Γεωπολιτικά, η Ελλάδα και η Τουρκία βρίσκονται ανάμεσα σε δύο στενά, τα Δαρδανέλλια και το Σουέζ. Σήμερα βρίσκονται ανάμεσα σε δύο φλεγόμενα μέτωπα κοντά στα Στενά: τον πόλεμο στην Ουκρανία και τον πόλεμο στο Ισραήλ. Και οι δύο ξέσπασαν από απρόκλητη εισβολή, στην πρώτη περίπτωση ενός κράτους (Ρωσία), στη δεύτερη ενός μη κρατικού δρώντος (Χαμάς). Αυτό δείχνει τη σταθερότητα των τριών μεγάλων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Δύση: Ρωσία, Κίνα, διεθνής τρομοκρατία.

Οι δύο πόλεμοι έχουν επομένως ιστορικό βάθος τουλάχιστον εικοσαετίας. Το στρατηγικό ερώτημα που θέτουν και οι εταίροι μας είναι σαφές: ποιες είναι οι προκλήσεις και οι επιδιώξεις ειδικότερα για την Ελλάδα, αλλά και για την Τουρκία που θεωρούνται διασταλτικά τα τελευταία 100 έτη «Δύση» και βρίσκονται ανάμεσα στα πυρά.

Την τελευταία εικοσαετία οι επιδιώξεις των δύο χωρών βαίνουν γεωμετρικά αποκλίνουσες και για αυτό δεν ευθύνεται μόνον η ελληνοτουρκική διαφορά. Μάλλον αυτή διευρύνεται ως αποτέλεσμα της απόκλισης. Η μεν Ελλάδα επιμένει στον αντιαναθεωρητισμό τυπικά και άτυπα, η δε Τουρκία έχει στραφεί άτυπα στον αναθεωρητισμό προσπαθώντας να δείξει ότι η Ελλάδα την προκαλεί αθετώντας διεθνείς συμφωνίες (π.χ., τη Συνθήκη της Λωζάννης).

Συνολικά, κλυδωνίζεται η αντίληψη ότι οι δύο χώρες συναποτελούν ενιαίο γεωστρατηγικό χώρο ως ανάχωμα σε απειλές από τον Βορρά. Αντίληψη κινητήρια, για παράδειγμα, στην ταυτόχρονη ένταξή τους στο ΝΑΤΟ το 1952 και στη σύνδεση της Τουρκίας με την ευρωπαϊκή ενοποίηση από τη δεκαετία του 1960. Καμπή για τη διάρρηξη αυτής της ιδέας υπήρξε η παρ’ ολίγον στρατιωτική αντιπαράθεση ΗΠΑ – Τουρκίας στον πόλεμο της Συρίας για το ζήτημα των Κούρδων το 2018. Τότε διεγράφη καθαρά η διαμόρφωση μιας νέας μεγάλης αμερικανικής βάσης στην Ελλάδα (Αλεξανδρούπολη) και η προσπάθεια της Τουρκίας να τη δυναμιτίσει με την κλιμακωτή κρίση του 2020 στον Εβρο, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Στους δύο πολέμους που μαίνονται σε Βορρά και Νότο της περιοχής μας η Ελλάδα επέλεξε να ταχθεί υπέρ των πλειοψηφικών θέσεων της Δύσης, εκπροσωπούμενης κυρίως από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ. Μάλιστα, φάνηκε αρχικά να εγκαταλείπει την πολιτική τουλάχιστον 40 ετών για την προάσπιση των δικαιωμάτων των Παλαιστινίων για χωριστό κράτος και έναντι της τρομοκρατικής Χαμάς.

Η πολιτική αυτή αλλάζει εξαιτίας της σταθερής στάσης των δυτικών χωρών έναντι του Ισραήλ – συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ – για σεβασμό του διεθνούς δικαίου που λειτουργεί αποτρεπτικά, μαζί με τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, στην κινητοποίηση άλλων αραβικών χωρών. Κοντολογίς, η Ελλάδα ακολουθεί τις βασικές τάσεις της Δύσης προβάλλοντας τη δική της στρατηγική του διεθνούς δικαίου που αναγνωρίζει σε βαλλόμενα κράτη το δικαίωμα στην αυτοάμυνα.

Σημαντικό ρόλο απέναντι σε κάθε εισβολή παίζει επίσης η στρατηγική συμμετρία με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο 50 χρόνια πριν. Μοιραία, όμως, συνδέεται και με τα δύο μέτρα και σταθμά που εφαρμόζονται στην περιοχή της, όπως η στάση του ΝΑΤΟ που εμπλέκεται στον πόλεμο της Ουκρανίας αλλά σφυρίζει αδιάφορα στον πόλεμο του Ισραήλ.

Ο τερματισμός των δύο πολέμων το ταχύτερο είναι στρατηγικός στόχος για την Ελλάδα ώστε να μειωθεί το διαπραγματευτικό βάρος της Τουρκίας.

Σε αυτή την ήπια προσέγγιση, αντίπαλο δέος αναδεικνύεται η Τουρκία, η οποία εντάσσει τον ρόλο έντιμου διαμεσολαβητή ανάμεσα στις αντιμαχόμενες πλευρές στη στρατηγική ανάδειξής της σε περιφερειακό ηγεμόνα με διαβατήριο το Ισλάμ. Εμπόδισε την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, δεν επέβαλε οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία, και μείωσε τη στρατιωτική βοήθεια προς την Ουκρανία. Στον πόλεμο Ισραήλ – Χαμάς, πέρασε γρήγορα από την ουδετερότητα στη δήλωση ότι η Χαμάς δεν είναι τρομοκρατική οργάνωση αλλά πατριώτες μαχητές ιερού πολέμου, και καυτηρίασε το Ισραήλ για την επίθεσή του που είχε πολλά θύματα παιδιά.

Ο τερματισμός των δύο πολέμων το ταχύτερο δυνατό δεν είναι απλώς ανθρωπιστική ανάγκη και προϋπόθεση για να καθίσουν οι αντίπαλες πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Είναι και στρατηγικός στόχος για την Ελλάδα ώστε να μειωθεί το διαπραγματευτικό βάρος της Τουρκίας. Οι συζητήσεις για τα ελληνοτουρκικά θέματα είναι ευπρόσδεκτες αλλά όχι εφαλτήριο για διολίσθηση σε μια λεόντειο συμφωνία που θα δώσει στην Τουρκία τον περιφερειακό ρόλο που ονειρεύεται συμπιέζοντας την Ελλάδα και την Κύπρο που αντλούν ισχύ από τη γεωπολιτική αξία τους. Καλή η ελληνοτουρκική προσέγγιση, αλλά όταν γίνεται επί ίσοις όροις.

 Η κυρία Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς.