Των Νεφέλης Ντέμου, Σοφίας Ακριδοπούλου

Η  ελληνική βιομηχανία ξεκινά μετά τη λήξη του Κριμαϊκού Πολέμου. Ο πόλεμος οδήγησε σε κρίση το διεθνές εμπόριο. Αυτή η κρίση οδήγησε στην ίδρυση υφαντουργικών εργοστασίων για την απορρόφηση του βάμβακος ως πρώτης ύλης. Σε πολύ λίγο χρόνο, τα εργοστάσια αυτά είχαν εδραιωθεί, απορροφώντας ολόκληρη σχεδόν την εγχώρια περιοχή βάμβακος, ώστε να απαιτούνται και συμπληρωματικές εισαγωγές βάμβακος από το εξωτερικό. Τα υφαντουργικά και νηματουργικά προϊόντα ήταν τα πιο σημαντικά του 19ου αιώνα. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκαν επίσης αλευρόμυλοι, λόγω των υψηλών δασμών στα άλευρα εισαγωγής και της ταυτόχρονης μείωσης στο ελάχιστο των δασμών για την εισαγωγή σιτηρών για επεξεργασία. Τέλος, αναπτύχθηκε η βυρσοδεψία για στοιχειώδη επεξεργασία των δερμάτων και δημιουργήθηκε και μεγάλος αριθμός ελαιοτριβείων.

Η Λιβαδειά το 1860-1950 υπήρξε μία από τις τέσσερις βιομηχανικά ανεπτυγμένες πόλεις της Ελλάδας. Στη Λιβαδειά η κυρίως βιομηχανική υποδομή, που αναπτύχθηκε πλησίον των πηγών της Ερκυνας, ήταν τα υδροκίνητα εργοστάσια. Αυτές οι μονάδες παραγωγής ήταν εντυπωσιακές για την εποχή τους, με αποτέλεσμα η Λιβαδειά να χαρακτηριστεί από τους περιηγητές της «Μικρό Μάντσεστερ». Ο νερόμυλος ή υδρόμυλος είναι η πρώτη μηχανή παραγωγής έργου που κατασκεύασε ο άνθρωπος με τη χρήση φυσικής, ήπιας και ανανεώσιμης πηγής ενέργειας. Με τη δύναμη που δημιουργεί η πτώση του νερού από ψηλά ή η ροή του και με τη βοήθεια του τροχού, εφεύρεση που άλλαξε την ανθρώπινη ιστορία, κινήθηκαν απλές και στη συνέχεια πολύπλοκες μηχανές, που κάλυψαν τις περισσότερες ανάγκες των προβιομηχανικών κοινωνιών.

Ετσι χάρη στο νερό, μέσα σε μια περίοδο 90 ετών, ήκμασαν και παρήκμασαν στη Λιβαδειά πολλές εταιρείες. Αυτές οι εταιρείες ασχολούνταν με την εκκόκκιση, τη νηματοποίηση, την ύφανση και τη βαφή του βαμβακιού, την άλεση σιτηρών, του ριζαρίου και την επεξεργασία των μάλλινων υφαντών στις νεροτριβές.

Βέβαια όλες αυτές οι βιομηχανικές υποδομές δεν θα είχαν δημιουργηθεί αν δεν υπήρχε το κατάλληλο κεφάλαιο. Στις 23/9/1864, λοιπόν, ιδρύεται το υποκατάστημα της Εθνικής Τραπέζης Ελλάδος στη Λιβαδειά. Με τα δάνειά της, η Τράπεζα βοήθησε στη δημιουργία της βιομηχανικής υποδομής που προαναφέρθηκε.

Κατά τη μακρά περίοδο της Παρερκύνιας Βιομηχανικής Υποδομής στα εργοστάσια της Λιβαδειάς δούλεψαν πολλοί ντόπιοι της πόλης. Στα εργοστάσια δούλευαν άνδρες, γυναίκες, ακόμα και μικρά παιδιά. Οι άνδρες μετέφεραν με κάρα τα προϊόντα στα εργοστάσια, ενώ οι γυναίκες δούλευαν κυρίως στα νηματουργεία ή κλωστήρια, όπου δούλευαν και τα μικρά κορίτσια. Για τις νέες κοπέλες ήταν μια ευκαιρία εργασίας όταν τελείωναν το Δημοτικό. Τέλος, στην ακμή της βιομηχανικής υποδομής εργάζονταν 180 άτομα.

Σε σχετική συζήτηση που είχαμε με τον πρόεδρο του Εμπορικού Συλλόγου Λιβαδειάς Δημήτριο Γέρο, μας έδωσε σειρά πληροφοριών και για τα παραδοσιακά επαγγέλματα της Λιβαδειάς, όπως για παράδειγμα του φανοκόρου, του πωλητή πάγου και άλλων, τα οποία τελικά και γέννησαν την ιδέα για τη δημιουργία ενός μουσείου επαγγελμάτων στην πόλη μας. Με τη συνεργασία του κ. Ευάγγελου Πατσέα και των γλυπτών του, αλλά και με το αρχείο φωτογραφιών του κ. Αρη Ρούσσαρη και το αρχείο από το Μουσείο Μπενάκη, το Μουσείο Παλαιών Επαγγελμάτων στεγάζεται στο κτίριο του Εμπορικού Συλλόγου της πόλης μας εδώ και 20 χρόνια. Στο Μουσείο υπάρχουν παλαιά σκεύη και μηχανήματα που δωρήθηκαν από τους ιδιοκτήτες των μαγαζιών που πλέον δεν λειτουργούν.

Οι αλλαγές κτιρίων, η παύση λόγω πολέμου και οι σημερινές διακρίσεις

Πώς χτίστηκε το «εκπαιδευτικό οικοδόμημα» στη Λιβαδειά; Ποια ήταν τα πρώτα σχολεία της και ποιοι τα στήριξαν; Ταξιδεύοντας στο παρελθόν θα συναντήσουμε στα 1889 τον παλαιότερο πρόγονο του σχολείου μας, το «Ελληνικόν σχολείο εν Λεβαδεία», που αποτέλεσε και τον πρόγονο συνολικά της εκπαίδευσης στην επαρχία της Λιβαδειάς.

Στα 1921 ιδρύθηκε, ύστερα από πρωτοβουλία βουλευτή της περιοχής, το «Γυμνάσιο εν Λεβαδεία», παίρνοντας τη θέση του ιδιωτικού γυμνασίου που λειτουργούσε μέχρι τότε στην πόλη μας με την επωνυμία «Ο Πλούταρχος». Ο Ι. Γιαννούτσος μάλιστα, γυμνασιάρχης του «Πλουτάρχου», θα γίνει και ο πρώτος γυμνασιάρχης του «Γυμνασίου εν Λεβαδεία». Το νέο σχολείο θα στεγαστεί σε ένα λιθόκτιστο αρχοντικό με μεγάλα δωμάτια που χρησίμευσαν ως αίθουσες διδασκαλίας.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή το κτίριο αυτό θα φιλοξενήσει τους πρώτους μικρασιάτες πρόσφυγες, περιορίζοντας έτσι κατά πολύ τους χώρους διδασκαλίας.

Το1929-30, με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της περιόδου, θα συγχωνευθεί με το Γυμνάσιο και θα προκύψει το εξατάξιο «Γυμνάσιο εν Λεβαδεία». Η μεγάλη δε αύξηση του μαθητικού πληθυσμού θα υποχρεώσει την πολιτεία να προχωρήσει σε ανέγερση νέου κτιρίου. Ετσι το 1932 θεμελιώνεται από τον πρωθυπουργό της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο το νέο κτίριο του «Εν Λεβαδεία Γυμνασίου». Το 1934 γίνονται τα εγκαίνια του νέου σχολείου από τον υπουργό Παιδείας, Γεώργιο Παπανδρέου.
Μέχρι τον Οκτώβριο του 1940 το σχολείο λειτούργησε κανονικά, αν και πολλοί καθηγητές του επιστρατεύθηκαν. Η λειτουργία του θα διακοπεί για μικρό χρονικό διάστημα, από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 1941, λόγω έλλειψης προσωπικού.
Στα τέλη του 1941 με αρχές του 1942 οι Ιταλοί μετέτρεψαν το κτίριο σε στρατώνα. Οι μαρτυρίες αυτού του γεγονότος φαίνονται ακόμη στους τοίχους του σχολείου. Στα τέλη του πολέμου χρησιμοποιήθηκε ως στρατιωτικό νοσοκομείο και ο μεγάλος ζωγραφισμένος Ερυθρός Σταυρός διατηρήθηκε για πολλά χρόνια.

Για μια περίοδο περίπου 20 χρόνων το Γυμνάσιό μας λειτούργησε κανονικά και το 1964 λόγω του μεγάλου αριθμού μαθητών χωρίστηκε στα δύο, το «Γυμνάσιο Αρρένων» και το «Γυμνάσιο Θηλέων». Στη δεκαετία του ’70 θεσπίστηκε ο θεσμός του Λυκείου και έτσι στην πόλη μας προέκυψαν το 1ο και το 2ο Λύκειο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 τα δύο λύκεια συστεγάζονται και το 1997 το 1ο Λύκειο μεταστεγάζεται στο κτίριο που βρίσκεται και σήμερα. Σήμερα έχει 290 μαθητές και μαθήτριες, 33 καθηγητές, προγράμματα, βραβεία και διακρίσεις.