Μετά την ιστορική κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 δημιουργήθηκε μια γενική ευφορία, η οποία δεν αφορούσε μόνο τη «νίκη του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού», όπως την παρουσίασε ο Φράνσις Φουκουγιάμα, αφορούσε και την παρακμή του εθνικισμού. Η περίφημη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας θα μείωνε αρχικά τον πρωταγωνιστικό ρόλο των εθνικών ταυτοτήτων και το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν θα ήταν απλώς υπερεθνικό, αλλά μεταεθνικό. Oμως στη συνέχεια τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη.

Στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, η δομή και οι διαδικασίες του διεθνούς συστήματος ασφαλείας καθώς και των διατλαντικών σχέσεων άλλαξαν ριζικά. Το διπολικό σύστημα της πυρηνικής ισορροπίας του τρόμου παραχώρησε τη θέση του σε έναν δυναμικό και μεταβαλλόμενο πολυπολισμό, όπου το στρατηγικό επίκεντρο μετατοπίστηκε από την οριζόντια διάσταση (Ανατολή εναντίον Δύσης) σε κάθετη (πλούσιος Βορράς σε σχέση με τον φτωχό και δοκιμαζόμενο Νότο).

Στις ΗΠΑ, μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης την 11η Σεπτεμβρίου 2001, κυριάρχησε το ρεύμα σκέψης των νεοσυντηρητικών συμβούλων του προέδρου Τζορτζ Μπους, που υποστήριζαν τη μονομερή παγκόσμια παρουσία των ΗΠΑ, τον προληπτικό πόλεμο (ως μέσο εξουδετέρωσης ανεπιθύμητων καθεστώτων) και την απαξίωση των διεθνών οργανισμών, ιδίως του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Από την άλλη πλευρά, σημαντικά πρόσωπα της αμερικανικής διανόησης, πολιτικοί και στρατιωτικοί αμφισβήτησαν έντονα την κυρίαρχη κοσμοθεωρία των νεοσυντηρητικών. Υποστήριζαν ότι η επιλογή της μονομερούς (ή διμερούς με τη συνδρομή της Βρετανίας) στρατιωτικής δράσης θα παγίδευε τις ΗΠΑ σε μια φθοροποιό εμπλοκή στην ηπειρωτική Ασία, χωρίς προσχεδιασμένη στρατηγική απεγκλωβισμού (exit strategy).

Πράγματι, η αμερικανική εισβολή και ο πόλεμος στο Ιράκ το 2003 εκεί οδήγησαν και με κόστος την απομόνωση των ΗΠΑ από σημαντικούς παραδοσιακούς συμμάχους, όπως η Γαλλία και η Γερμανία. Η νεοσυντηρητική «συνταγή» είχε πάρει το πάνω χέρι προκαλώντας σημαντικές αναταράξεις στις διατλαντικές σχέσεις. Μετά την αμερικανική αποτυχία στην ανασυγκρότηση του Ιράκ, η νεοσυντηρητική πολιτική άρχισε να υποχωρεί και η αμερικανική εξωτερική πολιτική, ακολουθώντας την κίνηση του εκκρεμούς, άρχισε να επανέρχεται στους διεθνείς θεσμούς και στους κανόνες του πολυμερισμού.

Στην ευρωπαϊκή πλευρά του Ατλαντικού αναπτύχθηκαν εκείνη την περίοδο δυο εκ διαμέτρου αντίθετα ρεύματα σκέψης: οι λεγόμενοι ατλαντιστές και ευρωπαϊστές αντιστοίχως. Οι ατλαντιστές έβλεπαν την ευρωατλαντική κοινότητα σαν ένα αδιαίρετο συνεχές ασφαλείας και άμυνας και εκδήλωναν σοβαρές επιφυλάξεις απέναντι σε κάθε πρωτοβουλία πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Eνωσης. Oι ευρωπαϊστές ενισχύθηκαν από τις σοβαρές τριβές που δημιουργήθηκαν μεταξύ της Ουάσιγκτον, από τη μια πλευρά, και των Παρισίων και Βερολίνου, από την άλλη, και προωθούσαν πολιτικές εμβάθυνσης με έμφαση στη θέσπιση διαδικασιών για τη διαμόρφωση κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικών ασφαλείας και άμυνας.

Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο στο Ιράκ, οι δυο πλευρές του Ατλαντικού λειτούργησαν ως μια πραγματική ευρωατλαντική κοινότητα απέναντι στον ρωσικό αναθεωρητισμό και επεκτατισμό, με την ευρωπαϊκή αμυντική διάταξη να είναι συμπληρωματική της αντίστοιχης αμερικανικής. Αντίθετα, με γεωπολιτικούς όρους Ρωσία και Κίνα δείχνουν να ακολουθούν τις νόρμες του 19ου αιώνα, όταν τα κράτη ανταγωνίζονταν μεταξύ τους συγκεντρώνοντας όλο και περισσότερη στρατιωτική ισχύ σε ένα σύστημα αχαλίνωτου εθνικισμού και άκαμπτης κρατικής κυριαρχίας. Και οι δυο χώρες συμπεριφέρονται σαν η ισχύς να είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η Μόσχα επιχειρεί να επανασυναρμολογήσει τον χάρτη της τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα, κυριαρχώντας στην Κριμαία, διεκδικώντας τη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία και εισβάλλοντας στην Ουκρανία. Παρομοίως, το Πεκίνο επιχειρεί να κατοχυρώσει τη θέση του στη Νότια Κινεζική Θάλασσα παραβιάζοντας τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας. Τα τελευταία χρόνια στο «διεθνές θέατρο» μεταβάλλεται τόσο το σκηνικό όσο και ο θίασος, αλλά και το έργο που παίζεται. Ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία επιταχύνθηκε ο ρυθμός της αλλαγής.

Oσο για την Ευρώπη, έχει υιοθετήσει το μεταπολεμικό διεθνές σύστημα, οικοδομώντας μια πρωτοφανή για την παγκόσμια Ιστορία συνεργασία κρατών στη βάση της αποδυνάμωσης των εθνικών διαχωρισμών και αντικαθιστώντας την επιθετικότητα και την αντιπαλότητα με τη διαπραγμάτευση και τον συμβιβασμό. Σήμερα, σε έναν μετα-ηγεμονικό κόσμο, που είναι πιο ψηφιακός, το Ευρωπαϊκό Σχέδιο αποτελεί πλέον μια πολιτική, οικονομική, θεσμική και νομική πραγματικότητα και ένα κύριο χαρακτηριστικό της καθημερινής ζωής των ευρωπαίων πολιτών, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως η Ευρώπη εξαρτάται κυρίως από τη ζωτικότητα της ιδέας στην οποία βασίζεται. Σε έναν κόσμο μεγάλων αλλαγών η ΕΕ δεν μπορεί να πορευτεί με πολιτικές μικρών βημάτων. Δίχως ένα ανανεωμένο όραμα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και μια αποτελεσματική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των κρίσεων, οι νέοι (και οι παλιοί) εθνικισμοί θα συνεχίσουν να ενισχύονται και θα αμφισβητούν το σχέδιο της ειρηνικής ενοποίησης που στηρίζεται στο κράτος δικαίου.

Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, πρόεδρος του Τμήματος Μεσογειακών Σπουδών Πανεπιστημίου Αιγαίου.