Κορυφαίοι οικονομολόγοι σημειώνουν πως τα μεγαλύτερα ρίσκα για τη χώρα αφορούν σήμερα τα μέτωπα της πανδημίας και του πληθωρισμού που έχουν παγκόσμια διάσταση, ενώ η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος σε επίπεδα συμβατά με τη βιωσιμότητα του χρέους αποτελεί τη μεγαλύτερη εσωτερική πρόκληση.
Στο μέτωπο της πανδημίας, ερώτημα αποτελεί αν θα κινηθούμε προς ένα νέο σημείο ισορροπίας ενδημικής συμβίωσης με τον κορωνοϊό, όσο τα επίπεδα εμβολιασμού στις αναπτυσσόμενες χώρες παραμένουν ισχνά.
Στο μέτωπο του πληθωρισμού, αν και οι κεντρικές τράπεζες συνεχίζουν να εκτιμούν ότι οι αυξήσεις των τιμών έχουν προσωρινό χαρακτήρα, με τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ σε υψηλά 40 ετών, η Fed εκτιμάται πως θα αρχίσει τις αυξήσεις επιτοκίων από τον ερχόμενο Μάρτιο και συνολικά κατά 3-4 φορές εφέτος, ενώ η ΕΚΤ προβλέπεται να ακολουθήσει, αυξάνοντας όμως τα επιτόκια το 2023.
Για την Ελλάδα, οι κίνδυνοι από τον πληθωρισμό αφορούν το ενδεχόμενο να αυξηθεί δραματικά το κόστος δανεισμού, κίνδυνος που περιορίστηκε μετά την απόφαση της ΕΚΤ ότι θα συνεχίσει να στηρίζει τη χώρα και μετά τη λήξη του PEPP, αλλά και από το ενδεχόμενο να δούμε έναν φαύλο κύκλο αυξήσεων αν ο πληθωρισμός περάσει στους μισθούς.
Στο εσωτερικό μέτωπο, καθώς το χρέος σήμερα ξεπερνάει τα προ PSI επίπεδα του 2011, τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ, το ζητούμενο είναι η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων που καλύπτουν τους τόκους πάνω στο δημόσιο χρέος, χωρίς προσφυγή σε δανεισμό, ώστε να μπει το χρέος σε σταθερά πτωτική τροχιά.
Η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΣΣΑ) διατηρείται σε ισχύ το 2022, αλλά το 2023 θα επανέλθει η δημοσιονομική πειθαρχία και αν η Ελλάδα έχει έλλειμμα πάνω από 3% του ΑΕΠ, θα μπει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Για τους αναλυτές, η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος είναι μονόδρομος αν η Ελλάδα θέλει να έχει βιώσιμο χρέος και να αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα, ενώ και στον τραπεζικό τομέα τα κόκκινα δάνεια στους ισολογισμούς των τραπεζών έχουν μειωθεί μέσω τιτλοποιήσεων, αλλά συνεχίζουν να βαραίνουν τους δανειολήπτες (επιχειρήσεις και νοικοκυριά), καθώς έχουν απλώς αλλάξει χέρια, από τις τράπεζες στα funds και στις εταιρείες διαχείρισης. Τέλος, όπως επισημαίνει η ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ, υπάρχει επίσης σημαντικό περιθώριο βελτίωσης του θεσμικού περιβάλλοντος, κυρίως μέσω ταχύτερης απονομής δικαιοσύνης, ώστε να μειωθεί η απόσταση που χωρίζει την Ελλάδα από τις άλλες χώρες του ΟΟΣΑ στους δείκτες διακυβέρνησης.