέλει τα πάντα να συμβαίνουν με ταχύτητα φωτός, καλό θα ήταν να αναλογιστούμε πώς έχει σήμερα η Αθήνα και πώς φτάσαμε ως εδώ. Δυο τυχαίες φωτογραφίες που έπεσαν πρόσφατα στην αντίληψή μου μου υπενθύμισαν την κατάσταση των πραγμάτων. Η πρώτη δείχνει τον σταθμό του Θησείου το 1904 και στο βάθος το χαμηλό κτίσμα του σταθμάρχη, ενώ η δεύτερη μια άποψη των Τουρκοβουνίων τη δεκαετία του ’50. Πίσω από το νεαρό ζευγάρι που κοιτάζει από ψηλά, καθισμένο σε έναν βράχο, βλέπει κανείς μια αχανή, άχτιστη περιοχή να απλώνεται ως εκεί που φτάνει το μάτι. Τείνουμε να ξεχνάμε πως το λεκανοπέδιο Αθηνών, ένας παρθένος τόπος με μακραίωνο παρελθόν, καταστράφηκε μέσα σε ελάχιστο, ουσιαστικά, χρόνο πέφτοντας θύμα μιας άκρατης αστυφιλίας και ενός γκρίζου κύματος τσιμέντου που σκέπασε κυριολεκτικά τα πάντα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δεν είμαστε σε θέση να φανταστούμε το μέλλον της πόλης με τον τρόπο που θα το έκανε το ζευγάρι των Τουρκοβουνίων απλώς και μόνο επειδή έχουμε να διαχειριστούμε ένα τετελεσμένο, μια διαμορφωμένη πρωτεύουσα δίχως χώρους προς διαμόρφωση.

Η απαισιοδοξία για την αδυναμία ελιγμών επιτείνεται αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του την περιπέτεια της Διπλής Ανάπλασης, τη σοβαρότερη προσπάθεια που έχει γίνει την τελευταία εικοσαετία στο κλεινόν άστυ σε πολεοδομικό/οικιστικό επίπεδο. Οποιος παρακολούθησε την εξέλιξη της υπόθεσης θα διαπίστωσε πόσο χρονοβόρα και δύσκολη μπορεί να είναι η υπερπήδηση εμποδίων κάθε λογής (νομικών, χρηματοδοτικών, πολιτικών) ακόμα κι όταν υπάρχει η άνωθεν βούληση, πόσω μάλλον σε μικρότερης κλίμακας έργα με αντίστοιχα μικρότερο ενδιαφέρον από πλευράς πολιτείας.

Με αυτό το δεδομένο, μια παλαιότερη πρόταση για στρατηγική κατεδάφιση ολόκληρων πολυκατοικιών με σκοπό τη δημιουργία χώρων πρασίνου φαίνεται πως θα συντριβόταν στις μυλόπετρες της κραταιάς ακόμα ελληνικής γραφειοκρατίας. Πρόκειται, ωστόσο, για μια λύση φιλόδοξη μεν, αλλά υπό σχετικές προϋποθέσεις δυνητικά πραγματοποιήσιμη, η οποία θα έδινε στην πόλη αυτό που της λείπει περισσότερο: δημόσιο χώρο. Σε αντίθεση με την Κεντρική Ευρώπη, η αγάπη και η προσοχή μας για τον δημόσιο χώρο είναι αντιστρόφως ανάλογη προς εκείνη που δίνουμε στον προσωπικό, ιδιωτικό μας. Αυτό που θα επιθυμούσα να δω στην Αθήνα του 2050 είναι μια αλλαγή αυτού του συσχετισμού.

Από την άλλη, αν επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις για την εξέλιξη της κλιματικής αλλαγής, η ανάγκη περισσότερων επεμβάσεων στην κατεύθυνση της Διπλής Ανάπλασης θα έχει καταστεί σχεδόν επιτακτική. Οι γερασμένες πόλεις μπορούν, βεβαίως, να αλλάξουν μόνο με κεντρικό σχεδιασμό, συντονισμένες κινήσεις και πακτωλό χρημάτων. Αν κάποιος περπατούσε στο Ανατολικό Βερολίνο την άνοιξη του 1990, θα έβλεπε ρημαγμένες πολυκατοικίες και κατεστραμμένες προσόψεις. Μια τριακονταπενταετία αργότερα όλα είναι πολύ διαφορετικά: οι υποβαθμισμένες περιοχές της τότε εποχής είναι πλέον οι ακριβότερες και οι πιο περιζήτητες. Θα μπορούσε να γίνει μια επέμβαση τέτοιας κλίμακας στο γερασμένο πρόσωπο της Αθήνας; Μοιάζει μάλλον αμφίβολο. Ας ευχηθούμε πως οι Αθηναίοι του 2050 θα ξυπνήσουν σε μια πόλη που θα έχει τουλάχιστον καταφέρει να διαχειριστεί καλύτερα τα δεδομένα προβλήματά της μετατρέποντας την πολεοδομική και αρχιτεκτονική της αναρχία σε συγκριτικό πλεονέκτημα.

Ο κ. Χρήστος Αστερίου είναι συγγραφέας.