Ολοένα και συχνότερα αμφισβητείται σήμερα η ο διαχωρισμός Αριστεράς-Δεξιάς. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε να διατυπώνεται τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ανέλαβαν μαζικά την εξουσία στις χώρες της Ευρώπης και φορείς της ήταν πρωτίστως άνθρωποι της Δεξιάς. Σήμερα λέγεται με ευκολία από ψηφοφόρους ολόκληρου του κομματικού φάσματος, άλλοτε για να δικαιολογηθεί η μετακίνησή τους από το ένα κόμμα στο άλλο και άλλοτε, και σε μεγαλύτερο βαθμό, για να εκφράσει την αυξημένη πια δυσπιστία ως προς την ικανότητα της πολιτικής να «αλλάζει τη ζωή» σε βάθος.

Μετά από μια σύντομη δεκαετία κατά την οποία η Αριστερά, συμπεριλαμβανομένων των πιο ριζικών εκδοχών της, μεσουράνησε στο ευρωπαϊκό πολιτικό στερέωμα (2012-2019), μοιάζει σήμερα να μην μπορεί να εκφράσει το συναίσθημα της πλειοψηφίας και το αίτημα της στιγμής. Οι λόγοι για αυτή τη μεταστροφή είναι πολλοί αλλά σχετίζονται με την ίδια την οντολογία της. «Η κανονικότητα δεν ήταν ποτέ ευκαιρία για την Αριστερά» τόλμησε κάποια στιγμή να πει η μετέπειτα υποψήφια για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δυσαρεστώντας μερίδα του κόσμου, όχι τόσο γιατί αμφισβήτησε το δικαίωμα της Αριστεράς να ασκεί πολιτική σε καιρούς ειρήνης, αλλά κυρίως γιατί επιβεβαίωσε ότι εδώ και κάποιο διάστημα ζούμε πράγματι σε συνθήκες «κανονικότητας».

Η σχέση της Αριστεράς με τη συνθήκη της κρίσης είναι πολύ πιο σύνθετη από μια αφελή ρητορεία, σύμφωνα με την οποία η Αριστερά ανθεί στη μεγάλη-αναταραχή-θαυμάσια-κατάσταση. Η κρίση μπορεί να πάρει πολλές μορφές συμπεριλαμβάνοντας άλλοτε μια οικονομική κρίση που γεννά έντονες κοινωνικές ανισότητες, και άλλοτε καταπατήσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, περιορισμό ελευθεριών, στέρηση νομιμότητας ή ποινικοποίηση συμπεριφορών. Πάνω σε τέτοιες «κρίσεις» πάτησε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και κατάφερε να αλλάξει άρδην το πρόσωπο της Ευρώπης, εκφράζοντας έναν ποζιτιβιστικό λόγο, θέτοντας δηλαδή και θεσπίζοντας ό,τι σήμερα θεωρείται κεκτημένο: τα δικαιώματα, την ισότητα, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη.

Ωστόσο, η καταγωγική γλώσσα της Αριστεράς δεν είναι αυτή του θετικισμού αλλά εκείνη της κριτικής. Εκεί εντοπίζεται και η συγγένεια της Αριστεράς με τις κοινωνικές επιστήμες και την κοινωνική φιλοσοφία. Οι κοινωνικοί επιστήμονες ήταν και είναι πάντα κοντά στην Αριστερά παρέχοντάς της εργαλεία και σχήματα για να εφεύρει τον εαυτό της και να εκφράζει τις ανάγκες της κοινωνίας. Εχοντας όμως την κριτική και την αμφισβήτηση ως καταγωγική της δύναμη, διατηρεί μια προβληματική σχέση με την εξουσία. Τα δεξιά κόμματα αγωνίζονται γιατί θέλουν την εξουσία. Τα αριστερά κόμματα θέλουν την εξουσία για να αγωνιστούν. Η μάχη για τις εκλογές μοιάζει έτσι πάντα για την Αριστερά σαν μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στην θέληση για ανατροπή και στον σχεδόν άρρητο, ιταμό στόχο κατάκτησης της εξουσίας.

Δυσκολότερη όμως αναμέτρηση και από αυτή με τον ίδιο της τον εαυτό, είναι η αναμέτρηση της Αριστεράς με τον καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός αποδεικνύεται ένας πανίσχυρος και ανίκητος εχθρός καθώς έχει τη μοναδική ιδιότητα να μεταλλάσσεται απορροφώντας την κριτική του. Οποια κριτική κι αν του ασκήθηκε κατά καιρούς την ενδύθηκε και μεταμορφώθηκε αντιστοίχως πετυχαίνοντας να γίνει πιο κοινωνικός, πιο συμπεριληπτικός, πιο δημοκρατικός. Το αποτέλεσμα ήταν να γίνεται εκείνος πιο ισχυρός και η κριτική του ολοένα και πιο αδύναμη.

Σε συνθήκες αδυναμίας της κριτικής και σχετικής ικανοποίησης των κοινωνικών αιτημάτων, με άλλα λόγια σε συνθήκες οιονεί κανονικότητας, η Αριστερά έχει την τάση να φέρνει στην επιφάνεια μια σειρά από ετερότητες, ταυτότητες και υποκειμενικότητες, που αντί να αναζητούν σημεία σύγκλισης, όπως το κάνουν σε συνθήκες κρίσης, τονίζουν όσα συνιστούν διαφορές. Τότε θυμόμαστε ότι η Αριστερά δεν είναι μία αλλά πολλές, και πολύ πριν δώσουν τη μάχη τους προς τα έξω, μάχονται στο εσωτερικό της.

Κοινό γνώρισμα όλων των υποδιαιρέσεων της Αριστεράς είναι ότι μιλούν στο όνομα των ασθενέστερων που συνιστούν την πλειοψηφία και η οποία πολύ συχνά περιγράφεται με την ευρύχωρη έννοια του «λαού». Η πρόσδεσή της στον «λαό» την καθιστά ωστόσο ευάλωτη σε κάθε λογής λαϊκισμούς, με αποτέλεσμα άλλοτε ψηφοφόροι να φυλλοροούν προς τη λαϊκιστική Ακροδεξιά (Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία) και άλλοτε στελέχη να αυτονομούνται (διάσπαση Die Linke στη Γερμανία) ή να συνάπτουν αγαστές συμμαχίες με την Ακροδεξιά (Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην Ελλάδα).

Τέλος, εκτός από τον οικονομικό εχθρό, η Αριστερά έχει και έναν προαιώνιο αντίπαλο, τη δύναμη της συντήρησης. Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό, η συντήρηση είναι ένας πολιτικός αντίπαλος που πρεσβεύει κάτι πολύ καθησυχαστικό: ο κόσμος να μην αλλάζει, να παραμένει ως έχει. Οι μετασχηματισμοί όμως, όπως και το γήρας, συμβαίνουν ερήμην μας και τίποτα δεν μπορεί να ανακόψει την έκβασή τους. Η Αριστερά, ενδεδυμένη συχνά και η ίδια τις δυνάμεις της συντήρησης που αντιμάχεται, εδώ και κάποιον καιρό αντί να καθοδηγεί τους μεγάλους μετασχηματισμούς, ακολουθεί ασθμαίνοντας έναν κόσμο που αλλάζει.

Η κυρία Χαριτίνη Καρακωστάκη είναι πολιτική επιστήμων, διδάκτωρ Κοινωνιολογίας στην EHESS.