Στα αρχεία του Κολεγίου Τρίνιτι, στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας, βρίσκουμε το όνομα του 6ου Βαρόνου Μπάιρον, καταγεγραμμένο ως φοιτήσαντα την περίοδο 1805-1808. Εκεί θα τιμηθεί η μνήμη του με μια σειρά σημαντικών εκδηλώσεων την προσεχή Παρασκευή και με αφορμή τα 200 χρόνια από τον θάνατό του στο Μεσολόγγι όπου άφησε την τελευταία του πνοή στις 19 Απριλίου του 1824.

Ο Μπάιρον θεωρείται ένας από τους διασημότερους αποφοίτους του Τρίνιτι (μαζί με τον Ισαάκ Νεύτωνα και τον Φράνσις Μπέικον) και ίσως ο πιο διάσημος ποιητής του Κέιμπριτζ – παρ’ όλο που από το πανεπιστήμιο έχουν περάσει οι Αλφρεντ Τένισον (επίσης στο Τρίνιτι), Γουίλιαμ Γουόρντστγουορθ, Γουίλιαμ Μπλέικ, Ρούπερτ Μπρουκ και άλλοι πολλοί.

Οι σπουδές του δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε παραδειγματικές: είναι ζήτημα εάν ολοκλήρωσε τα τρία από τα προβλεπόμενα εννέα τρίμηνα του προγράμματός του, και αυτά διακεκομμένα. Παρουσιαζόταν για ένα τρίμηνο, περιφρονούσε το πρόγραμμα, έγραφε σκωπτικά ποιήματα για το τι σήμαινε να σπουδάζει κανείς εκεί και μετά έφευγε για το Λονδίνο, ζούσε έκλυτη ζωή, για να επιστρέψει μετά στο πανεπιστήμιο μαζί με τις λονδρέζικες παρέες του, αναγκάζοντας τον υπεύθυνο του Κολεγίου να βγει στον δρόμο και να τους απαγορεύσει την είσοδο. Μια φορά, λέγεται, είχε απαιτήσει να μείνει μαζί του ο προσωπικός καθηγητής του της ξιφασκίας.

Ομηρος, χωρίς Σαίξπηρ

Ο λόγος που ο Μπάιρον ήταν τόσο «ανυπάκουος» δεν έχει να κάνει μόνο με τον απείθαρχο χαρακτήρα του. Οι σπουδές του στην κλασική φιλολογία (στα ελληνικά και στα λατινικά) ξεκινάνε από τα χρόνια του σχολείου, στο Χάροου. Αποφοιτώντας από εκεί, ο Μπάιρον θα θελήσει να ακολουθήσει τους φίλους του στην Οξφόρδη, αλλά για κάποιον λόγο – ίσως μετά την επιμονή της μητέρας του που τον μεγάλωνε ουσιαστικά μόνη και ήθελε να τον ξεκόψει από τις παρέες του – θα καταλήξει να εγγράφεται στο Κολέγιο Τρίνιτι του Κέιμπριτζ.

Εκεί διαπιστώνει ότι οι καθηγητές του ασχολούνται εξαιρετικά μεν, αποκλειστικά δε με την αρχαία γραμματεία. Τους κατηγορεί ότι γνωρίζουν άψογα τον Ομηρο αλλά καθόλου τον Σαίξπηρ· ότι ξέρουν τα πάντα για τους περσικούς πολέμους αλλά τίποτα για τον εκατονταετή πόλεμο. Θεωρεί ότι έχουν οχυρωθεί πίσω από ένα τείχος νεκρών κλασικών σπουδών και έχουν καταντήσει πνευματικώς νωθροί και άσχετοι με την πραγματικότητα.

Ομως το Τρίνιτι θα αποδειχθεί αναπάντεχο καταφύγιο για τον νεαρό αριστοκράτη επαναστάτη. Στις αρχές του 19ου αιώνα, το Κολέγιο διατηρεί εξαιρετικά ζωντανή την πνευματική παρακαταθήκη του Μπέικον και του Νεύτωνα, ήτοι την παράδοση της ελεύθερης σκέψης. Αυτό δεν είναι αυτονόητο εκείνη την εποχή. Στο Τρίνιτι γίνεται λόγος για να δοθούν ίσα θρησκευτικά δικαιώματα στους καθολικούς – σε μια εποχή που η Αγγλικανική Εκκλησία είναι πανίσχυρη. Γίνονται συζητήσεις για τα δικαιώματα των εργατών στα εργοστάσια και στα ορυχεία, για τις ποινές που επισύρει η απεργία σε μια εποχή που ο συνδικαλισμός είναι παράνομος.

«Αυτό είναι ένα προοδευτικό πλέγμα που ταιριάζει απολύτως στον Μπάιρον» μου εξηγεί ο Ναπολέων Κάτσος, καθηγητής Πειραματικής Πραγματολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και μέλος (fellow) του Τρίνιτι. «Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί ο Μπάιρον να φέρνει αντιρρήσεις και να εξοργίζει τους καθηγητές του. Γύρω του κυριαρχεί η αίσθηση ότι μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τα πάντα και να δέχεται μόνο όσα στέκουν με βάση την αλήθεια και την επιστημονική τεκμηρίωση».

Προς το τέλος της ζωής του, βεβαίως, οι φίλοι του μαρτυρούν ότι ο Μπάιρον αναπολούσε το Κέιμπριτζ όχι με τον ειρωνικό τρόπο της πρώτη νιότης του, αλλά με νοσταλγία. Ο καλός του φίλος Τζον Καμ Χομπχάουζ – που τον συνόδευσε στο πρώτο του, σημαδιακό Grand Tour της Μεσογείου το 1809 – θα γράψει αργότερα ότι ο Μπάιρον μιλούσε για τις μέρες που είχε περάσει στην εξοχή του Κέιμπριτζ, κολυμπώντας στο ποτάμι και συζητώντας με φίλους, ως τις καλύτερες της ζωής του. Η έφεσή του να κολυμπά είναι φυσικά πασίγνωστη: κατάφερε να διασχίσει κολυμπώντας τον Ελλήσποντο το 1810, στο προαναφερθέν ταξίδι. Και στο Κέιμπριτζ, σε μια διαπλάτυνση του ποταμού Καμ όπου το νερό απλώνεται και μειώνει την ταχύτητά του, συναντούμε ακόμα τη λιμνούλα που ακούει στο όνομα Byron’s Pool.

Λωρίδα υφάσματος από την κατάθεση στεφάνου στις εκδηλώσεις του 1924

Η γνωριμία με το άγαλμα

Ο Ναπολέων Κάτσος είναι στο Κέιμπριτζ 23 χρόνια, πρώτα ως μεταπτυχιακός φοιτητής και μετά ως καθηγητής. Mέλος του Κολεγίου έγινε μόλις τα τελευταία δύο χρόνια, γιατί η δική του δουλειά ήταν περισσότερο ερευνητική στο πανεπιστήμιο παρά διδακτική.

Ομολογεί πως μέχρι να γίνει fellow του Τρίνιτι δεν είχε επισκεφτεί τη βιβλιοθήκη Wren. «Οταν όλα είναι ηλεκτρονικά και το πανεπιστήμιο και το τμήμα έχουν δική τους βιβλιοθήκη, δεν είχα κάποιον λόγο να πάω. Θαύμαζα μόνο από μακριά την αρχιτεκτονική του κτιρίου». Μέχρι που αποφάσισε να δει τη διάσημη πρώτη έκδοση των Principia Mathematica του Νεύτωνα, που έχει ακόμα εμφανείς τις χειρόγραφες σημειώσεις του συγγραφέα στο πλάι.

«Πήγα λοιπόν και συστήθηκα στον υπεύθυνο Νίκολας Μπελ, που με πήγε στην προθήκη με το βιβλίο, το μπαστουνάκι του Νεύτωνα – πολύ κοντοί οι άνθρωποι τον 17ο αιώνα!–, μια τούφα από τα μαλλιά του, το πρίσμα μέσα από το οποίο διαθλάσθηκε το φάσμα του φωτός και άλλα πολλά. Και αφού τα είδαμε όλα αυτά, μου λέει: «Oμως δεν ήρθες μόνο για αυτό, ε;»».

Ο Μπελ είχε θεωρήσει ότι ο Κάτσος – Eλληνας γαρ – είχε επισκεφθεί τη βιβλιοθήκη για να δει το μοναδικό της άγαλμα: τον ολόσωμο Μπάιρον, φιλοτεχνημένο από τον διάσημο δανό γλύπτη του 19ου αιώνα Μπέρτελ Τόρβαλντσεν, που είχε συναντήσει τον ποιητή στην Ιταλία και είχε κατασκευάσει το άγαλμά του με λεφτά των φίλων του μετά το θάνατό του, το 1824, στο Μεσολόγγι. Οι φίλοι είχαν θελήσει να τοποθετηθεί στο αβαείο του Γουεστμίνστερ, στη γωνιά των ποιητών, μαζί με τον Σαίξπηρ και τον Τσόσερ, αλλά η Αγγλικανική Εκκλησία είχε αρνηθεί κατηγορηματικά. Υπό τον φόβο να μείνει ένα τέτοιο άγαλμα σκεπασμένο με σεντόνια σε κάποια αποθήκη, τοποθετήθηκε στη βιβλιοθήκη Wren προσωρινά. Και όπως ξέρουμε, ουδέν μονιμότερον…

Σελίδα γράμματος του Μπάιρον που λέει, περήφανος, πώς διέσχισε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο το 1810

H Ελλάδα στο προσκήνιο

Στο χέρι του ο Μπάιρον του Τόρβαλντσεν κρατάει το Childe Harold’s Pilgrimage, το μακροσκελές αφηγηματικό ποίημα που εκδόθηκε το 1812 και το οποίο περιγράφει ουσιαστικά την πνευματική του ενηλικίωση μέσα από το πρώτο του ταξίδι στη Μεσόγειο. Είναι το ποίημα που τον έκανε διάσημο εν μιά νυκτί· αλλά έκανε διάσημη και σκλαβωμένη από τους Οθωμανούς Ελλάδα σε όλον τον κόσμο.

«Από τη Ρωσία μέχρι τις ΗΠΑ και τη Νότια Αμερική, όλοι μιλάνε για τον Μπάιρον», εξηγεί ο Κάτσος, «και η απελευθέρωση της Ελλάδας γίνεται κεντρικό θέμα συζήτησης στα ευρωπαϊκά σαλόνια, σε μια εποχή που στην Ευρώπη η διάθεση για επανάσταση και αλλαγή της καθεστηκυίας τάξης είναι ανύπαρκτη. Τελειώνουν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, ιδρύεται η Ιερά Συμμαχία: μια αλλαγή συνόρων, ακόμα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που δεν χαίρει ιδιαίτερης συμπάθειας στην Ευρώπη, δεν συζητιέται από τις κυβερνήσεις. Κι όμως διαρκώς, ενοχλητικά, ακούγεται η φωνή του Μπάιρον: τι θα γίνει με την Ελλάδα;».

Καπέλο του Μπάιρον από την Ιταλία

Οι ιδέες που ζουν ακόμα

Ο Μπελ μίλησε επίσης στον Κάτσο και για άλλους ανθρώπους του Κολεγίου που συνεχίζουν την έντονη παράδοση του φιλελληνισμού. Για τoν Γουίλιαμ Σεντ Κλερ, λόχου χάρη, φιλόλογο και ιστορικό του φιλελληνισμού, συγγραφέα του βασικού συγγράμματος που θέτει το ζήτημα των Γλυπτών του Παρθενώνα «Lord Elgin & the Marbles». Στην 3η έκδοση αυτού του βιβλίου έγινε η αποκάλυψη ότι, στην προσπάθεια να «καθαρίσουν» τα μάρμαρα, οι του Βρετανικού Μουσείου τα ζημίωσαν.

«Τότε συνειδητοποίησα πως όλη αυτή η γνώση με είχε προσπεράσει όταν ήμουν στην Ελλάδα. Και ξαφνικά βρισκόμουν εδώ, σε έναν χώρο όπου η μνήμη κι η κουβέντα του φιλελληνισμού είναι ζωντανές. Και έπρεπε να με πάρουν από το χέρι οι Αγγλοι για να μου μάθουν για τη ζωή του Μπάιρον, την απήχηση του έργου του, το τι οφείλει ο Μπάιρον στην Ελλάδα και τι οφείλει η Ελλάδα στον Μπάιρον».

Ενα από τα τοπία που θα αντίκριζε ο Μπάιρον στην Κεφαλλονιά, διά χειρός Γιάννη Ψυχοπαίδη