Ανήκει στη σπάνια εκείνη κατηγορία των λυρικών τραγουδιστών που ερμηνεύουν τον κάθε ρόλο τους σαν να μην υπάρχει αύριο. Αποφασισμένοι θαρρείς να βάλουν σε κάθε νότα, σε κάθε λέξη, σε κάθε κίνηση του σώματός τους όλη την ενέργεια και όλη τη δύναμη που διαθέτουν, να ξοδέψουν τα πάντα, να μην κρατήσουν τίποτε για τον εαυτό τους! Το απόλυτο δόσιμο της Ερμονέλα Γιάχο σε αυτό που κάνει, η συγκινητική γενναιοδωρία με την οποία προσφέρει την τέχνη της, βρίσκει άμεση ανταπόκριση στο κοινό όπως εύκολα διαπιστώνουμε από τα βίντεο με τις παραστάσεις και με τα ρεσιτάλ της που υπάρχουν στο YouTube.

Ως Βιολέτα από την «Τραβιάτα» του Βέρντι, ως «Αδελφή Αγγελική», Μάγδα στη «Ρόντινε» ή Μιμή στην «Μποέμ» του Πουτσίνι και ως «Αντριάνα Λεκουβρέρ» του Τσιλέα, για να αναφέρουμε μερικούς από τους σημαντικότερους ρόλους της, αποθεώνεται καθημερινά στις μεγάλες σκηνές της Νέας Υόρκης, του Παρισιού, του Λονδίνου, της Ζυρίχης, της Βαρκελώνης, αλλά και της Αυστραλίας και της Ιαπωνίας.

Η διάσημη αλβανίδα υψίφωνος με την σχεδόν τριαντάχρονη καριέρα είχε επιβεβαιώσει τη φήμη της και μπροστά στο ελληνικό κοινό όταν το 2020, στο ντεμπούτο της στην Εθνική Λυρική Σκηνή, είχε ερμηνεύσει μια σπαρακτική «Μαντάμα Μπατερφλάι» – τον μεγαλύτερο μαζί με την «Τραβιάτα» ρόλο της. Η ανάμνηση εκείνης της όμορφης παράστασης αυξάνει την προσδοκία για τη νέα εμφάνισή της στην Αθήνα, αυτή τη φορά στο Μέγαρο Μουσικής, σε γκαλά αφιερωμένο στη Μαρία Κάλλας και με «συνοδοιπόρο» της στη σκηνή άλλον ένα τραγουδιστή με σπάνιες ποιότητες, τον αμερικανό τενόρο Τσαρλς Καστρονόβο. Με την ευκαιρία της νέας αυτής εμφάνισης, η Ερμονέλα Γιάχο μίλησε στο «Βήμα» για να αποκαλύψει πως αν στη σκηνή συγκλονίζει με τη δραματική ένταση των ερμηνειών της, εκτός σκηνής είναι ένας άνθρωπος χαριτωμένος, τρυφερός και έξυπνος που σε κάθε ερώτηση έχει κάτι ενδιαφέρον να απαντήσει.

Η Ερμονέλα Γιάχο ως Μαντάμα Μπατερφλάι στην Αθήνα το 2020. «Η αγάπη και το μίσος μπορεί να είναι αντίθετα συναισθήματα, έχουν όμως και κάτι κοινό, και αυτό είναι το πάθος. Ο,τι τραγουδάμε χωρίς πάθος ακούγεται χωρίς ευχαρίστηση» λέει στο «Βήμα» η αλβανίδα υψίφωνος/ Φωτ.: VALERIA ISAEVA

Δεδομένου ότι στην Αθήνα σας ξαναφέρνει η Μαρία Κάλλας – αν και αυτή είναι μάλλον μια ερώτηση που θα σας την έχουν κάνει αρκετές φορές –, θα ήθελα να μας πείτε μερικά λόγια για την ελληνίδα πριμαντόνα. Εσείς τι πιστεύετε ότι την έκανε θρυλική φιγούρα στην ιστορία της όπερας;

«Νομίζω πως κυρίως είναι ο τρόπος με τον οποίο εξέφραζε όταν στεκόταν στη σκηνή τα ανθρώπινα συναισθήματα μέσω της φωνής της, μέσα από το τραγούδι της. Χρησιμοποιώντας όλα τα χρώματα που διέθετε η φωνή της, υπερέβη τελικά τον παράγοντα «φωνή», έφτασε σε πολύ μεγαλύτερο βάθος, βάζοντας όλη την ψυχή της στο τραγούδι της, κάτι που πιθανώς και να έλειπε από τη λυρική τέχνη. Ναι, υποθέτω πως αυτό είναι που την κάνει μοναδική. Γιατί για να έχει η όπερα το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή για να γίνει με έναν τρόπο μια διαδικασία κάθαρσης για τον ερμηνευτή αλλά και για το κοινό, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η επικοινωνία του ερμηνευτή με το κοινό του».

Και εσείς γίνατε διάσημη για τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνείτε με το κοινό. Οι κριτικοί σάς επαινούν όχι μόνο για το τραγούδι αλλά και για τη θεατρικότητα και την αμεσότητα των ερμηνειών σας. Πότε, αλήθεια, νιώθετε ικανοποιημένη για αυτό που κάνετε; Ως μουσικός πώς θα ορίζατε την επιτυχία;

«Επιτυχία για εμένα είναι να καταφέρω να πάρω το κοινό σε ένα πνευματικό ταξίδι μαζί μου. Να το παρασύρω και να το κάνω να δει τον κόσμο με τα μάτια του χαρακτήρα που ερμηνεύω κάθε βράδυ, σε κάθε παράσταση. Αν νιώσω πως έχει αρχίσει να γίνεται κάτι τέτοιο, τότε ξέρω πως τα κατάφερα».

Θα σας πάω για λίγο πίσω, στα παιδικά και στα νεανικά σας χρόνια στην Αλβανία. Πότε συνειδητοποιήσατε για πρώτη φορά ότι θέλατε να γίνετε τραγουδίστρια της όπερας;

«Ξεκίνησα να τραγουδάω όταν ήμουν έξι χρονών σε παιδικά φεστιβάλ και ανακάλυψα ότι όσο περισσότερο βουτούσα στη μουσική τόσο περισσότερο ένιωθα ελεύθερη. Αποφάσισα να γίνω τραγουδίστρια της όπερας στην εφηβεία μου, όταν ήμουν 14 ετών. Προετοιμαζόμουν για έναν διαγωνισμό, για να μπω στην καλλιτεχνική σχολή στα Τίρανα, και έπρεπε να τραγουδήσω κάτι στο στυλ της όπερας. Πήγα τότε να δω την «Τραβιάτα» στην Οπερα των Τιράνων, συνοδευόμενη από τον μεγάλο μου αδελφό. Εκείνο το βράδυ ήταν μια αποκάλυψη για εμένα. Ερωτεύτηκα αυτή τη μουσική με το πρώτο κιόλας άκουσμα και στο τέλος της παράστασης γύρισα και είπα στον αδελφό μου: «Δεν υπάρχει περίπτωση να πεθάνω χωρίς να έχω τραγουδήσει τουλάχιστον μια φορά στη ζωή μου τον ρόλο της Βιολέτας!»».

Και να που η Βιολέτα έγινε ένας από τους σπουδαιότερους ρόλους σας…

«Από εκείνη τη στιγμή μέχρι σήμερα έχω τραγουδήσει την «Τραβιάτα» 315 φορές, σε κάθε μέρος του κόσμου!».

Για να επιστρέψουμε όμως στα πρώτα χρόνια της Αλβανίας. Υπήρξε κάποιος που σας ενέπνευσε ιδιαίτερα τότε ώστε να κάνετε μουσική;

«Μπορώ να θυμηθώ μια ηχογράφηση της «Λουτσία Ντι Λάμερμουρ» του Ντονιτσέτι, όπου τραγουδούσε η Μαρία Κάλλας. Ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούσε τα συναισθήματά της μέσω της φωνής της είχε μεγάλο αντίκτυπο πάνω μου».

«Επιτυχία για εμένα είναι να καταφέρω να πάρω το κοινό σε ένα πνευματικό ταξίδι μαζί μου. Να το παρασύρω και να το κάνω να δει τον κόσμο με τα μάτια του χαρακτήρα που ερμηνεύω κάθε βράδυ»

Εκτός από την Κάλλας, ποιοι άλλοι καλλιτέχνες σάς έχουν επηρεάσει περισσότερο στην τέχνη σας;

«Οι μεγαλύτερες μουσικές επιρροές μου, για να ξεκινήσω από τους συνθέτες, ήταν ο Πουτσίνι και ο Βέρντι, η μουσική από τα έργα τους. Από τραγουδιστές της όπερας θα επιμείνω στη Μαρία Κάλλας και στον τενόρο Φράνκο Κορέλι. Αν τώρα περάσω και σε άλλους τομείς της τέχνης, δεν μπορώ να μην αναφέρω τον Ρούντολφ Νουρέγεφ και την Ναταλία Οσίποβα από τον χώρο του κλασικού μπαλέτου και τον Αλ Πατσίνο από τον χώρο της υποκριτικής. Μπορούμε πάντα να μαθαίνουμε τόσο πολλά από τους άλλους καλλιτέχνες και από την τέχνη τους. Και στη συνέχεια να τα εντάσσουμε με τον τρόπο μας σε αυτό που εμείς κάνουμε, στη δική μας δουλειά».

Ερχεστε στην Ελλάδα έπειτα από σειρά παραστάσεων με τη «Ρόντινε» του Πουτσίνι στη Ζυρίχη, όπου ερμηνεύσατε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Μάγδας. Και από μια ακόμα παραγωγή της «Τουραντότ» του Πουτσίνι στο Παρίσι, όπου ερμηνεύσατε τη Λιού. Τον επόμενο Απρίλιο στο Μόναχο θα τραγουδήσετε την «Αδελφή Αγγελική», πάλι του Πουτσίνι. Πρόκειται τελικά για τον αγαπημένο σας συνθέτη; Και αν ναι, γιατί;

«Μου αρέσουν όλα όσα τραγουδάω, αλλά με τον Πουτσίνι, ναι, η σύνδεση είναι πιο δυνατή. Μέσα από τη μουσική του αισθάνομαι ένα μεγάλο δέσιμο με τις ηρωίδες του, με το ευάλωτο του χαρακτήρα τους, με τη γενναιοδωρία τους, με την άνευ όρων αγάπη που χαρίζουν, με τα βάσανά τους και με τους αγώνες τους μέχρι το τέλος. Υποθέτω ότι όλο αυτό ταιριάζει απόλυτα με τις βαλκανικές μου ρίζες».

Θεωρείστε η κορυφαία αυτή τη στιγμή ερμηνεύτρια του βερισμού, του μουσικού ρεαλισμού στον οποίο διέπρεψε βεβαίως ο Πουτσίνι. Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το μυστικό τού να τραγουδάς αυτού του είδους την (τόσο θεατρική) μουσική;

«Εχοντας τις ρίζες του στην Ιταλία, το μουσικό κίνημα του βερισμού εμπνεύστηκε από πραγματικές ιστορίες ζωής αποθεώνοντας τη μεσογειακή νοοτροπία, όπου τα πάντα είναι ανοιχτά και πληθωρικά και εκφράζονται ακόμα και μέσα από μεγάλες αντιθέσεις. Αλλά που κυρίως, στον πυρήνα κάθε πράξης, κάθε δράσης, υπάρχει η αλήθεια. Η αγάπη και το μίσος μπορεί να είναι αντίθετα συναισθήματα, έχουν όμως και κάτι κοινό και αυτό είναι το πάθος. Ο,τι τραγουδάμε χωρίς πάθος ακούγεται χωρίς ευχαρίστηση».

Τελικά τι είναι πιο σημαντικό στην όπερα, το φροντισμένο και άψογο τραγούδι ή η δραματικότητα και η θεατρικότητα μιας ερμηνείας που γίνεται πειστική ακόμα και αν δεν είναι άψογη μουσικά;

«Για εμένα, η φωνή πρέπει να είναι στην υπηρεσία της ερμηνείας. Θα ήταν λάθος να τα χωρίσουμε αυτά τα δύο, θα ήταν αδικία για τον κόσμο της όπερας. Δυστυχώς, αν δεν είσαι απελευθερωμένος από τις αλυσίδες της τεχνικής, αν δηλαδή δεν είσαι οπλισμένος με μια δυνατή και σωστή τεχνική που σου επιτρέπει να νιώθεις σιγουριά και μια σχετική άνεση, δεν θα σηκωθείς ποτέ για να μπορέσεις να εκφράσεις ελεύθερα εκείνο που θέλει να πει η ψυχή σου».

Πέρα από τον κατάλληλο φωνητικό εξοπλισμό, τι άλλο χρειάζεται για να κάνεις διεθνή καριέρα;

«Με μια λέξη, κότσια, πρέπει να έχεις κότσια για να κάνεις διεθνή καριέρα. Με πολλές λέξεις, πιθανώς μια συλλογή από δύσκολα βιώματα ακόμα και στην παιδική σου ηλικία, ώστε να έχεις κάτι να εκφράσεις μέσα από το τραγούδι σου… Χρειάζεται επίσης την αποφασιστικότητα, την ικανότητα να μαθαίνεις από όλους, το πάθος που μπορεί να πείσει τους άλλους αλλά και τον εαυτό σου να πιστέψουν στο όνειρό σου και να το υποστηρίξουν. Χρειάζεται πάνω από όλα γνήσια αγάπη για την τέχνη».

Τι θα θέλατε να γίνετε αν δεν είχατε γίνει μουσικός;

«Θα ήμουν ψυχολόγος με ειδίκευση στα παιδιά. Μου αρέσει να μελετώ την ανθρώπινη ψυχή και θεωρώ πως στα παιδιά μπορείς να δεις την αθώα ομορφιά στην πιο αγνή της μορφή. Μέσα από τα παιδιά μπορούμε να καταλάβουμε το μέλλον μας, μπορούμε να το δούμε να προβάλλεται με όλες τις πιθανότητες των επιλογών που θα κάνουμε, είτε αυτές θα είναι καλές είτε κακές».

Ποια είναι τα καλλιτεχνικά σας όνειρα; Ποιους ρόλους θα θέλατε να τραγουδήσετε στο μέλλον; Πιθανώς την «Τόσκα» που από όσο γνωρίζω, ενώ σας την προτείνουν διαρκώς, την αρνείστε;

«Δεν έχω άλλα καλλιτεχνικά όνειρα. Η τριαντάχρονη καριέρα μου μού έδωσε τη δυνατότητα να εξερευνήσω περισσότερα από όσα πίστευα ότι είναι δυνατόν. Τώρα θέλω να βιώσω το τραγούδι ως ένα πνευματικό ταξίδι μέσα από κάθε παράσταση. Ισως τώρα καταλαβαίνω καλύτερα την επίδραση που μπορεί να έχει η θεατρική τέχνη στην ανθρώπινη ψυχή, την κάθαρση που μπορεί να φέρει».

Τι θα συμβουλεύατε τους νέους τραγουδιστές που ακολουθούν τα βήματά σας;

«Πάθος για αυτό που κάνετε και σκληρή δουλειά, αυτή είναι η συμβουλή μου. Εάν αγαπάτε πραγματικά την όπερα και δεν μπορείτε να ζήσετε χωρίς αυτή, το σύμπαν θα ευθυγραμμιστεί με την ενέργειά σας και θα σας βοηθήσει να εκπληρώσετε τα όνειρά σας!».

Ταξιδεύετε σε όλον τον κόσμο τραγουδώντας. Εχετε αρκετό χρόνο για να ξεκουραστείτε και να μείνετε σπίτι; Και πώς σας αρέσει να περνάτε τον ελεύθερο χρόνο σας;

«Προσπαθώ να κρατάω τους παράγοντες «δουλειά» και «οικογένεια» σε σύνδεση και σε αρμονία. Παρ’ όλο που οι μεγάλες αποστάσεις δεν βοηθούν, χάρη στην τεχνολογία είμαι πολύ καλά συνδεδεμένη, είμαι σε επαφή με όλα όσα είναι σημαντικά για εμένα. Ξεκίνησα να τραγουδάω επαγγελματικά πολύ νέα και αυτό έγινε η καθημερινότητά μου, αυτός είναι ο τρόπος ζωής μου. Μέσα από τη μουσική γνώρισα τον έρωτα της ζωής μου και τον καλύτερό μου φίλο, που είναι και σύζυγός μου. Μέσα από τη μουσική βρήκα τη φωνή μου, μέσα από τη μουσική επικυρώνω την ύπαρξή μου. Ο ελεύθερος χρόνος, αν υπάρχει τέτοιος, είναι 100% αφιερωμένος στην οικογένειά μου».

Τι σημαίνει για εσάς ευτυχία; Θα λέγατε ότι είστε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος;

«Η ευτυχία είναι μια έννοια που έχει αποκτήσει διαφορετικές σημασίες με την πάροδο του χρόνου για εμένα. Στην παρούσα φάση της ζωής μου νομίζω ότι μια ισορροπία μεταξύ επαγγέλματος και προσωπικής ζωής θα ήταν η τέλεια συνταγή για ευτυχία. Είναι βεβαίως πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, αλλά όπως όλοι γνωρίζουμε η ζωή δεν συνοδεύεται από ένα εγχειρίδιο που σου δίνει άμεσα λύσεις σε κάθε πρόβλημα και σε κάθε δυσκολία, έτσι είμαι πάντα σε αναζήτηση αυτής της τέλειας ισορροπίας. Και, ναι, υποθέτω ότι είμαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, αν και δεν έχω σταματήσει να αναζητώ και να επιδιώκω αυτόν τον τρόπο σκέψης, αυτή την ψυχική κατάσταση».

INFO:

Η Ερμονέλα Γιάχο και ο Τσαρλς Καστρονόβο θα εμφανιστούν στην Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου.
Θα ερμηνεύσουν άριες και ντουέτι των Πουτσίνι, Μασκάνι, Τσιλέα, Μασνέ, Λάλο και Σαρπαντιέ. Τη Φιλαρμόνια Ορχήστρα Αθηνών διευθύνει ο Λουκάς Καρυτινός.