Το «πρόσωπο» της εκτελεστικής εξουσίας απασχόλησε ιδιαίτερα τους ιδρυτικούς πατέρες του αμερικανικού Συντάγματος. Οι Αμερικανοί υιοθέτησαν το ομοσπονδιακό μοντέλο γιατί η ένωση θα τους προστάτευε από μία πιθανή βρετανική επιστροφή. Προς τούτο χρειάζονταν ένα εκτελεστικό όργανο.

Ωστόσο, φοβόντουσαν ακόμα περισσότερο ότι μία ισχυρή κυβέρνηση θα έθετε σε κίνδυνο τις νεοαποκτηθείσες ελευθερίες τους. Ετσι, το Σύνταγμα έθεσε σειρά περιορισμών στις εξουσίες του προέδρου: την έμμεση εκλογή του, τα θεσμικά αντίβαρα (checks and balances) και τη διάκριση των εξουσιών. Για τα μέλη της Συνέλευσης της Φιλαδέλφειας, ο πρόεδρος έπρεπε να μπορεί να χαλιναγωγεί την ισχύ του Κογκρέσου και να προσφέρει λύσεις στα επείγοντα ζητήματα, χωρίς όμως να έχει τέτοια ισχύ που να του επιτρέψει να εγκαθιδρύσει ένα αυταρχικό, προσωποκεντρικό σύστημα. Κυρίως όμως, το 1787 το κέντρο του αμερικανικού πολιτικού συστήματος ήταν οι Πολιτείες. Το ομοσπονδιακό επίπεδο – και ο πρόεδρος – παρέμειναν ήσσονες δρώντες.

Το μοντέλο αυτό διακυβέρνησης διατηρήθηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα: οι υποψήφιοι πρόεδροι επιλέγονταν από τα κόμματα και, μετά την εκλογή τους, ακολουθούσαν τις κατευθυντήριες γραμμές του Κογκρέσου. Ωστόσο, από τον 20ό αιώνα, τούτο αλλάζει. Ο πρόεδρος αποκτά σταδιακά μεγαλύτερη ισχύ, ως επακόλουθο του πιο σύνθετου ρόλου της κυβέρνησης και της ενίσχυσης των ΗΠΑ διεθνώς. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι οδήγησαν σε τεράστια αύξηση των ομοσπονδιακών αμυντικών δαπανών και η οικονομική κρίση του 1929 σε ομοσπονδιακές παρεμβάσεις για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας. Η ενίσχυση του ομοσπονδιακού επιπέδου πέρασε κυρίως στα χέρια του προέδρου. Η ανάδειξη της χώρας σε υπερδύναμη του παρέσχε νέες εξουσίες στις διεθνείς σχέσεις που επηρεάζουν έμμεσα και τη θέση του στο εσωτερικό της χώρας.

Ο πρόεδρος ως παγκόσμιος ηγέτης διεκδικεί, ταυτόχρονα με τις πραγματικές εξουσίες του αξιώματός του, μικρότερο έλεγχο και στην εσωτερική σκηνή.

Ταυτόχρονα, και ο θεσμικός ρόλος του προέδρου στο εσωτερικό άλλαξε. Ο Θεόδωρος Ρούζβελτ μετέτρεψε το αξίωμα σε εθνικό. Επέβαλε τη θεωρία της «επιστασίας»: ο πρόεδρος ως «επιστάτης» του λαού μπορεί να πράξει ό,τι χρειάζεται για να τον υπηρετήσει, εκτός αν τούτο απαγορεύεται ρητά. Ο Φράνκλιν Ρούζβελτ το 1932 σηματοδότησε μία απευθείας σχέση του με τον λαό. Οι προκριματικές εκλογές για το αξίωμα του προέδρου απελευθέρωσαν τους υποψήφιους από τον κλειστό κύκλο των κομματικών επιλογών. Η προσωποποίηση της εκλογής του προσφέρει στον πρόεδρο μία ανυπέρβλητη προσωπική σχέση με τους πολίτες την οποία χρησιμοποιεί για την προώθηση του προγράμματός του και για να αντιμετωπίσει τους θεσμικούς και πολιτικούς του αντιπάλους στο εσωτερικό της χώρας. Ο πρόεδρος πλέον χαράσσει την πολιτική ατζέντα και απαιτεί από το κόμμα του και από το Κογκρέσο να του δώσουν τα μέσα για να την εφαρμόσει. Η μεταπολεμική μετατροπή των ΗΠΑ σε παγκόσμια στρατιωτική και οικονομική υπερδύναμη, τομείς που κατεξοχήν υπάγονται στον εκτελεστικό κλάδο, επιβεβαίωσε την αλλαγή αυτή και σε συνθήκες ειρήνης. Ο πρόεδρος ως παγκόσμιος ηγέτης διεκδικεί, ταυτόχρονα με τις πραγματικές εξουσίες του αξιώματός του, μικρότερο έλεγχο και στην εσωτερική σκηνή.

Η κομματικοποίηση του αμερικανικού πολιτικού συστήματος του εξασφαλίζει πλέον ένα φιλικό Κογκρέσο – όταν η πλειοψηφία ανήκει στο κόμμα του. Οι θεσμικές εξελίξεις τού επιτρέπουν να το αγνοεί σε σημαντικό βαθμό όταν είναι εχθρικό. Τόσο ο Ομπάμα όσο και ο Τραμπ κυβερνούσαν με εκτελεστικά διατάγματα που δεν απαιτούσαν νομοθετική έγκριση. Το γεγονός ότι ο πρόεδρος είναι επικεφαλής του έθνους και ταυτόχρονα χαράσσει την ημερήσια θεματολογία δίνει στο Κογκρέσο – και στο Ανώτατο Δικαστήριο – μόνο «αρνητική» εξουσία: μπορεί, επειδή διατηρεί τη δημοσιονομική εξουσία, να εμποδίσει ή να περιορίσει τις προτεραιότητες του προέδρου αλλά πολύ δυσκολότερα να θέσει τη θεματολογία.

Η αποδυνάμωση των θεσμικών αντιβάρων σημαίνει ότι πλέον ο πρόεδρος δεν αντιμετωπίζει ουσιαστικούς ελέγχους (checks), ούτε υπάρχουν άλλοι θεσμοί που να μπορούν να εξισορροπούν (balance) την εξουσία του. Ο πρόεδρος είναι κυρίαρχος. Η επιβολή από έναν δημαγωγό πρόεδρο μιας αυταρχικής κυβέρνησης, ο κυρίαρχος φόβος των συντακτών του Συντάγματος, δεν θα βρει πλέον αντιστάσεις από τους άλλους δύο κλάδους ούτε από τις αποδυναμωμένες Πολιτείες. Οι εκλογές του 2024 για τις ΗΠΑ ενδέχεται να σηματοδοτήσουν το τέλος του θεσμικού συστήματος που διαμορφώθηκε το 1787 στη Φιλαδέλφεια.

Ο κ. Γιάννης Παπαγεωργίου είναι καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.