Δύο σενάρια καταρτίζει ο ΟΔΔΗΧ σχετικά με το δανειακό πρόγραμμα της Ελληνικής Δημοκρατίας το 2024: Στο πρώτο, στόχος είναι η έξοδος στις αγορές για την άντληση 7 δισ. ευρώ περίπου και το δεύτερο αφορά την άντληση κεφαλαίων στην περιοχή των 10 δισ. ευρώ, σε περίπτωση που συρρικνωθεί κατά ένα μέρος το ανεξόφλητο υπόλοιπο των έντοκων γραμματίων του Ελληνικού Δημοσίου ύψους 11,8 δισ. ευρώ σήμερα, ώστε να επιμηκυνθεί και η μέση διάρκεια αποπληρωμής του χρέους (17,7 χρόνια). Παράλληλα η έκδοση «πράσινου» ομολόγου που ήταν προγραμματισμένη για το 2023 μετατίθεται για το 2024.

Oι πληρωμές τόκων

Εκτιμάται μάλιστα πως η επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2024 (2,1%-2,2% του ΑΕΠ) θα είναι αρκετή για να καλύψει πλήρως τις πληρωμές τόκων 4,7 δισ. ευρώ για το έτος (από εκτιμώμενο πρωτογενές πλεόνασμα 3-3,5 δισ. ευρώ το 2023). Μετά την πλήρη αποπληρωμή των δανείων του ΔΝΤ, τον Απρίλιο 2022, ακολούθησε η πρόωρη αποπληρωμή μέρους των ευρωπαϊκών δανείων του GLF, ύψους 2,645 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2022, ενώ ως το τέλος του έτους θα προχωρήσει και η πρόωρη αποπληρωμή διμερών δανείων (GLF) ύψους 5,29 δισ. ευρώ, που λήγουν το 2024 και το 2025, με το «μαξιλάρι ρευστότητας» να διαμορφώνεται στο τέλος του 2023 λίγο κάτω από τα 30 δισ. ευρώ.

Οι προβλέψεις

Το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης βρίσκεται πλέον σταθερά σε πτωτική τροχιά. Αφού κορυφώθηκε στο 206,8% του ΑΕΠ το 2020, απόρροια της πανδημίας, μειώθηκε στο 159,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023, παρουσιάζοντας μείωση κατά 47,5 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα, απόρροια κυρίως της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Το 2024 οι επίσημες προβλέψεις κάνουν λόγο για χρέος της Γενικής Κυβέρνησης 358 δισ. ευρώ ή 152,2% του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 7,1 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2023. Σύμφωνα με τους στόχους, τα επόμενα 2-3 χρόνια το χρέος της Ελλάδας ως ποσοστού του ΑΕΠ θα είναι χαμηλότερο από αυτό της Ιταλίας, ενώ σύμφωνα με τις προβολές της S&P θα υποχωρήσει στο 139% του ΑΕΠ το 2026.

Αλλαγή «πίστας»

Ο ΟΔΔΗΧ πάντως έχει μπροστά του και κάποιες επιπρόσθετες κινήσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν «game changer» για την ταχύτερη μείωση του χρέους, συστήνοντας και την αλλαγή «πίστας» της χώρας. Ειδικό ρόλο θα μπορούσε να διαδραματίσει εδώ το περίφημο «ταμειακό μαξιλάρι», το οποίο, για την ιστορία, παρά τις κατά καιρούς «πολιτικές κραυγές», δημιουργήθηκε σε μεγάλο μέρος του με δανεικά, όταν τον Αύγουστο του 2018 η χώρα βάσει του χρονοδιαγράμματος θα έπρεπε να βγει από τη μνημονιακή εποπτεία (3ο μνημόνιο), καθώς κρίθηκε απαραίτητο ένα είδος εγγύησης στις αγορές για τις μελλοντικές εκδόσεις χρέους.

Η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε ταχθεί υπέρ του αποθεματικού ρευστότητας, απορρίπτοντας την πρόταση της ΤτΕ για πιστωτική γραμμή που δεν θα κόστιζε και χρήματα. Ετσι η χώρα δανείστηκε 9 δισ. ευρώ από τον ESM, αλλά και από τις αγορές, και περίπου 15,7 δισ. ευρώ τοποθετήθηκαν σε έναν ειδικό λογαριασμό στην ΤτΕ. Το ετήσιο κόστος για τους τόκους ανερχόταν σε 450 εκατ. ευρώ, ενώ το περίφημο «μαξιλάρι» κυμαινόταν όλα τα χρόνια στα 30-38 δισ. ευρώ, ανάλογα με τη συγκυρία, αφού συμπεριλαμβάνονταν και τα αποθετικά των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, τα κεφάλαια για την λειτουργία του κράτους και τις κατά καιρούς νέες εκδόσεις χρέους.

«Investment grade»

Καθώς πλέον η χώρα έχει ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα από τις DBRS και S&P και αναμένεται να συμβεί το ίδιο και με τη Fitch Ratings την 1η Δεκεμβρίου, τα ελληνικά ομόλογα θα γίνονται πλέον αποδεκτά σε δύο εκ των τριών βασικών δεικτών αναφοράς για τίτλους με το στάτους του «investment grade». Ετσι, ο ESM θα μπορούσε να απελευθερώσει τον λογαριασμό των 15,7 δισ. ευρώ με αποτέλεσμα τις επιπλέον σταδιακές εντός τριετίας αποπληρωμές διμερών δανείων (τα οποία έχουν «χετζαριστεί» και μέσω swaps) με ισόποση μείωση του χρέους.

Το 2032, εξάλλου, λήγει και η περίοδος χάριτος για τα μνημονιακά δάνεια ύψους περίπου 100 δισ. ευρώ από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) και αρχίζουν οι αποπληρωμές τοκοχρεολυσίων και θα ήταν καλό η χώρα να έχει όσο το δυνατόν χαμηλότερο λόγο χρέους/ΑΕΠ. Φυσικά, το ΑΕΠ της Ελλάδας το 2032 θα κυμαίνεται πολύ υψηλότερα από τα σημερινά επίπεδα, ώστε τα νέα δεδομένα να δείχνουν ελεγχόμενα.

Οι ανάγκες του 2023

Να σημειωθεί πως οι χρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου κατά τη διάρκεια του 2023 καλύφθηκαν κατ’ αρχήν από κοινοπρακτικές εκδόσεις ομολόγων σταθερού επιτοκίου δεκαετούς και πενταετούς διάρκειας συνολικής ονομαστικής αξίας 6 δισ. ευρώ και από κοινοπρακτική έκδοση δεκαπενταετούς ομολόγου ύψους 3,5 δισ. ευρώ, μέρος του οποίου χρησιμοποιήθηκε για την επαναγορά ομολόγων λήξης 2024 και 2025 συνολικής ονομαστικής αξίας 1,485 δισ. ευρώ.

Επιπλέον, καλύφθηκαν από επανεκδόσεις μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ομολόγων μέσω δημοπρασίας συνολικής ονομαστικής αξίας 1,4 εκατ. ευρώ, από εκταμίευση δόσης ύψους 1.845,5 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο της δανειακής σύμβασης με την ΕΕ για τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Σταθερότητας, καθώς επίσης και από αναχρηματοδότηση βραχυπρόθεσμου χρέους.