«Η πολιτική μοιάζει με τη σόου μπιζ. Ρίχνεσαι στην κόλαση της πρεμιέρας, αρμενίζεις και τελειώνεις με έναν εξίσου κολασμένο τρόπο». Το απόφθεγμα αποδίδεται στον Ρόναλντ Ρίγκαν, τον ηθοποιό που έπειτα από μια ισχνή καριέρα στον κινηματογράφο απέκτησε διεθνή φήμη ως ο 40ός πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

Διαβάζοντάς το υπό το πρίσμα της τρέχουσας συγκυρίας εύκολα οδηγούμαστε και στην περίπτωση Βολοντίμιρ Ζελένσκι: Υπήρξε και εκείνος ένας όχι μεγάλων αξιώσεων ηθοποιός με μεγάλες όμως φιλοδοξίες, ο οποίος ρίχτηκε στην «κόλαση» του πολιτικού στίβου για να εκλεγεί πρόεδρος της Ουκρανίας και για να οδηγείται τώρα (μαζί με τη χώρα του) προς ένα φινάλε ύψιστης δραματικότητας.

Περιπτώσεις διαφορετικές μεταξύ τους, προϊόντα παράταιρων κόσμων και άλλων εποχών, με κοινή όμως αφετηρία την αναγνωρισιμότητα που τους χάρισε η καλλιτεχνική τους ιδιότητα. Και τη φιλοδοξία τους να μείνουν στην Ιστορία ως κάτι μεγαλύτερο από ένας πιστολάς-ζεν πρεμιέ ο πρώτος και ένας κωμικός της μπαλαφάρας ο δεύτερος. Βεβαίως ο Ρίγκαν και ο Ζελένσκι δεν είναι οι μόνοι από το σινάφι τους που βρήκαν στην πολιτική ένα νέο πεδίο δράσης, ενστερνιζόμενοι πιθανώς τη φράση του Ζορζ Κλεμανσό «η πολιτική είναι πολύ σοβαρό ζήτημα για να την αφήσουμε στους πολιτικούς».

Τσιτσιολίνα, η ειρηνοποιός

Ο Αρνολντ Σβαρτσενέγκερ, ο Κλιντ Ιστγουντ, η Γκλέντα Τζάκσον, ο Σόνι Μπόνο και η Σίνθια Νίξον είναι μερικοί από τους καλλιτέχνες που κόλλησαν το μικρόβιο της πολιτικής. Μοναδική περίπτωση στα παγκόσμια χρονικά, η Ουγγρο-ιταλίδα Ιλόνα Στάλερ σταδιοδρόμησε στον χώρο του πορνό ως Τσιτσιολίνα και το 1987 εξελέγη βουλευτής στο ιταλικό κοινοβούλιο. Το 1990 προσφέρθηκε να κάνει έρωτα με τον Σαντάμ Χουσεΐν προκειμένου να αποκατασταθεί η ειρήνη στη Μέση Ανατολή. Επιχειρώντας ως φαίνεται να επιβεβαιώσει ένα ακόμα απόφθεγμα που αποδίδεται στον Ρίγκαν: «Λένε ότι η πολιτική είναι το δεύτερο αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου. Εχω διαπιστώσει ότι έχει καταπληκτική ομοιότητα με το πρώτο».

Στην Ελλάδα δεν έχουμε αντιμετωπίσει μέχρι στιγμής μια τόσο ακραία περίπτωση, όμως στέλνουμε συχνά τους ανθρώπους του θεάματος στα έδρανα της Βουλής, με τη νέα εκλογική αναμέτρηση να φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο τέτοιους φιλόδοξους πολιτικούς. Εμπρός, λοιπόν, για άλλη μια χρονιά, στον δρόμο που χάραξε η Μελίνα!

Ο μακρύς κατάλογος

Γιατί κάποτε υπήρξε μια Μελίνα Μερκούρη. Υπήρξε και μια Aννα Συνοδινού. Οι πρώτες ηθοποιοί που στη Μεταπολίτευση επιδόθηκαν με πάθος στην πολιτική και διορίστηκαν σε υπουργικές θέσεις. Η Μερκούρη παρέμεινε μέχρι τέλους παθιασμένη με τα κοινά, αφιερώνοντας τη ζωή της στην προστασία και στην ανάδειξη του ελληνικού πολιτισμού στην Ευρώπη. Η Συνοδινού αποχώρησε επεισοδιακά: Το 1990 κατά τη διάρκεια ψηφοφορίας για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας η βουλευτής των Οικολόγων Μαρίνα Δίζη σήκωσε πανό το οποίο έγραφε: «Σταματήστε το θέατρο για το συν ένα, τον πρόεδρο και το νέφος». Η Συνοδινού αντέδρασε έντονα. Ο πρόεδρος της Βουλής Αθανάσιος Τσαλδάρης προσπάθησε να την ησυχάσει. «Κύριε πρόεδρε», του απάντησε, «σε μια Βουλή που βγάζουν πανό και υπάρχει αναρχία, δεν επιθυμώ να ανήκω! Δεν είναι ελληνικό κοινοβούλιο αυτό. Χαίρετε!». Την επόμενη μέρα παραιτήθηκε από τη βουλευτική έδρα της για να μην επιστρέψει ποτέ ξανά.

Στα χρόνια που ακολούθησαν ρίχτηκαν στον αγώνα της πολιτικής ηθοποιοί όπως η Ελένη Ανουσάκη, η Νόρα Κατσέλη, ο Στέφανος Ληναίος, η Αιμιλία Υψηλάντη, ο Κώστας Καρράς, ο Γιώργος Πάντζας, η Αννα Βαγενά, ο Κώστας Καζάκος, η Εύα Κοταμανίδου, η Ελένη Κούρκουλα, η Αντζελα Γκερέκου, η Λίλα Καφαντάρη, η Λυδία Κονιόρδου, η Μάρω Κοντού, η Μαρία Κανελλοπούλου, ο Γιώργος Βασιλείου, ο Παύλος Χαϊκάλης, ο Απόστολος Γκλέτσος, ο Αλέξης Γεωργούλης και πολλοί ακόμα. Κάποιοι εξ αυτών υπουργοποιήθηκαν (βλέπε Κούρκουλα, Κονιόρδου, Γκερέκου και Χαϊκάλη), κάποιοι δραστηριοποιήθηκαν στην αυτοδιοίκηση (όπως ο Γκλέτσος). Εφέτος, σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής στοιχεία, ο Σταύρος Νικολαΐδης κατεβαίνει με τη ΝΔ, ο Μάριος Αθανασίου, ο Μιθριδάτης, η Μάνια Παπαδημητρίου με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Ψαραντώνης με το ΜέΡΑ25, ο Σπύρος Μπιμπίλας με την Πλεύση Ελευθερίας, ο Παύλος Ορκόπουλος με το ΚΚΕ, κ.ά. Από δίπλα και άλλοι εκπρόσωποι της showbiz, όπως η Εύη Βατίδου που θα είναι υποψήφια βουλευτής με το κόμμα της Αφροδίτης Λατινοπούλου και η Ράνια Θρασκιά που θα είναι υποψήφια με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Πόσο πουλάει ο Μιθριδάτης;

Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυΐα για να καταλάβουμε γιατί τους επιλέγουν κατά τεκμήριο τα κόμματα. Για να εκμεταλλευτούν τη δημοφιλία τους που θα εξασφαλίσει πιθανώς περισσότερες ψήφους, για την προσέγγιση μέσα από αυτούς νέας πελατείας, ακόμα και ανθρώπων που δεν θα πήγαιναν καθόλου να ψηφίσουν και θα πάνε μόνο για να «σταυρώσουν» π.χ. τον Μιθριδάτη, ή και για να στείλουν ένα μήνυμα προοδευτικότητας στην κοινωνία. Αν και η δημοφιλία, η καλλιτεχνική ιδιότητα και ο προκλητικός λόγος δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη εγγύηση προοδευτικότητας. Αυτή όμως είναι μια κουβέντα που δεν συμφέρει τα κόμματα που «αγοράζουν» υποψήφιους βουλευτές με επιφανειακά – εμπορικά κριτήρια. Που περισσότερο τα ενδιαφέρει εκείνος που πουλάει, παρά εκείνος που πιθανώς μπορεί να προσφέρει.

Bούρκος και θαυμασμός

Αλλά και οι ίδιοι οι υποψήφιοι (παρά τις όποιες καλές προθέσεις) τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζουν επιφανειακά και επιπόλαια την πολιτική, βλέποντας σε αυτή μια ακόμα πασαρέλα που θα διασχίσουν καταχειροκροτούμενοι. Κάνοντας ό,τι έχουν μάθει να κάνουν στο προηγούμενο επάγγελμά τους και προσπαθώντας για άλλη μια φορά να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους. Αυτό είναι ως φαίνεται ένα κοινό χαρακτηριστικό celebrities και πολιτικών – «Ολοι οι πολιτικοί είναι ματαιόδοξοι, απλώς κάποιοι το περιφέρουν με μεγαλύτερη ευγένεια» έχει πει και ο βρετανός πολιτικός Ντέιβιντ Στιλ -, η ματαιοδοξία. Που σε σπρώχνει να βγεις μπροστά, να αναλάβεις ακόμα και ρόλους για τους οποίους δεν έχεις τα προσόντα και «να κοάζεις το όνομά σου (…) σ’ έναν βούρκο που εκφράζει θαυμασμό» (Εμιλι Ντίκινσον).

Προτάσεις «επιθεώρησης»

Εδώ έρχεται η ευθύνη των ψηφοφόρων, που «σταύρωσαν» τον Βασιλείου επειδή ήταν ο αστυνόμος Θεοχάρης στη «Λάμψη» και τον Γεωργούλη επειδή ήταν ο «Εραστής δυτικών προαστίων». Αν και είναι μάλλον άδικο να χρεώνουμε στην τηλεοπτική ιδιότητα του τελευταίου και στο προηγούμενο επάγγελμα την εμπλοκή του σε μια υπόθεση όπου ένοχος θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και επαγγελματικής ιδιότητας. Κατά τα άλλα, πράγματι οι ψηφοφόροι έχουν την ευθύνη για το ποιους στέλνουν στη Βουλή. Και εδώ ξεκινά μια άλλη πολύ σοβαρή συζήτηση, περί παιδείας, φιλοπατρίας, πολιτικού κριτηρίου, κοινής λογικής κ.λπ. Τα κόμματα με τη σειρά τους έχουν ευθύνη για το ποιους ανθρώπους προτείνουν στους ψηφοφόρους τους. Δεκτές θα έπρεπε να ήταν μόνο οι σοβαρές προτάσεις. Ολα τα άλλα είναι επιθεώρηση. Η επιθεώρηση που ζούμε εδώ και χρόνια και που ως φαίνεται θα συνεχίσουμε να ζούμε με ευθύνη όλων μας.