Περιμένοντας να έρθει η ώρα της συνέντευξής μου με τον σκηνοθέτη Τζέιμς Ουθ στο δωμάτιο του Hôtel du Collectionneur στο Παρίσι, ένας κύριος στεκόταν όρθιος δίπλα μου και επίσης περίμενε. Σύντομα κατάλαβα ότι ήταν ο ίδιος ο Τζέιμς Ουθ που όπως και εγώ περίμενε να αδειάσει το δωμάτιο από την προηγούμενη συνέντευξη που είχε καθυστερήσει, έτσι ώστε να μπει. Πιάσαμε κουβέντα, οπότε η συνέντευξη με αφορμή τη δραματική κωμωδία «Το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου» που προβάλλεται από την περασμένη Πέμπτη στις αίθουσες, άρχισε στα όρθια και με ενθουσιασμό, τον οποίο δεν έκρυψε όταν έμαθε ότι είμαι Ελληνας.

Οπως πολλοί Γάλλοι, ο Τζέιμς Ουθ είναι λάτρης της Ελλάδας, την οποία γνώρισε για πρώτη φορά στα 19 του μαζί με το κορίτσι του (σήμερα είναι 57). «Ηταν το συνηθισμένο tour στα νησιά», είπε, «αλλά όχι μόνο. Νομίζω ότι όσοι ξένοι έρχονται στην Ελλάδα βρίσκονται κατά κάποιον τρόπο στις ρίζες τους», θα μου πει, «τουλάχιστον έτσι νιώθουν πολλοί άνθρωποι σαν εμένα. Μόνο και μόνο το να βλέπεις τα μνημεία… Με έναν περίεργο τρόπο η αρχαία ελληνική μυθολογία διατρέχει τις φλέβες μας. Φυσικά, πολλά έχουν αλλάξει από τότε, όμως το γονίδιο έχει παραμείνει. Στους αρχαίους βλέπεις τους πραγματικούς, τους αυθεντικούς ήρωές σου. Το πρόβλημα με τον σύγχρονο κινηματογράφο είναι ότι δεν έχει αυθεντικούς ήρωες».

Παιχνίδι από σάρκα και οστά

Η εισαγωγή στρώνει το έδαφος για μια ενδιαφέρουσα συνομιλία, η οποία θα κλείσει με μια ανταλλαγή μέιλ στο τέλος. Ο Τζέιμς Ουθ δεν κρύβει τη χαρά του όταν ακούει ότι η ταινία «Το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου» μπορεί μεν να μοιάζει με κωμωδία αλλά στη βάση της είναι μια δραματική ταινία. Το φιλμ αποτελεί δεύτερη ανακατασκευή μιας διάσημης γαλλικής ταινίας του Φρανσίς Βεμπέρ, παραγωγής 1976 με τον Πιερ Ρισάρ, η οποία έγινε αμερικανικό ριμέικ το 1982 («Ο κούκλος») από τον Ρίτσαρντ Ντόνερ με πρωταγωνιστή τον Ρίτσαρντ Πράιορ.

Οπως οι δύο προηγούμενες, έτσι και η ταινία του Ουθ πραγματεύεται την ιστορία ενός κοινού ανθρωπάκου (Τζαμέλ Ντεμπουζέ), ο οποίος θα γίνει το πιο αντισυμβατικό δώρο γενεθλίων του κόσμου όταν με τον τρόπο του γοητεύει τον γιο (Σιμόν Φαλιού) ενός πάμπλουτου επιχειρηματία (Ντανιέλ Οτέιγ). Ο επιχειρηματίας τον νοικιάζει ως δώρο για το παιδί του με το οποίο είναι εντελώς αποξενωμένος και το αποτέλεσμα είναι μια γλυκύτατη κωμωδία με δραματικές πινελιές πάνω στη σχέση του ανθρώπινου παιχνιδιού με τον ανήλικο «ιδιοκτήτη» του.

Το γέλιο της συγκίνησης

«Οι καλύτερες κωμωδίες ριζώνουν σε δραματικό χώμα γιατί ο συνδυασμός δράματος και κωμωδίας είναι ένας θαυμάσιος μηχανισμός» θα πει ο Ουθ απαντώντας στην απλή αλλά και εύλογη ερώτηση πώς κατάφερε να διατηρήσει ισορροπία ανάμεσα στο κωμικό και στο δραματικό στοιχείο της ιστορίας αυτής της ταινίας. «Στο «Μερικοί το προτιμούν καυτό» δύο άνδρες μεταμφιέζονται σε γυναίκες για να σώσουν τη ζωή τους. Ολες οι ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν με τις οποίες γελάμε τόσο πολύ έχουν κάποιο δράμα στην ιστορία τους: ο αλήτης του Τσάπλιν, το μόνο που προσπαθεί να κάνει είναι να επιβιώσει και γι’ αυτόν τον λόγο συνεχώς παλεύει. Και οφείλω να πω ότι όσο πιο δραματικό είναι το υπόβαθρο μιας ιστορίας τόσο πιο καλή κωμωδία μπορείς να γράψεις πάνω του. Διότι έχεις την προοπτική διαφόρων συναισθημάτων και αυτό μπορεί να σε γεμίσει από ιδέες. Είναι Στην ουσία η ταινία «Το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου» μιλά για όλα όσα δεν μπορούμε να αγοράσουμε και όμως κάνουν τη ζωή μας πολύτιμη» θα πει ο Ουθ, χρησιμοποιώντας ένα από τα διαφημιστικά μότο της. «Είναι πολύ ανακουφιστικό και αναζωογονητικό για το οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα να αφήσει ελεύθερα τα συναισθήματά του και να συγκινηθεί με το γέλιο. Η συγκίνηση μπορεί να προκαλέσει γέλιο».

Κωμωδία, ένα παρεξηγημένο είδος

Γεννημένος το 1966 στο Σάρεϊ της Αγγλίας, ο Τζέιμς Ουθ βρίσκεται στον χώρο  του κινηματογράφου από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και έχει υπογράψει αρκετές ανάλαφρες ταινίες που έκαναν αίσθηση τόσο στη Γαλλία όσο και σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Η πρώτη μεγάλου μήκους του είναι η «Serial lover» (1998), όπου μια γυναίκα και τέσσερις άνδρες χτίζουν ένα πολύ πικάντικο ερωτικό παιχνίδι.

Η κωμωδία είναι αδιαμφισβήτητα ένα παρεξηγημένο είδος, δηλώνει ο σκηνοθέτης Τζέιμς Ουθ.

Η πιο γνωστή του είναι ο «Λούκι Λουκ» (2009), στην οποία ο Ζαν Ντιζαρντέν υποδύθηκε τον πασίγνωστο μόνο και φτωχό καουμπόι του τίτλου, δημιούργημα των Μορίς και Γκοσινί στο θρυλικό και πολυαγαπημένο από εκατομμύρια θαυμαστές κόμικ. To 2012 «ένωσε» τη Σοφί Μαρσό και τον Γκαντ Ελμαλέχ στην επιτυχία «Η αγάπη δεν έρχεται μόνη».

Ρωτώ τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο αν η επιλογή του κατάλληλου ηθοποιού παίζει ρόλο στην επιτυχία μιας κωμωδίας. Ο Ουθ συμφωνεί, όμως συγχρόνως επισημαίνει πόσο σημασία παίζει και το μοντάζ. «Γυρίζεις μερικές σκηνές με τον ηθοποιό σε κωμική στιγμή και άλλες τόσες με τον ίδιο ηθοποιό σε δραματική στιγμή. Αν τις μοντάρεις σωστά όλοι εκπλήσσονται από τις εναλλαγές του. Αυτό είναι ένα από τα κόλπα του κινηματογράφου που πολλοί δεν παρατηρούν αμέσως. Ομως η κωμωδία δεν παύει να είναι το πιο δύσκολο είδος κινηματογράφου και δυστυχώς είναι ένα είδος που δεν αναγνωρίζεται εύκολα» καταλήγει με πίκρα. «Στα τριάντα χρόνια που δουλεύω στο σινεμά, αυτή είναι μόλις η δεύτερη φορά που έρχομαι στην Unifrance».

Η ταινία «Το καλύτερο παιχνίδι του κόσμου» προβάλλεται στις αίθουσες σε διανομή Rosebud21.