Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος έχει φτιάξει ένα θεατρικό σύμπαν που ξεκινάει από το Αττις και ξεπερνά τα σύνορα. Κάθε παράστασή του αποτελεί ένα μικρό θαύμα. Το «Ρέκβιεμ», θραύσματα λέξεων, ήχων, εικόνων, φέρνει στη σκηνή τις γυναικοκτονίες μέσα από τη σκηνοθετική του ματιά. Η Σοφία Χιλλ και η Αγλαΐα Παππά μοιράζονται τους ρόλους – δύο θύματα, γυναίκες, όπως τόσες άλλες…

Τι σας οδήγησε στο «Ρέκβιεμ»;

«Είχα σκεφτεί να προσθέσω κάτι στο τρίπτυχο «Alarm»-«Amor»-«Ancor». Αλλά μέσα από την COVID και όσα συνέβησαν, τις κρίσεις – υγειονομική, προσωπική -, θέλησα να κάνω μια παράσταση-διάλειμμα, με τίτλο «Ιντερμέτζο». Αρχισα να το δουλεύω. Ηταν όμως μια δύσκολη περίοδος».

Γιατί;

«Είχε ήδη φύγει η Σοφία Μιχοπούλου, μετά η Αννέζα Παπαδοπούλου, κι εκεί που πήγαινα να το ολοκληρώσω έφυγε κι ο αδελφός μου, μεγάλο στήριγμα στο θέατρο. Τότε σκέφτηκα ότι πρέπει να περάσω κάπου αλλού. Γιατί όταν πενθείς αλλάζουν όλα. Δεν είναι ότι έχεις πεσιμισμό, μελαγχολία, κατάθλιψη. Είναι ότι αρχίζεις να βλέπεις αλλιώς τα πράγματα, ακόμα και η κοσμοθεωρία σου αλλάζει. Κι αυτά που έλεγα για εναγκαλισμό και συμφιλίωση με τον θάνατο ήταν τελικά θεωρία. Τσακίστηκα. Εκμηδενίστηκαν όλα. Αρχισα να σκέφτομαι ότι πρέπει να αλλάξω το υλικό που δουλεύω».

Πώς καταλήξατε στις γυναικοκτονίες;

«Ηθελα να ασχοληθώ με τη σιωπή. Πάντα με συγκινούσε το θέμα της γυναικοκτονίας, θέμα-ταμπού, με το οποίο ασχολούμαστε αλλά ως ένα σημείο. Φοβόμαστε να το αγγίξουμε, όπως το θέμα του Βαγγέλη Γιακουμάκη, που τον σκότωσαν στα Γιάννενα, κι όλα τα φοβερά εγκλήματα που περνάνε λίγο στο σκοτάδι. Είχα την Αγλαΐα Παππά και τη Σοφία Χιλλ: Δύο γυναίκες που συναντιούνται στον Αδη ή καλύτερα στο vacum, έναν χώρο κενό, γεμάτο σιωπές που σε μαχαιρώνουν, σιωπές γεμάτες.

Στην παύση σιγοβράζουν πολλά, που κάποια στιγμή θα εκραγούν. Προσπάθησα να εκμεταλλευτώ με κάποιον τρόπο την παύση, το άδειο. Να φτιάξω λέξεις, ήχους, τραγούδια, κινήσεις που ανακαλούσαν στη μνήμη το έγκλημα. Υπάρχει ένας πυκνός χρόνος στο έργο, ένας χρόνος που δεν αδειάζει».

Θύματα οι ηρωίδες σας;

«Ναι, κι οι δύο. Η μια, προγενέστερη της άλλης, θυμάται και προσπαθεί να ανακαλέσει τη μνήμη της άλλης, το τραύμα της, για να το ξεπεράσει. Κι όλα αυτά στον Αδη. Γιατί στη ζωή δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε πολλά, τα απωθούμε. Υπάρχει ένας μηχανισμός λήθης και απώθησης των πραγμάτων που μας πονάνε – η ανάκληση μνήμης έχει πόνο».

Πιστεύετε στη γυναίκα…

«Είμαι σκηνοθέτης γυναικών. Πιστεύω ότι η γυναικεία φύση είναι πολύ πιο πλούσια. Μπορεί να μεταμορφώνεται με μεγάλη ευκολία και να κρύβει. Εχει πιο πολλά κρυμμένα χαρτιά απ’ τον άνδρα. Και το θέατρο είναι μια υπόθεση κρυμμένων χαρτιών, κρυμμένου υλικού, που σιγά-σιγά πρέπει ο ηθοποιός με μια τεχνική να το βγάζει και να το ξανακρύβει.

Ο άνδρας έχει ένα όπλο, τη βία. Η γυναίκα έχει τον ψυχολογικό λαβύρινθο. Συχνά θέλοντας να πετύχει κάτι, φυλακίζεται στο βραχυκύκλωμά της. Και επιβεβαιώνεται κάτι, το οποίο είναι αρχετυπικό. Ο εμφύλιος πόλεμος δεν είναι μεταξύ Δία-Προμηθέα, Γιγάντων-Τιτάνων, αριστερών-δεξιών. Ο βασικός εμφύλιος είναι ανάμεσα στα δύο φύλα, δομικός, συγκλονιστικός. Εκεί στηρίζεται η τέχνη, η ψυχανάλυση, η ζωή ολόκληρη. Υπάρχει ένας προαιώνιος αρχετυπικός ρατσισμός, αδιανόητος, άλυτος».

Πώς κρίνετε την τωρινή κατάσταση στο θέατρο;

«Εχω συναντήσει παιδιά από όλες τις σχολές, και του Εθνικού, απ’ όπου ξεκίνησε η απεργία. Ηρθαν, με βρήκαν, μιλήσαμε. Βλέπω μια αγωνία των νέων, με κίνητρο την παιδεία που δεινοπαθεί. Η καλλιτεχνική παιδεία είναι ανύπαρκτη στην Ελλάδα, ένας αυτοσχεδιασμός χωρίς τέλος.

Αυτό που συμβαίνει είναι μια κίνηση που θέλει να γίνει εξέγερση. Μου θυμίζει τον γαλλικό Μάη του ’68. Αρχίζει από τις ευαισθητοποιημένες ομάδες που δεν έχουν αλλοτριωθεί – δεν βρίσκω, ακόμα, κομματική υποκίνηση. Σαφώς κάποια κόμματα θα προσπαθήσουν να τους κατευθύνουν, να τους καπελώσουν. Τους είπα να προσέχουν τους Δαναούς με τα δώρα. Αλλά υπάρχει μια ανάγκη, ένα ενεργειακό υλικό που ασφυκτιά σε αυτές τις ηλικίες – πρέπει να βγει. Το πιο ευάλωτο και υπερευαίσθητο κομμάτι είναι πάντα οι καλλιτέχνες. Ο καλλιτέχνης έχει κεραίες να αντιληφθεί τις αλλαγές, τον βαθμό αλλοτρίωσης, καταπίεσης, πολλά».

Το κράτος αδιαφορεί;

«Ναι, σε πολλά επίπεδα. Δεν υπάρχουν αξιολογικά κριτήρια. Η τέχνη είναι ένας αυτόνομος χώρος. Κι εκείνοι που παρεμβαίνουν δεν έχουν καν την αίσθηση, τη γνώση, την αντίληψη ότι οι κινήσεις τους είναι τελείως λάθος, και μάλιστα προεκλογικά.

Δεν παρεμβαίνεις με αυτόν τον τρόπο σε έναν χώρο ευαίσθητο, ο οποίος θα κινητοποιηθεί, και κινητοποιήθηκε. Είδα έξω από το Εθνικό θεατές, για συμπαράσταση. Η απεργία είναι η μόνη λύση, τι άλλο μπορούν να κάνουν; Να συζητήσουν; Εμείς συζητούσαμε δυόμισι χρόνια για την ίδρυση της Ακαδημίας Τεχνών το 2004, άκρη δεν βρήκαμε».

Θα συνεργαστείτε με το Φεστιβάλ; Τι ετοιμάζετε;

«Με απασχολεί μια Επίδαυρος. Συζητάω με τον Γιάννη Μόσχο (σ.σ.: Εθνικό) για το καλοκαίρι του ’24. Εχω καλή σχέση και συνεργασία με αυτό το παιδί που είναι πολύ αληθινός άνθρωπος, με αρχές, ήθος. Μάλλον θα γίνει, η «Ορέστεια» ίσως, με ηθοποιούς από το Αττις και άλλους που ήταν εδώ παλαιότερα – Μελέτης Ηλίας, Γιάννης Στάνκογλου, Ακης Σακελλαρίου, Ιερώνυμος Καλετσάνος…».

Νιώθετε ένα αίσθημα πληρότητας;

«Ναι, γιατί πάντα κάτι με τρώει παραπάνω».

Πώς αντιδρά ένας θεατής πρώτη φορά στο Αττις;

«Θα εκπλαγεί, σίγουρα. Αν είναι μυημένος, θα μπει ευκολότερα. Αν δεν καταλαβαίνει, θα αναζητήσει κάποιες δικές του αναφορές, ένα υπόγειο inter-active. Γιατί δεν ξέρουμε ποτέ τι σκέφτεται ο θεατής όταν βλέπει μια παράσταση. Το μεγάλο μυστήριο δεν είναι αυτό που γίνεται στη σκηνή αλλά τι έχει στο κεφάλι του ο θεατής – συνδέεται με προσωπικές μνήμες, και παραμένει ανεξερεύνητο. Κι εγώ έτσι είμαι».

Τι σας απογοητεύει;

«Η έκπτωση του ανθρώπινου είδους. Ο άνθρωπος απανθρωπίζεται. Καθιερώνεται ένας τρόπος ζωής που μας απομακρύνει από τη φύση, από τον συνάνθρωπο, από τη δράση, από τον εαυτό μας τον ίδιο. Ασυμφιλίωτοι γεννιόμαστε, ασυμφιλίωτοι με τον εαυτό μας φεύγουμε, άρα και φοβικοί – φοβόμαστε τον θάνατο.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Τη δεκαετία του ’60, μετά τα μετεμφυλιακά πέτρινα χρόνια που με καθόρισαν, ως τη χούντα, κάτι πήγαινε να γίνει. Υπήρχε μια σύμπνοια των ανθρώπων, μια αγάπη για τη ζωή, τη δημιουργία, υπήρχε η έννοια του μέλλοντος. Τώρα δεν υπάρχει η έννοια του μέλλοντος, ούτε καν του παρελθόντος. Είναι ένα παρόν μέσα στο οποίο σερνόμαστε. Είμαστε μέσα στη ζωή του εφήμερου. Ο,τι είναι, είναι τώρα, δεν υπάρχει το μετά».

Φοβόμαστε;

«Ναι, υπάρχει ο φόβος, από τον άλλον, από τον εαυτό μας. Και το πένθος. Βλέπω ανθρώπους με έκφραση πένθιμη, όχι ζωής. Σαν ζωντανοί νεκροί, σκυφτοί – τους βαραίνει το φέρετρο. Είναι δύσκολα τα πράγματα, όσο ποτέ άλλοτε. Υπήρχε κάτι παλιά που είχε σχέση με το μέλλον, μια προσπάθεια να φτιάξεις. Τώρα δεν θέλει κανείς να φτιάξει τίποτα. Υπάρχει μια αυτοεγκατάλειψη. «Μας το ‘κλεψαν το μέλλον» μού είπαν τα παιδιά που ήρθαν να με δουν…».

Παραστάσεις: Πέμπτη – Παρασκευή – Σάββατο (21.00), Κυριακή (19.00)