Οσοι γνώριζαν τον Λου Πάι τον περιέγραφαν ως έναν χαμηλών τόνων τύπο, εσωστρεφή, με αθώο πρόσωπο, εργατικό και λιγομίλητο και φυσικά, απολύτως επιτυχημένο – μια ακόμα ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου. Γεννημένος στην Κίνα και σπουδαγμένος σε μεγάλο αμερικανικό κολέγιο, ο Πάι βρέθηκε τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα στην ηγετική ομάδα των CEOs της Enron, της μεγαλύτερης εταιρείας εκμετάλλευσης ενέργειας στον κόσμο.

Υστερα από τη δραματική κατάρρευσή της ο Πάι υπήρξε ο μόνος από τους ηγέτες της εταιρείας που δεν κάθισε στο σκαμνί. Υπάρχει, όμως, κάτι που ενώνει τον Πάι με τους πρώην συνεργάτες του (οι περισσότεροι λογοδότησαν, πλήρωσαν και έχουν στο μεταξύ αποφυλακιστεί): η σπουδή του να ξεφορτωθεί τις μετοχές τής Enron λίγο πριν την κατάρρευση που άφησε πίσω της κατεστραμμένα ταμεία ασφάλισης εργαζομένων, στρατιές ανέργων και διαλυμένες ζωές. Ο ίδιος ο Πάι, με προφίλ οικογενειάρχη και δύο παιδιά, είχε εξελιχθεί, προϊόντος του χρόνου, σε σταθερό πελάτη στριπτιζάδικων. Εχοντας καταφέρει να αποδράσει την «κατάλληλη» στιγμή από πιθανές ποινικές ευθύνες, χώρισε την επί εικοσαετία σύζυγό του και παντρεύτηκε μία στρίπερ με την οποία ζει, πάμπλουτος και ενεργός επιχειρηματικά, έως και σήμερα.

Ο Γκρέγκορι Μπέκερ, CEO της Silicon Valley Bank, μπορεί να μην έχει το baby face του Λου Πάι αλλά, δύο δεκαετίες μετά την Enron και εν όψει της κατάρρευσης της τράπεζας της οποίας ηγείτο μέχρι πρόσφατα, ακολούθησε την ίδια «δοκιμασμένη» τακτική: πούλησε μαζικά μετοχές και ύστερα από την απόλυσή του έφυγε για διακοπές στη Χαβάη αδιαφορώντας τόσο για τις αντιδράσεις συναδέλφων και πελατών όσο και για τον πανικό που έχει σπείρει η τράπεζά του στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα και όχι μόνο. Η εικόνα του με το μαγιό που κάνει τον γύρο του κόσμου μέσω των ειδησεογραφικών πρακτορείων είναι χαρακτηριστική μιας νέας, «βελούδινης» βαρβαρότητας στην οποία έχει εκπέσει εδώ και καιρό ο κόσμος.

Οι συνθήκες αφόρητης πίεσης και η ιλιγγιώδης ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσονται τα γεγονότα, μαζί και οι προβολείς της επικαιρότητας που πέφτουν στους καθ’ ύλην ειδικούς που καλούνται να βρουν εξηγήσεις για τα αίτια της κατάρρευσης εταιρειών ή τραπεζών τέτοιου μεγέθους, δεν επιτρέπουν, δυστυχώς, άλλου τύπου αναλύσεις πέρα απ’ τις αναμενόμενες.

Θα ήταν, για παράδειγμα, εξαιρετικά χρήσιμη μια ψυχογράφηση των ανθρώπων που βρίσκονται στο τιμόνι τέτοιων κολοσσών. Θα βοηθούσε να πληροφορηθούμε πώς χτίζεται ο χαρακτήρας ενός τέτοιου CEO, ποιοι είναι οι αξιακοί του κώδικες, πώς έχουν διαμορφωθεί οι ηθικές του αξίες. Ποιες συνθήκες και ποια γεγονότα συνετέλεσαν ώστε να εξελιχθεί στον άνθρωπο που περπατά αμέριμνος σε κάποιον εξωτικό προορισμό φανερώνοντας παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης. Εντός μιας κοινωνίας στην οποία ακόμα και οι CEOs είναι αναλώσιμοι, σπανίζουν οι αναλύσεις που ξεφεύγουν από τον χρηματοοικονομικό κανόνα και στρέφουν το ενδιαφέρον τους στον ανθρώπινο παράγοντα.

Είναι, άραγε, όλοι τους προϊόντα ενός συστήματος που απαιτεί από εκείνους να συμπεριφέρονται ως «λύκοι» ή ως «καρχαρίες» για να κρατηθούν στη θέση τους; Ή είναι εκείνοι που με τον τρόπο τους διαμορφώνουν πλαίσια και περιβάλλοντα εντός των οποίων καλούνται να κινηθούν; Είναι ο τοξικός βιότοπος των τραπεζών αυτός που επηρεάζει τους ανθρώπους ή συμβαίνει το αντίθετο; Ενα πρώτο, εύκολο συμπέρασμα που μπορεί να εξαγάγει κανείς με δεδομένες τις συνεχόμενες καταστροφές (Lehman Brothers, Silicon Valley Bank, Credit Suisse) είναι πως, κατά κάποιον τρόπο, συμβαίνουν και τα δύο: το σαθρό οικοδόμημα ενός τραπεζικού συστήματος που δεν επιτρέπει, απλώς, αλλά απαιτεί κινήσεις υψηλού ρίσκου για να επιβιώσει χρειάζεται ουσιαστικά ριψοκίνδυνους τυχοδιώκτες στην ηγεσία. Την ίδια στιγμή υψηλά καταρτισμένοι μεν αλλά χωρίς ηθικό έρμα ή υψηλά ιδανικά διευθυντές βρίσκουν στις τράπεζες ελεύθερο πεδίο για πλουτισμό και επαγγελματική ανέλιξη χωρίς αναστολές ή δεύτερες σκέψεις.

Το προφίλ των τραπεζών μια τριακονταετία νωρίτερα ήταν πολύ διαφορετικό συγκριτικά με τη σημερινή τους εικόνα. Οι αργοί ρυθμοί και το αίσθημα της ασφάλειας έδωσαν τη θέση τους στην ταχύτητα, στις ψηφιακές πλατφόρμες και στην αίσθηση ότι το ρίσκο – λελογισμένο για τους συντηρητικούς, υπερβολικό για τους τολμηρούς – είναι αυτό που δίνει πλέον τον τόνο. Με αυτό το δεδομένο μπορούμε να υποστηρίξουμε με σχετική σιγουριά πως η επόμενη καταστροφή είναι μπροστά μας, αν δεν συντελεστούν δομικές αλλαγές στο υπάρχον μοντέλο. Κυρίως, όμως, αν σε καίριες θέσεις, εντός και εκτός τραπεζών, δεν βρεθούν άνθρωποι με αξίες πολύ διαφορετικές από εκείνες ενός Γκρέγκορι Μπέκερ.

Ο κ. Χρήστος Αστερίου είναι συγγραφέας.