«Δεν ξεπερνιέται ο Βουτσάς» είχε πει κάποτε για τον εαυτό του, εξηγώντας βέβαια ότι ούτε ο Κούρκουλος, η Βουγιουκλάκη ή η Καρέζη ξεπερνιούνται. Αυτοί ήταν οι συνάδελφοί του, αυτή ήταν η γενιά του. Με αυτούς πορεύτηκε στη μεγάλη οθόνη, δουλεύοντας κυρίως με τον Γιάννη Δαλιανίδη στα μιούζικαλ του ’60 (Ρένα Βλαχοπούλου, Μάρθα Καραγιάννη, Ζωή Λάσκαρη, Ανδρέας Ντούζος) και τον Αλέκο Σακελλάριο. Ανθρωπος πηγαίος, όπως και το ταλέντο του, ο Κώστας Βουτσάς (1931-2020) ήταν μια κατηγορία από μόνος του: αγαπητός, πληθωρικός, επικοινωνιακός, άμεσος, του άρεσε να κάνει τον κόσμο να γελάει. Είχε χιούμορ και αυτοσαρκασμό, είχε όρεξη για ζωή. Ερωτες, γυναίκες, παιδιά, φιλίες, σχέσεις, μια ζωή γεμάτη συγκινήσεις και αγάπη, μια ζωή με αστείρευτη ενέργεια, γεμάτη εμπειρίες – ποιος άλλος έκανε (τέταρτο) παιδί στα 86 του; Γεννήθηκε στην Αθήνα, μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα. Ζούσαν σε ένα ημιυπόγειο, ο πατέρας του ήταν εργοδηγός, κομμουνιστής – γι’ αυτό και ο ίδιος ψήφιζε πάντα ΚΚΕ, παρά το γεγονός ότι είχε αντιληφθεί την αποτυχία του κομμουνισμού. Χρωστούσε, όπως έλεγε, στη μάνα του ότι δεν έγινε αλήτης, της είχε μεγάλη αδυναμία. Στο θέατρο μπήκε τυχαία, όταν νεαρός στην κατασκήνωση είδε συνομηλίκους του να κάνουν πρόβα.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η πορεία του. Το κωμικό δεν άργησε να το αντιληφθεί, ούτε εκείνος ούτε οι άλλοι. Του άρεσε να κάνει τον κόσμο να γελάει, του άρεσε να δίνει χαρά. Γι’ αυτό και τον κράτησε το είδος, η αμεσότητα, η ταχύτητά του. Προσαρμοζόταν στις εποχές, τίμησε το ελληνικό έργο και μπήκε νωρίς στην τηλεόραση («Ονειροπαρμένος» του Κώστα Πρετεντέρη). Αργότερα θέλησε να δοκιμαστεί και σε άλλα – κατέβηκε στην Επίδαυρο με Αριστοφάνη (σε σκηνοθεσία Γιώργου Μεσσάλα), συνεργάστηκε με κινηματογραφικούς σκηνοθέτες όπως ο Χούρσογλου και ο Βαφέας. Οχι όμως για να αλλάξει κατεύθυνση, αλλά για να γευτεί και άλλες συγκινήσεις.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.